Του Κώστα Βούλγαρη
ΣΤΕΛΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ, Ο
κόκκινος δάσκαλος. Ελεγεία για τον Νίκο Πλουμπίδη, διάρκεια 100΄
Για εβδομήντα χρόνια, το
καταληκτήριο δράμα του Νίκου Πλουμπίδη τροφοδοτούσε σιωπηρές πολιτικές ενοχές
και αντίστοιχες αμήχανες επιβεβαιώσεις, στα δύο βασικά ρεύματα της αριστεράς. Γιατί
δεν ήταν εύκολο να κεφαλαιοποιηθεί πολιτικά η στάση του. Ο άνευ όρων
κομματισμός του δεν μπορούσε να βρει αντιστοιχίες στην κουλτούρα της
ανανεωτικής αριστεράς, παρά μόνο στην απέναντι πλευρά, η οποία όμως ήταν δέσμια
των ενοχών της και δεν μπορούσε, ούτε αυτή, να τον οικειοποιηθεί.
Για μία ακόμη φορά ήρθε η τέχνη
να δώσει λύση σε αυτή τη χρόνια εμπλοκή. Η ταινία του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου,
αφήνοντας στην άκρη πολιτικές ισορροπίες, συμψηφισμούς και εύκολους
αναγωγισμούς, αφηγείται την όλη πολιτική διαδρομή του Πλουμπίδη, χωρίς να κρύβει
ή να «διαχειρίζεται» τίποτα, επιλύοντας τελικά αυτή τη μείζονα πολιτική
εκκρεμότητα. Και το κάνει επικεντρώνοντας στο πρόσωπο Πλουμπίδης, σκιαγραφώντας
την προσωπικότητά του, τη διαμόρφωσή του, φωτίζοντας έτσι τις πολιτικές
επιλογές του, την τόσο ανοίκεια και ανήκουστη τελική στάση του.
Αξιοποιώντας το αρχειακό υλικό,
με τη συμμετοχή και τον λόγο σύγχρονων ιστορικών (Βαγγέλης Καραμανωλάκης,
Ιωάννα Παπαθανασίου, Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Μενέλαος Χαραλαμπίδης), γείωσε τον
«περίπτωση Πλουμπίδη» μέσα στην ιστορική διαδρομή της αριστεράς, εντάσσοντας
τον ιστορικό λόγο μέσα στην κινηματογραφική αφήγηση, χωρίς διδακτισμούς και άγονους
επιστημονισμούς. Αυτή ήταν η πρώτη προϋπόθεση για να γίνει η ταινία, για να
υπερβεί δηλαδή το καταγραφικό επίπεδο ενός ντοκυμανταίρ.
Το δεύτερο, και απείρως «βαρύτερο
χαρτί» της ταινίας είναι η παρουσία και η αφήγηση του γιου, Δημήτρη Πλουμπίδη,
ο οποίος, ως παιδί, συμμετείχε στο πολιτικό δράμα και τελικά εισέπραξε όλο το
δραματικό φορτίο του. Κατάφερε όμως στην ταινία να μιλήσει ακριβώς ως το παιδί
που πάνω του απογράφησαν όλα αυτά, φωτίζοντας, μέσα από τις αποχρώσεις, μέσα
από τη δικιά του, εκ των πραγμάτων εξ αποστάσεως αλλά ταυτόχρονα τόσο άμεση
μαρτυρία, το πρόσωπο του πατέρα του.
Εν τέλει, ο Χαραλαμπόπουλος
κατάφερε να κάνει το αυτονόητο, το οποίο όμως είναι και το πιο δύσκολο, όταν
κανείς έχει να διαχειριστεί θέματα με τεράστιο ιστορικό βάρος: να αποφύγει να
συνθλιβεί και να κάνει μια δικιά του αφήγηση, με τη γλώσσα της τέχνης του.
Για να δούμε το μέτρο των
πραγμάτων, φτάνει να σκεφτεί κανείς πόσες εκατοντάδες λογοτεχνικά βιβλία, μεταξύ
αυτών και έργα των σημαντικότερων δημιουργών, απέτυχαν να αφηγηθούν τη δεκαετία
του 1940, ή τις ανάλογες ταινίες που απλώς κινηματογράφησαν μια πολιτική
αφήγηση, όπως ο «Άνθρωπος με το γαρύφαλλο» ή το ντοκυμανταίρ του ίδιου του
Χαραλαμπόπουλου για τον Γρηγόρη Λαμπράκη.
Μία από τις κορυφαίες στιγμές της
ταινίας είναι αυτή όπου ο ιστορικός Σπύρος Σακελλαρόπουλος επισημαίνει τη
μωραΐτικη καταγωγή του Πλουμπίδη, για να φωτίσει τη χειραφετημένη γείωσή του
στην κοινωνική πραγματικότητα, τη δυνατότητά του να την καθοδηγήσει με
αμεσότητα, με οργανικότητα θα έλεγα, σε αντίστιξη με την «εξωτερική» σχέση με
την κοινωνία μιας σειράς στελεχών που προέρχονται από την προσφυγιά, όπως ο
π.χ. ο Νίκος Ζαχαριάδης. Δεν πρόκειται για μια «κοινωνιολογική» κορώνα αλλά για
την ανάδειξη της μακράς ιστορικής διάρκειας, χωρίς την οποία δεν σκιαγραφείται
ένα τέτοιο πρόσωπο, που συμπύκνωσε τόσες ιστορικές και πολιτισμικές
παραμέτρους, απ’ την οποία διάρκεια και συμπύκνωση προκύπτει το αδιανόητο της
τελικής στάσης του.
Επίσης
ενδεικτική είναι η επιλογή του Πλάτωνα Ανδριτσάκη, η μουσική να μην αντλεί από
τα αναμενόμενα, φθαρμένα και αναδρομικά ηρωικά θέματα και μοτίβα, αλλά να
εμπλουτίζει την αφήγηση με ήχους και ύφος λειτουργικό και ενταγμένο στο ύφος
του κινηματογραφικού αποτελέσματος.
Και βέβαια η συγκινημένη αλλά όχι
συγκινησιακή αφήγηση του γιου, Δημήτρη Πλουμπίδη, η προσωπική έκθεσή του, το
τρέμουλο που ούτε για μια στιγμή δεν γίνεται ταραχή ή πόζα, η διαδρομή της
δικιάς του προσωπικής ζωής ως αποτέλεσμα των επιλογών του πατέρα του.
Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος
κατάφερε να τιθασεύσει και να εντάξει στην κινηματογραφική του φόρμα όλες αυτές
τις ακραία ισχυρές εντάσεις, και έτσι να υπερβεί το ιστορικό βάρος του θέματός
του. Μία μόνη παρατήρηση θα είχα να κάνω, στο πεδίο όπου δικαιούμαι να μιλήσω,
για την αφηγηματική δομή της ταινίας, η οποία έχει κάποια σημεία αμηχανίας,
αλλά αυτό αφορά μια παθολογία του συνόλου σχεδόν του «νέου ελληνικού
κινηματογράφου», όπου οι σκηνοθέτες είναι ταυτόχρονα και σεναριογράφοι (με
φωτεινή εξαίρεση φυσικά τον Θόδωρο Αγγελόπουλο).
Αν θελήσει κανείς να σκεφτεί την
«πολιτική σημασία» της ταινίας, θα δει ότι το κινηματογραφικό αποτέλεσμα δεν
επιτρέπει ούτε και σύγχρονες οικειοποιήσεις. Δείχνει, όμως, ότι οι ισχυρές
αφηγήσεις, καλλιτεχνικές ή άλλες, υπερβαίνουν χρόνιες πολιτικές εμπλοκές και
οχυρώσεις, θαμπώνουν τις βολονταριστικές αδράνειες, αναδεικνύουν τη
χειραφετημένη ιστορικότητα, ως πεδίο που μας προσφέρει μια γόνιμη αφετηρία, ένα
πεδίο σκέψης και στάσης για τη σύγχρονη αριστερά. Με τέτοιες αφηγήσεις, όλα τα
πράγματα, ακόμα και τα τεράστια σύγχρονα αδιέξοδα, αποδραματοποιούνται,
γίνονται απλούστερα, μαχητά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου