9/3/25

Η έμφυλη εξουσία

Άποψη της έκθεσης «Εγκώμιο της Σκιάς» της Νίνας Παπακωνσταντίνου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών 


Του Κωνσταντίνου Μπούρα*

JESSICA BENJAMIN, Τα Δεσμά τού Έρωτα. Ψυχανάλυση, Φεμινισμός και το πρόβλημα τής Κυριαρχικότητας, επιμέλεια: Γρηγόρης Λαυρεντιάδης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, σελ. 352
 
Βιβλίο για συζητήσεις, διαβουλεύσεις, επί-σκέψεις [με την αρχαία έννοια τού όρου]. Το θέμα της Εξουσίας (και της αντιεξουσιακότητας) έχει τεθεί ήδη από τον Αισχύλο στον «Προμηθέα Δεσμώτη», όπου το Κράτος μαζί με την Βία αλυσοδένουν τον ανυπάκουο φιλάνθρωπο Γίγαντα στον Καύκασο. Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο ρεύμα τού Ηράκλειτου.
Το ερώτημα, κατά πόσον η Ψυχανάλυση είναι «συντηρητική» ή «προοδευτική», παράγει «συστημικά» αυτόματα και καταστέλλει κάθε μορφή κοινωνικής αρνησικυρίας, αναδύεται αμείλικτο από τις σελίδες αυτού τού καλοστημένου βιβλίου. Προηγουμένως όμως ας πάμε στην σοφόκλεια «Αντιγόνη», που είναι το πρώτο φεμινιστικό, αντιστασιακό δράμα που διδάχτηκε στο πλαίσιο της αθηναϊκής δημοκρατίας του 5ου προ Κοινής Εποχής αιώνα. Εκεί βεβαίως γίνεται αναφορά στο άγραφο συμπαντικό Δίκαιο, προϋποτίθενται θεότητες που προσωποποιούν αφηρημένες έννοιες, όπως η Νέμεσις. Η Ψυχανάλυση βασίζεται στον «θάνατο τού θεού» κι έρχεται να καλύψει το κενό που άφησε η θρησκεία στο εκτονωτικό κοινωνικό λειτούργημα τής ιδιωτικής «εξ-ομολόγησης». Καμία ελπίδα πια για συλλογική πρόκληση «ελέου και φόβου». Ξαφνικά δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι διοχετεύουν το καταπιεσμένο συλλογικό ασυνείδητο σε μια διαρκή ψυχωσική κρίση, με όλα τα παρανοϊκά, σαδομαζοχιστικά, απάνθρωπα, τερατώδη στοιχεία μίας ανεξέλεγκτης, ηφαιστειακής ομαδικής υστερίας.
Η «Ψυχολογία της ομάδας» και η ατομική ψυχολογία τού υπερτιμημένου, μεγεθυμένου, καρκινικού όγκου που λέγεται «εγώ» αδιαφορώντας για το εμείς, είναι απλώς δύο ομόκεντροι κύκλοι που μήτε ταυτίζονται μήτε συναθροίζονται.
Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται μία –κατά την ταπεινή μου γνώμη– κριτική τού νεοσυντηρητικού συγκερασμού, ο οποίος επιχειρεί να καταστείλει την όποια μαζική επανάσταση στο όνομα μιας επιφανειακής ευταξίας.
Αντιγράφω από τα συμπεράσματα αυτού του καλογραμμένου, νοησιαρχικά δομημένου τόμου: «Η κυριαρχικότητα δεν καταπιέζει την επιθυμία για αποδοχή, αντίθετα την επιστρατεύει και τη μεταμορφώνει. Ξεκινώντας με την κατάλυση της έντασης ανάμεσα στον εαυτό και τον άλλον, η κυριαρχικότητα προχωρά μέσα από τα εναλλασσόμενα μονοπάτια της ταύτισης  με, ή της υποταγής σε, ισχυρούς άλλους που προσωποποιούν τη φαντασίωση της παντοδυναμίας. Για το άτομο που επιλέγει αυτόν το δρόμο για την εδραίωση της δικής του εξουσίας, υπάρχει ένα κενό εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται ο άλλος. Αυτό το κενό γεμίζεται με φαντασιακό υλικό, στο οποίο ο άλλος εμφανίζεται τόσο επικίνδυνος ή τόσο αδύναμος –ή και τα δύο– που απειλεί τον εαυτό και πρέπει να ελέγχεται. Ένας φαύλος κύκλος ξεκινά: όσο περισσότερο ο άλλος υποτάσσεται, τόσο λιγότερο βιώνεται ως ένα ανθρώπινο υποκείμενο και τόσο μεγαλύτερη απόσταση πρέπει να πάρει ο εαυτός ή πρέπει να ασκήσει βία εναντίον του. Η επακόλουθη απουσία αποδοχής, στην πραγματικότητα ενός εξωτερικού κόσμου, αναπαράγει ολοένα το ίδιο. Αυτό που έχει πάντα υποτεθεί αλλά ποτέ ρητά εξηγηθεί είναι αυτή η ψυχολογική καταστροφή του άλλου, που αποτελεί συνθήκη για οποιαδήποτε ιδιαίτερη φαντασίωση κυριαρχίας» (σελ. 279).
Είναι η διεξοδικότερη ανάλυση που έχω διαβάσει για την μυστήρια σχέση αφέντη-δούλου που απολαμβάνουμε αισθητικά στο θεατρικό έργο τού Μπέκετ με τον άκρως υποδηλωτικό τίτλο «Περιμένοντας τον Γκοντό», μόνο που εκεί παρατηρείται μια εναλλαξιμότητα ρόλων, ανακουφιστική της κοινωνικής αδικίας, με βαθιά υπαρξιακό, φιλοσοφικό περιεχόμενο. Βεβαίως, ένα έργο μυθοπλασίας παρέχει περισσότερους βαθμούς ελευθερίας για ψυχοσωματική-νοητική επεξεργασία. Στο επιστημονικό μελέτημα ο λόγος είναι τρισδιάστατος και προς τούτο εύκολα υπονομεύσιμος.
Ομολογώ πως είναι η καλύτερη χαρτογράφηση των διεργασιών στο δι-υποκειμενικό πεδίο, όπου συγκρούονται αντίθετες δυνάμεις, όπως η ανάγκη για έξωθεν επιβεβαίωση και η ζωτική δίψα για ανεξαρτησία, αυτονομία, αποδέσμευση, απελευθέρωση, λύτρωση. Η μανιχαϊστική παλαιά αντίληψη των πολιτικοκοινωνικών διεργασιών οδήγησε και οδηγεί συχνά τη σκέψη σε διπολική φυλακή, απ’ όπου ακόμα και τα πλέον φωτισμένα πνεύματα δυσκολεύονται να αποδράσουν με μοναδικό όπλο την λογική. Αντίθετα, η ποίηση (με την γενικότερη έννοια του οράν και του θεάσθαι) παράγει αντισώματα, ενισχύει την ατομική και συλλογική αντοχή στην όποια παθογένεια και επιτρέπει τον μεταβολισμό των αρνητικών ενεργειών σε θετικές. Όμως αυτό είναι έξω από τα γνωστικά περιθώρια αυτού του αποστάγματος.
Στο θέμα της έμφυλης εξουσίας που παράγει βία όμως είναι καίρια η παρατήρηση (σελίδες 18-19) ότι «μια κύρια τάση στο φεμινισμό κατασκεύασε το πρόβλημα της κυριαρχικότητας σαν ένα δράμα της θηλυκής ευαλωτότητας που θυματοποιείται από την αρσενική επιθετικότητα». Η δραματοποιημένη νεορομαντική σχέση της Κάλλας ως θύματος ενός «μεγάλου έρωτα» με έναν άπιστο κυριαρχικό δυναμικό αρσενικό, που την «προδίδει» για να παντρευτεί μια άλλη (αρνούμενος να την «αποκαταστήσει», λες και η μεγαλύτερη ντίβα του κόσμου δεν ήταν αρκετά πλούσια, διάσημη κι ελεύθερη, καταξιωμένη μέσα της) είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι «ακόμα και οι πιο εκλεπτυσμένες διανοούμενες του φεμινισμού συχνά διστάζουν να αναλύσουν την υποταγή, από φόβο μήπως η παραδοχή της γυναικείας συμμετοχής στη σχέση της υποταγής θα μετατοπίσει φαινομενικά την ευθύνη από τους άντρες στις γυναίκες και την ηθική νίκη από τις γυναίκες στους άντρες. Γενικότερα, αυτή υπήρξε η αδυναμία της ριζοσπαστικής πολιτικής σκέψης: η εξιδανίκευση των καταπιεσμένων, λες και η πολιτική και η κουλτούρα τους παρέμειναν άθικτες από το σύστημα κυριαρχικότητας, λες και οι άνθρωποι δεν συμμετείχαν στη δική τους υποταγή» (σελ. 19).
Εδώ αναπτύσσεται με ιδιοφυή τρόπο το συζητήσιμο θέμα της ατομικής ευθύνης ως απόρροια της περίφημης «ελεύθερης βούλησης». Πόση ελευθερία επιλογής (και πόσοι από εμάς) διαθέτουμε, εφαρμόζουμε, προτάσσουμε, προτείνουμε, προτιμούμε, όταν «χτυπάει κόκκινο» το ένστικτο της επιβίωσης στον λεγόμενο «ερπετοειδή εγκέφαλο» στη βάση τού κρανίου μας, πάνω από τους αυτοματισμούς της σπονδυλικής στήλης; Ένα βιβλίο για πολλαπλές αναγνώσεις, συζητήσεις, περιπλανήσεις στον λαβύρινθο της συλλογικής πανανθρώπινης συνειδητότητας.
Ο «μίτος της Αριάδνης» υπάρχει, μόνον που δεν ανευρίσκεται μόνον στο ένα ημισφαίριο τού ανθρώπινου εγκεφάλου. Η ποίηση γεφυρώνει το λογικό με το ά-λογο (για να θυμηθούμε το έργο τού Dodds «Οι Έλληνες και το Παράλογο» στο οποίο παραπέμπει ο Σεφέρης). Η θεωρία από μόνη της δεν αρκεί. Η εποπτεία είναι κάτι γενικότερο, ολιστικό υπέρ-σύνολο, που συμπεριλαμβάνει με διεπιστημονικό, διακειμενικό τρόπο τις όποιες επιμέρους θεάσεις, ψηφίδες στο μωσαϊκό της διαχρονικής γνώσης. Ελλείπουσα/ υπολειπομένη συνειδητοποίηση/ επίγνωση.
 
*Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι δρ Θεατρολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: