12/12/09

Τζούντιθ Μπάτλερ

Πέρα από τα «αυτονόητα» του φύλου: η πολιτική δυναμική της επιτέλεσης

ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Η Τζούντιθ Μπάτλερ είναι καθηγήτρια στα Τμήματα Ρητορικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ, στις ΗΠΑ. Μία από τις σημαντικότερες θεωρητικούς της εποχής μας, έχει συμβάλει καθοριστικά στα πεδία της φεμινιστικής θεωρίας, της πολιτικής φιλοσοφίας, της ψυχαναλυτικής θεωρίας και της κοινωνικής και πολιτισμικής κριτικής. Το πρωτοποριακό έργο της καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα θεματικών: φύλο και σεξουαλικότητα, φεμινιστική-queer θεωρία και πολιτική, σχέσεις εξουσίας, λόγος, βία, υποκειμενικότητα, επιτελεστικότητα, ηθική, κριτική. Οι κυριότερες διανοητικές οφειλές της είναι: η εγελιανή έννοια του υποκειμένου, η ιδέα της Σιμόν ντε Μποβουάρ για την ενσώματη ύπαρξη, η φεμινιστική αποφυσικοποίηση της έννοιας του φύλου, η φουκωική αναλυτική της εξουσίας, η φεμινιστική ανάγνωση της ψυχαναλυτικής θεωρίας, οι θεωρίες του λόγου και η αποδομητική προσέγγιση της θεωρίας των ομιλιακών πράξεων από τον Ζακ Ντεριντά. Η Τζούντιθ Μπάτλερ είναι μια διανοούμενη με ενεργό δράση στο χώρο της Αριστεράς.

Μεταξύ νόρμας και αγωνισμού

Η φεμινιστική θεωρία της Μπάτλερ αποσπά από τη θεώρηση του φύλου και της σεξουαλικότητας δύο κανονιστικές παραδοχές: την περιχαράκωση του φύλου σε διπολικές κατηγορίες «ουσίας» (οι δύο ιδεατές μορφολογίες «άνδρας»-«γυναίκα») και το υπόρρητο αυτονόητο του ετεροφυλοφιλικού πλαισίου αναφοράς. Η προσέγγισή της, εμπνεόμενη από το έργο του Μισέλ Φουκώ, αλλά και φεμινιστριών διανοητριών, όπως η Μονίκ Βιτίγκ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ, αποδιαρθρώνει την αλληλουχία σύμφωνα με την οποία το βιολογικό φύλο (αρσενικό-θηλυκό) παράγει κοινωνικό φύλο (ανδρισμός-θηλυκότητα), το οποίο, με τη σειρά του, παράγει επιθυμία (προς το «αντίθετο» φύλο).
Μέσα από αυτή την οπτική, ερμηνεύει με όρους πολιτικούς τις πειθαρχικές συνθήκες μέσω των οποίων η έμφυλη και σεξουαλική ταυτότητα καθιερώνεται κοινωνικά ως επιταγή να είσαι ένα δεδομένο φύλο και να έχεις μια σεξουαλικότητα, η οποία να βρίσκεται σε φυσική αντιστοιχία με το φύλο σου. Το ζήτημα αυτής της ερμηνείας δεν είναι η άρνηση κάποιων βιολογικών διαφορών, αλλά η εξέταση των συνθηκών κάτω από τις οποίες κάποιες πολύ συγκεκριμένες διαφορές εκλαμβάνονται ως καθοριστικές στον κοινωνικό ορισμό του φύλου.
Στο πλαίσιο της φεμινιστικής θεωρίας της επιτελεστικότητας [performativity], η Μπάτλερ διερευνά το φύλο ως διαρκή επιτέλεση, η οποία λαμβάνει χώρα εντός του κοινωνικού χρόνου και σε πλαίσια βίαιης και βεβιασμένης συγκρότησης του υποκειμένου. Διακρίνεται, έτσι, η έννοια της «παράστασης», η οποία προϋποθέτει ένα υποκείμενο, από την έννοια της «επιτέλεσης», η οποία αμφισβητεί την έννοια του υποκειμένου. Έτσι, το φύλο νοείται ως ασταθές και ατελές αποτέλεσμα τελετουργικά επαναλαμβανόμενων κοινωνικών δραματοποιήσεων της εξιδανικευμένης κανονικότητας, αλλά και ως διαρκής δυνατότητα εναλλακτικών επιτελέσεων που υπονομεύουν το καθιερωμένο πλέγμα της ανδρικής κυριαρχίας και της επιβεβλημένης ετεροφυλοφιλίας. Επιχειρείται, έτσι, να απαντηθεί το ερώτημα πώς αυτό που εκτοπίζεται από την κανονιστική τάξη του φύλου, αυτό που υποβιβάζεται στη μιαρή και απειλητική παθολογία της «διαταραχής φύλου», ενδέχεται να μετατραπεί σε αναταραχή, δηλαδή σε δημιουργική πρακτική διαφοροποιητικής ιδιοποίησης της έμφυλης νόρμας.
Η μεταδομιστική-φεμινιστική-queer προσέγγιση της Μπάτλερ αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, μια αποδομητική επεξεργασία της φαινομενολογίας, μέσα από το πρίσμα του γαλλικού εγελιανισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάλυση της σεξουαλικότητας είναι απαραίτητα συνδεδεμένη με την ανάλυση του φύλου, ο φεμινισμός με την queer θεωρία. Το έμφυλο–σεξουαλικό υποκείμενο που αναδύεται από την επεξεργασία αυτή είναι επιτελεστικό και μελαγχολικό. Αδιαφανές, ασυνεχές, έκκεντρο, αναπόδραστα διχασμένο, εκ-στατικό, διϋποκειμενικό, ετερόνομο, συσχετιζόμενο με τους άλλους και, ταυτόχρονα, μ’ έναν κόσμο ρυθμιζόμενο από κανονικότητες που το υπερβαίνουν. Επαναλαμβάνοντας αδιάλειπτα και δυνάμει διαφορετικά και διαφοροποιητικά τις κοινωνικές και ψυχικές νόρμες που περιορίζουν αλλά και επιτρέπουν αυτό που πράττει, το επιτελεστικό υποκείμενο ποιεί και ποιείται, γίνεται υποκείμενο και υπόκειται σε εξουσίες. Η εμπρόθετη δράση του έμφυλου υποκειμένου καθίσταται δυνατή εκεί ακριβώς όπου διεξάγονται οι διαδικασίες μέσω των οποίων συγκροτείται –αλλά δεν καθορίζεται πλήρως και αναπόδραστα.
Αντιστεκόμενη σε κάθε λογική πρόσληψης της σωματικής υλικότητας ως δεδομένης, η Μπάτλερ επιχειρεί να αναλύσει πώς τα σώματα υλοποιούνται• με άλλα λόγια, πώς παίρνουν τη μορφή μέσω της οποίας σημαίνεται η υλική διακριτότητά τους. Αυτή η δια-μόρφωση των ορίων του σώματος πραγματοποιείται μέσω απαγορεύσεων, εκτοπισμών και απωλειών. Ποιες είναι αυτές οι ετερότητες που αποκλείονται και αποβάλλονται από το σώμα, προκειμένου να χαραχθούν τα σύνορα που το καθιστούν αναγνωρίσιμο και αποδεκτό; Η διαδικασία υλοποίησης των σωμάτων ως σωμάτων που είναι σημαντικά και έχουν σημασία είναι σύμφυτη με μια παραγωγική βία, που χρειάζεται αδιάκοπα να επιβεβαιώνεται ως συμβολικό ιδεώδες.
Έτσι, για την Μπάτλερ, το έμφυλο σώμα αποτελεί πεδίο επιτελεστικού αγωνισμού• πεδίο διαρκών και δυναμικών σχέσεων εξουσίας, επιθυμίας, αποποίησης, ιδιοποίησης, διαφοράς, ταύτισης, εκτοπισμού και αντιδικίας.

Η ψυχική επένδυση των σχέσεων εξουσίας

Η διαδικασία της ταύτισης αφενός δεν είναι ποτέ πλήρης και αφετέρου δεν μπορεί παρά να ενέχει συμβολική βία, αφού διεξάγεται μέσω συγκροτησιακών διαδικασιών αποκήρυξης του διαφορετικού, του απαγορευμένου, του πολιτισμικά αδιανόητου. Ως πεδίο απώλειας και υπόσχεσης, ή κοινότητας και αποξένωσης, η ταύτιση έφερε στο προσκήνιο της φεμινιστικής θεωρίας τη συζήτηση γύρω από τα όρια ανάμεσα στο ψυχικό και το κοινωνικό. Η έννοια της ταύτισης ανοίγει ένα δρόμο προς την προβληματοποίηση της έννοιας της ταυτότητας, η οποία προσλαμβάνεται πια ως μια διαρκής και αμφίσημη διαδικασία ταυτίσεων και απο-ταυτίσεων. Έτσι, το ψυχαναλυτικό πρόβλημα της ταύτισης παίρνει το χαρακτήρα ενός κρίσιμου πολιτικού ζητήματος.
Η Μπάτλερ επιχειρεί να αναλύσει την ψυχική πλευρά της επιτελεστικότητας και εκλαμβάνει τη μελαγχολία ως καταστατική διάσταση της συγκρότησης του έμφυλου υποκειμένου, αφού η απώλεια και η αποκήρυξη κάποιων πολιτισμικά ανεπίτρεπτων και αδιανόητων ταυτίσεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτελεστική συγκρότηση του έμφυλου (ετεροσεξουαλικού) υποκειμένου.
Μέσα από τον ψυχαναλυτικό φεμινισμό αναδύονται εγχειρήματα διερεύνησης των δυνατοτήτων για μια άλλη ψυχανάλυση, μη ομοφοβική και μη φαλλοκεντρική, που δεν θεμελιώνεται στο ταμπού της αιμομιξίας και άρα που δεν επιτάσσει ως αποκλειστική οδό επίλυσης την κουλτούρα της υποχρεωτικής ετεροφυλοφιλίας. Το ζητούμενο είναι ένας ψυχαναλυτικό λόγος που δεν αντιμετωπίζει την ετεροφυλοφιλία ως μοναδική εγγύηση ψυχικής ακεραιότητας και την ομοφυλοφιλία ως ψυχωτική διάλυση του υποκειμένου.
Χαρακτηριστικό εδώ είναι το εγχείρημα της Μπάτλερ να αναθεωρήσει τη μορφή της Αντιγόνης προτείνοντας μια νέα ερμηνευτική της συγγένειας• παίρνοντας την Αντιγόνη –ένα «μεταοιδιπόδειο» υποκείμενο– ως αφετηρία, αντί για τον Οιδίποδα, διερευνά τις μορφές σεξουαλικής συμμαχίας και πολιτικής δράσης που προκύπτουν από μια τέτοια εναλλακτική ψυχαναλυτική ανάγνωση. Αυτή η ανάγνωση της Αντιγόνης δίνει τη δυνατότητα να αναλυθούν οι αποκλεισμοί μέσω των οποίων συγκροτούνται οι μορφές συγγένειας και σχεσιακότητας που είναι πολιτισμικά διανοητές. Η Μπάτλερ αναθεωρεί το ταμπού της αιμομιξίας, με τρόπο που διανοίγει τη συγγένεια στο ενδεχόμενο της κοινωνικής και πολιτισμικής αλλαγής. Συνομιλώντας με το έργο φιλοσόφων όπως ο Χέγκελ, ο Λακάν και η Ιριγκαρέ, εξετάζει την Αντιγόνη ως μια αμφίσημη μορφή για τη φεμινιστική πολιτική, αφού παραμένει ασαφές αν η εμβληματική αυτή φιγούρα γυναικείας εξέγερσης απέχει από τις μορφές εξουσίας στις οποίες αντιτίθεται.

Η κριτική στη βία της κυριαρχίας

Το όραμα της Μπάτλερ για ηθικοπολιτική ευθύνη απέναντι στον άλλο προβάλλεται ως διαμαρτυρία εναντίον της ηγεμονικής συναίνεσης που διαμορφώθηκε στην αμερικανική πολιτική σκηνή μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001• μιας συναίνεσης που θεμελιωνόταν στην εθνοκεντρική μονομέρεια των ΗΠΑ, στην κυριαρχική περιφρόνηση της διεθνούς νομοθεσίας, στην απουσία έγνοιας για την τρωτότητα των άλλων. Διατυπωμένη σε συνθήκες πατριωτικής έξαρσης και δαιμονοποίησης του κριτικού στοχασμού και του δημόσιου αντίλογου, η παρέμβασή της επικεντρώθηκε στις ρητορικές, συγκινησιακές, ηθικές και πολιτικές επιτελέσεις του πένθους και της βίας, και ειδικότερα στο πώς αυτές περιχαρακώνουν αυτό που είναι δυνατό και διανοητό να διατυπωθεί και να ακουστεί ως δημόσια μαρτυρία.
Το ζήτημα του πώς περι-ορίζονται οι δυνατότητες να διανοούμαστε και να αναγνωρίζουμε ένα ανθρώπινο σώμα, ένα έμφυλο υποκείμενο ή μια βιώσιμη ζωή, παραμένει κεντρικό μέλημα της σκέψης της Μπάτλερ. Προεκτείνοντας τη συλλογιστική των τρόπων με τους οποίους εγκαθιδρύονται τα όρια του πολιτισμικά διανοητού, από έμφυλους, σεξουαλικούς, φυλετικούς και εθνικούς περιορισμούς, αυτή η θεωρία της βίας μάς καλεί να αναλογιστούμε τις ανισότητες και τους αποκλεισμούς που δομούν την τρωτότητα της ανθρώπινης ζωής.
Το έργο της Μπάτλερ απευθύνει το αίτημα για διαρκή εγρήγορση απέναντι τους τρόπους με τους οποίους ένα πολιτισμικό καθεστώς κανονικότητας και κανονικοποίησης ορίζει το τι πιστοποιείται ως ανθρώπινο. Επιτακτικό αίτημα είναι επίσης η σφυρηλάτηση πολιτικών μορφών κοινότητας και δράσης, οι οποίες μπορούν να στρατευτούν στην αποκατάσταση των κοινωνικών αδικιών. Κι αυτό το αίτημα είναι πέρα για πέρα επίκαιρο, σε μια ιστορική στιγμή που ορίζεται από τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της αστικής δημοκρατίας, τους νέους εθνικισμούς και επεκτατισμούς, τους μιλιταριστικούς ανθρωπισμούς, την ιμπεριαλιστική κατάχρηση του παγκόσμιου, την ξενοφοβία, το σεξισμό και την ομοφοβία, την πολύμορφη αναζωογόνηση της κυριαρχίας.
Θα λέγαμε ότι το συνολικό έργο της Τζούντιθ Μπάτλερ είναι αφιερωμένο στην κριτική στη βία της κυριαρχίας –έμφυλης, σεξουαλικής, εθνικής, φυλετικής, ταξικής.

Η Αθηνά Αθανασίου διδάσκει Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια: