Της Μαρίας Μοίρα
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ, Δύο παράξενα πλάσματα, εκδόσεις
Καστανιώτη, σελ. 97
Δύο πλάσματα απροστάτευτα, κατατρεγμένα, απορφανισμένα, κατά την διάρκεια της απρόσμενης, τρυφερής και περιπετειώδους συμβίωσής τους, έρχονται αντιμέτωπα με όλα τα δεινά αυτού του κόσμου και τις αδικίες των ανθρώπων. Συμπορεύονται αξεχώριστα, ισότιμα, συντροφικά, με μόνο τους εφόδιο τη δύναμη της αγάπης και της αφοσίωσης που τα μεταμορφώνει σε πελώριους γίγαντες με υπερφυσικές δυνατότητες. Η μικρή ορφανή εξάχρονη Ελένη με την κρυστάλλινη μελωδική φωνή, ένα κορίτσι ευαίσθητο, τρομαγμένο, σχεδόν παραλοϊσμένο και το τελευταίο αρσενικό στρουθοκαμηλάκι, ένα βρέφος που σώθηκε κρυμμένο στην αγκαλιά της, από τον ανηλεή σφαγιασμό της ράτσας του στο εκτροφείο του νησιού εξαιτίας της «ψευδοπανώλης».
Ζουν στο σπιτάκι της Ευτέρπης, της θείας που την έχει σαν κόρη, αφού πέθανε στη γέννα η αδελφή της. Μιας γυναίκας σοφής και δίκαιης αλλά τραυματισμένης από τα βάσανα του έρωτα, τις απώλειες και την προσφυγιά. Από το στόμα της, «που μόνο καθαρά και τσεκουράτα λόγια βγαίνουν», ακούνε αλήθειες που κόβουν σαν μαχαίρι και πονούν, και συμβουλές επιβίωσης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Μαθαίνουν για την αξία της αγάπης, που μπορεί να την αναγνωρίσει, να την αποδεχτεί και να την ανταποδώσει μόνο εκείνος που κάποια στιγμή στη ζωή του αξιώθηκε την ευλογία, τη χάρη και το βάλσαμό της. Και για την μισαλλοδοξία των ανθρώπων που εχθρεύονται και καταδικάζουν όσα δεν καταλαβαίνουν, όσα νομίζουν ότι τους απειλούν, όσα τους υπερβαίνουν, όσα τους κάνουν να αισθάνονται θλιβεροί, μικροί και ασήμαντοι.
Στο απόκοσμο, σκληρό, υποβλητικό τοπίο της Νισύρου με τον οικισμό στο χείλος της αβύσσου, την μαύρη άμμο και τους κρατήρες του ηφαιστείου να καπνίζουν δυσοίωνα μυρίζοντας θειάφι, θα ζήσουν την απόλυτη απάρνηση. Θα έρθουν αντιμέτωποι με την απόλυτη έκπτωση, όταν θα κυνηγηθούν από τους συντοπίτες τους για την προκλητική χαρμόσυνη διαφορετικότητά τους. Όταν θα τρέξουν μακριά από το φλεγόμενο σπίτι τους και τον θυμωμένο όχλο που το πολιορκούσε, οδηγώντας την Ευτέρπη στο θάνατο. Και έτσι θα βρεθούν, ανύποπτοι και αθώοι μπροστά σε ένα σπαραχτικό αποτρόπαιο θέαμα στην παραλία του νησιού. Θα δουν έντρομοι κορμιά μεταναστών κάθε φύλλου και ηλικίας πνιγμένα στη θάλασσα. Τρυφερά μελαψά σώματα ξεβρασμένα στην ακτή, φαγωμένα από τα ψάρια και τους γλάρους, τουμπανιασμένα από τον ήλιο και το αλμυρό νερό. Μια άχρηστη, ανώνυμη, οργανική ύλη που σήπεται άταφη, χωρίς τελετές και θρήνους.
Μια νουβέλα από τον Ανδρέα Μήτσου που αναμοχλεύει την τραγικότητα της σύγχρονης πραγματικότητας. Την απόλυτη ύβρη του ατομικισμού, της απάθειας, της αδιαφορίας μπροστά στον πόνο και τον χαμό αθώων, ανυπεράσπιστων πλασμάτων, που οδηγούνται στο θάνατο χωρίς οίκτο, χωρίς επίγνωση χωρίς αιδώ, χωρίς ηθικές αναστολές. Ένα ποιητικό, αλλόκοτο, αινιγματικό παραμύθι για αναγνώστες κάθε ηλικίας. Μια παραβολή για τις μεγάλες αλήθειες της ζωής, μια ελεγεία για την αγάπη που όλα τα μεταμορφώνει και για την μικρότητα των ανθρώπων να ξεχνούν τον ένθεο εαυτό τους και τις μυστικές δυνάμεις που κοιμούνται μέσα τους. Ένα ρέκβιεμ για όλα τα πλάσματα που χάνονται από την πείνα και τις σφαίρες. Εξοντώνονται, σφαγιάζονται, ακρωτηριάζονται μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκαν αλλού και έχουν άλλο χρώμα, άλλη θρησκεία και διαφορετικές συνήθειες. Ή ίσως επειδή έχουν ακριβό και θρεπτικό κόκκινο κρέας και υπέροχα μαλακά φτερά, όπως οι ανθρωπόμορφες στρουθοκάμηλοι με το παράξενο βάδισμα και το διεισδυτικό βλέμμα, που δεν μπορούν να πετάξουν και όταν φοβούνται κρύβουν το κεφάλι στη γη για να μην βλέπουν.
Και όπως όλα τα παραμύθια που ζυμώνονται αξεδιάλυτα με τα όνειρα και τους εφιάλτες, με την γλυκύτητα και την απόγνωση, με το αίνιγμα και το θαύμα, το μικρό κορίτσι που νομίζει πως πέθανε σε εκείνη την ακτή ανάμεσα στα νεκρά κορμιά, ίσως είναι μια υπέργηρη γυναίκα που στα όνειρά της προσπαθεί να αναστήσει την μικρή Ελένη που υπήρξε κάποτε. Μια γιαγιά ενενήντα έξι χρόνων που θυμάται όσα συνέβησαν τότε και δοκιμάζει να τραγουδήσει με την γάργαρη φωνή που είχε παλιά. Όταν ξόρκιζε το κακό, ημέρευε τους φόβους της και έδινε θάρρος και δύναμη στα πλάσματα που αγαπούσε. Πριν χαθούν για πάντα.
Να υποτάξει το σκεβρωμένο κορμί της, να ανασηκωθεί και να ψηλώσει ως τα σύννεφα. Να πετάξει καβάλα στον Στρούθο της για το αδύνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου