Του Κώστα Βούλγαρη
Ο Κώστας Φαρμασώνης ήταν ένας
αντι-καρυωτακικός καλλιτεχνικός χαρακτήρας. Έχοντας γεννηθεί στην επαρχία, στο
Καστρί Αρκαδίας, δεν τον φόβιζε το σύνδρομο της «Πρέβεζας», γιατί το
αντιμετώπιζε μπρεχτικά, με βάση τις θεατρικές σπουδές του. Άλλωστε, η πρώτη του
σκηνοθεσία είναι στο θέατρο που ίδρυσε ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ.
Αρκετές παραστάσεις του
ανέβηκαν στο Κ.Θ.Β.Ε, στο Ηρώδειο, στην Πειραιώς 131 κ.α., «Ο διάολος στη
μποτίλια. Παραμύθια της Μάνης για ενήλικες», παίχθηκε τρεις χρονιές στην Αθήνα
και άφησε εποχή, έκανε αδιανόητα πράγματα στο παιδικό θέατρο, όμως το
μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής του διαδρομής ήταν στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου
και, τα τελευταία χρόνια, στην πελοποννησιακή επαρχία.
Δεν επρόκειτο για έκπτωση,
ούτε όμως και για εξιδανίκευση κάποιας «αυθεντικής» επαρχιακής Ελλάδας, στη
θέση της εργατικής τάξης του Μπρεχτ. Με την πειθαρχία εκείνου, έκανε θέατρο
όπου βρισκόταν κάθε φορά. Με τις ίδιες απαιτήσεις.
Τα τελευταία χρόνια, έκανε
στο Άργος το ετήσιο Σεμινάριο Μπέρτολντ Μπρεχτ και, συνταξιούχος, σκηνοθετούσε κυρίως στη γενέτειρα περιοχή
του, στο Άστρος. Με ερασιτέχνες ηθοποιούς φυσικά, αλλά με τις ίδιες απαιτήσεις μαθητείας
και ποιότητας. Οι καθημερινές πρόβες του διαρκούσαν από 5 έως 6 ώρες...
Κατάφερε να μεταμορφώσει ανθρώπους
της επαρχίας, που δεν είχαν καμιά σχέση με το θέατρο, και να τους ανεβάσει στη
σκηνή με αξιώσεις. Τους έκανε, έστω και φευγαλέα, να βιώσουν την τέχνη.
Γνώριζε βέβαια πολύ καλά την
επαρχιακή μιζέρια, ήξερε πως, μετά την πρώτη, αμήχανη αποδοχή, κάποια στιγμή το
κύμα της μιζέριας θα γύριζε απέναντί του. Αλλά αυτό δεν τον πτοούσε. Δίπλα τα
χωριά μας, κάναμε πολύ παρέα, συζητούσαμε, έβλεπα κι εγώ το κύμα που ερχόταν
καταπάνω του, τον παρότρυνα να σταματήσει.
Δεν το συζητούσε. Ήταν
απόλυτος. Όχι μόνο γιατί, όπως λένε, ο σκηνοθέτης όσο ζει σκηνοθετεί, αλλά
γιατί ήταν σίγουρος για την τέχνη του και την επάρκειά του. Αλλά και για την
επάρκειά της, και τη σημασία της. Ακόμα κι όταν κάποια στιγμή έμεινε με δύο
μόνο ερασιτέχνες ηθοποιούς (τους καλύτερους της ομάδας του), ανέβασε το «Τάβλι»
του Κεχαΐδη, που έχει μόνο δύο πρόσωπα...
Και συνέχισε, ξαναστήνοντας
τον μικρό του θίασο, ανεβάζοντας παραστάσεις αξιοζήλευτες. Στην κύκνεια
θεατρική του πράξη, τις τελευταίες μέρες του 2024, ο ίδιος βρισκόταν στο
κρεβάτι του νοσοκομείου∙ οι ηθοποιοί του αμήχανοι και συγκινημένοι, οι θεατές
αναρωτιόντουσαν τι συμβαίνει.
Ήταν μια παράσταση που, με
τα λόγια του Καρυωτάκη, «έβλεπε τον ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν». Εκεί
πέθανε ο Φαρμασώνης, όπως το ήθελε. Στην τελευταία του παράσταση.
Υ.Γ. Το 2007, σαράντα χρόνια μετά την 21η Απριλίου, ένα
πολύ γνωστό αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό ζήτησε από ποιητές, πεζογράφους,
διανοούμενους, αλλά από και κάποια πολιτικά πρόσωπα, από ένα κείμενό τους, με την
ανάμνησή τους από εκείνη τη μέρα του 1967. Ένας αρκάς πολιτικός που του ζήτησαν
κείμενο, για να μην εκτεθεί, παρακάλεσε τον φίλο του Φαρμασώνη να του το γράψει
αυτός. Το έγραψε, και οι εκδότες του περιοδικού μου έλεγαν μετά, πόσο
εντυπωσιάστηκαν από το κείμενο του αρκάδος πολιτικού, και πως το θεωρούσαν το
καλύτερο του αφιερωματικού τεύχους...
Μόνο ο Φαρμασώνης μπορούσε
να το γράψει, μόνο αυτός μπορούσε να μας δώσει μια τέτοια εικόνα της επαρχιακής
Ελλάδας. Όχι γιατί δεν έφυγε ποτέ από την πατρώα γη, όπως λένε οι νοσταλγοί της
«αυθεντικότητας» και της κοινοτιστικής τοπικότητας, αλλά γιατί, ως πνευματικός
άνθρωπος, μας ήρθε από τη Βιέννη, απολύτως συμφιλιωμένος με την καταγωγή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου