Της Μαρίας Μοίρα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΗ, Χωριό Ποτέμκιν, Εκδόσεις Τόπος,
σελ. 476
Το
Βερολίνο, είναι η απρόσμενη κεντρική περσόνα στο σπονδυλωτό μυθιστόρημα του
Γιώργου Παναγή, που παρεισφρέει σε όλες τις αφηγήσεις καθορίζοντας το κλίμα και
την ατμόσφαιρά τους. Σε διάστημα εκατό χρόνων, από την εποχή της εύθραυστης Δημοκρατίας
της Βαϊμάρης μέχρι την δύστηνη εποχή της πανδημικής κρίσης που συντάραξε συθέμελα
όλο τον πλανήτη, η πόλη μετασχηματίζεται, μεταμφιέζεται, καταστρέφεται,
ανασυγκροτείται, διαιρείται, συνενώνεται. Αλλάζει διαδοχικά πρόσωπα και
προσωπεία, καθώς πορεύεται, διασχίζοντας τους έξη σταθμούς της εξέλιξής της στο
χρόνο, από το 1920 μέχρι σήμερα.
Η πρώτη ιστορία (1920), εγγράφεται στη σκοτεινή συγκρουσιακή επικράτεια του μεσοπολεμικού Βερολίνου, με την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα των καμπαρέ και την παραφορά ενός αχαλίνωτου διάχυτου ερωτισμού στο χώρο. Την πόλη που ζει τις αντιφάσεις της διχασμένη ανάμεσα στην ημερήσια και την νυχτερινή της εικόνα. Εύρυθμη, εύτακτη και προσγειωμένη τη μέρα, σπαράσσεται από τις κοινωνικοπολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις των φασιστών με τους κομμουνιστές και τις βίαιες αναμετρήσεις τους. Ακόρεστη, έκκεντρη και ανυπότακτη τη νύχτα απολαμβάνει με βουλιμία και πάθος μια ξέφρενη ηδονοθηρία και μια ενθουσιώδη απελευθέρωση από ενοχές, ταμπού, ηθικές αξίες και κοινωνικές δεσμεύσεις. Ένα ζευγάρι νέων, ο τραυματίας του Α. Παγκόσμιου Πολέμου που βασανίζεται από τους πόνους της χωλότητάς του και η επαρχιώτισσα νοσοκόμα σύντροφός του, παρασύρονται στη δίνη μιας παράξενης βραδιάς, όταν προσκαλούνται σε δείπνο από δύο αγνώστους, έναν απόστρατο ταγματάρχη και την ώριμη όμορφη σύζυγό του. Στο σπίτι του ζευγαριού με τους ετερόκλητους καλεσμένους αλλά και στο μυστικό καταγώγιο στη συνέχεια της βραδιάς, θα έρθουν αντιμέτωποι με την καρναβαλική νοσηρή ατμόσφαιρα και την εκτροχιασμένη ηδυπάθεια μιας πόλης, που κοιτάζει με προσδοκία προς ένα μέλλον, που θα έρθει να μεταμορφώσει τα πάντα.
Η δεύτερη ιστορία (1940) μας προσγειώνει στην εικόνα ερήμωσης του κατεστραμμένου Βερολίνου της ρωσικής κατοχής και του τέλους του Β. Παγκόσμιου Πολέμου που πλησιάζει. Στα ερείπια των βομβαρδισμένων κτιρίων κινούνται σαν φαντάσματα οι γυναίκες της πόλης, προσπαθώντας να επιβιώσουν, αυτές και τα παιδιά τους, από τις επιδρομές, την πείνα, το κρύο, τους βιασμούς και την κακομεταχείριση ή την καλοσύνη των Ρώσων στρατιωτών που έχουν καταλάβει την πόλη με την έπαρση του νικητή. Καθώς περιμένουν τους άντρες τους να γυρίσουν ηττημένοι από το μέτωπο, οι ανθρώπινες αντοχές τους εξαντλούνται και το ένστικτο της επιβίωσης τους υπαγορεύει να προσαρμοστούν στην αδυσώπητη πραγματικότητα.
Το Βερολίνο στην τρίτη ιστορία (1960) είναι μια διχασμένη εξαρθρωμένη πόλη, καθώς το Τείχος που την διαιρεί στα δύο, συμβολίζει τον έλεγχο, την επιτήρηση και τον αυταρχισμό της εξουσίας. Ο νεαρός σπουδαστής της Λ.Δ.Γ. που θα ερωτευτεί μια κοπέλα από το Δυτικό Βερολίνο και θα προσπαθήσει μάταια να καταφύγει σ’ αυτό, θα καταγγελθεί από τους συντρόφους του, θα φυλακιστεί και θα βασανιστεί χωρίς έλεος. Όταν η πόλη ενωθεί ξανά, θα ζήσει μετρημένα και ήσυχα, μοναχικός και καχύποπτος, χωρίς μνήμη, όνειρα και ελπίδες, χωρίς παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Στην τέταρτη ιστορία (1980), οι κάτοικοι της πόλης ζουν στην εποχή της αναγκαστικής τελειοθηρίας, να ασχολούνται αποκλειστικά και σχολαστικά με την αποκατάσταση των προσόψεων. Σε ένα καθεστώς γενικευμένων ψευδαισθήσεων, που αποθεώνει το «φαίνεσθαι», ψιμυθιώνουν την εξωτερική όψη των κτιρίων, των μνημείων και του ίδιου τους του εαυτού. Μάχονται τη σήψη, τη μούχλα, την αποσάθρωση, που αναδύονται από το βάθος της ύλης, υπονομεύοντας τη συλλογική φρεναπάτη.
Στην πέμπτη ιστορία (2000) η καθολική επιτακτική ανάγκη ευδαιμονικών απολαύσεων, η λατρεία της τεχνολογικής εξέλιξης, των ευφάνταστων ψηφιακών εφαρμογών και ο άκρατος καταναλωτισμός, θα οδηγήσουν σε μια ηθελημένη τύφλωση για τα επακόλουθα. Ο ήρωας εγκλωβισμένος στην ανάγκη του για προσωπική επιβεβαίωση, ευτυχία και επιτυχία, όταν έρθει αντιμέτωπος με την ζωική δύναμη ενός περήφανου πλάσματος της φύσης, την ομορφιά ενός αρσενικού ελαφιού, θα αναγκαστεί να αναμετρηθεί με τις επιλογές του και να αναθεωρήσει τη ζωή του.
Στην τελευταία ιστορία (2020), ένα ηλικιωμένο ζευγάρι ζει έγκλειστο στο σπίτι του εξαιτίας της πανδημίας. Θύματα των κανόνων προστασίας από τον κορωνοϊό, εξόριστοι από τις βεβαιότητες και τον τρόπο ζωής της νεότητας, αποδιωγμένοι από τους αστικούς τόπους, τα πάρκα, τα μνημεία, τις πλατείες που αγάπησαν. Απόβλητοι και παρίες στην ίδια τους την πόλη, θα κάνουν μια απεγνωσμένη τελική έξοδο.
Και ενώ ο φέρελπις συγγραφέας στο πρώτο του μυθιστόρημα στήνει ένα εύστροφο και ενδιαφέρον δίκτυο ιστοριών, στο οποίο εγγράφει τις πολυδαίδαλες καμπές της πόλης του Βερολίνου και της ευρωπαϊκής ιστορίας, εξιστορώντας με ποιητικό οίστρο και ενάργεια τα πάθη των ηρώων του. Και ενώ τις περισσότερες φορές οι περιγραφές των περιστατικών και των αστικών χώρων που υποδέχονται την δράση ή την υποκινούν, είναι εύστοχες και μεστές, καθώς δημιουργούν μια στέρεη εικόνα των έξη εκδοχών αστικότητας της πόλης. Κάποιες άλλες και χωρίς προφανή λόγο, υποτάσσεται στις σειρήνες μιας ακατάσχετης αναλυτικότητας και ενός ανεξέλεγκτου λεκτικού εντυπωσιασμού. Και τότε, οι σχοινοτενείς, συχνές επαναλήψεις σκέψεων, οι παραφράσεις, οι παραλλαγές, οι μικροαποκλίσεις αφηγηματικών ιδεών κουράζουν τον αναγνώστη και αποδυναμώνουν τη συνοχή του μυθιστορήματος.
Σ’ αυτήν την γραμμική χωρική ανάγνωση της ιστορικής διαδρομής της πόλης, οι κάτοικοι του Βερολίνου αναζητούν ένα μέλλον λαμπρό, πειστικό και ευοίωνο. Επιλογές ασφαλείς που θα εγγυώνται μια πρόοδο αταλάντευτη και καθολική. Και κάθε φορά, διαψεύδονται οικτρά, καθώς βιώνουν την κατάρρευση των μεγάλων πολιτικών ιδεών και οραμάτων του εικοστού αιώνα, των δημοκρατικών προσδοκιών και των αιτημάτων ελευθερίας και συναδέλφωσης. Το μέλλον, που προέλαυνε ολόλαμπρο στις λεωφόρους του φασιστικού Βερολίνου, στα μεσοπολεμικά όνειρα των Βερολινέζων και στις ουτοπικές μεσσιανικές αφηγήσεις όλων, δεν ήρθε στην πραγματικότητα ποτέ. Με την ανθρωπότητα να οπισθοδρομεί στο εφιαλτικό παρελθόν των αρχέγονων φόβων, των πολέμων, των πανδημιών, του πολιτικού αποπροσανατολισμού, των οξυμένων ταξικών αντιθέσεων και των μεγα-καταστροφών από την κλιματική κρίση.
Η πρώτη ιστορία (1920), εγγράφεται στη σκοτεινή συγκρουσιακή επικράτεια του μεσοπολεμικού Βερολίνου, με την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα των καμπαρέ και την παραφορά ενός αχαλίνωτου διάχυτου ερωτισμού στο χώρο. Την πόλη που ζει τις αντιφάσεις της διχασμένη ανάμεσα στην ημερήσια και την νυχτερινή της εικόνα. Εύρυθμη, εύτακτη και προσγειωμένη τη μέρα, σπαράσσεται από τις κοινωνικοπολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις των φασιστών με τους κομμουνιστές και τις βίαιες αναμετρήσεις τους. Ακόρεστη, έκκεντρη και ανυπότακτη τη νύχτα απολαμβάνει με βουλιμία και πάθος μια ξέφρενη ηδονοθηρία και μια ενθουσιώδη απελευθέρωση από ενοχές, ταμπού, ηθικές αξίες και κοινωνικές δεσμεύσεις. Ένα ζευγάρι νέων, ο τραυματίας του Α. Παγκόσμιου Πολέμου που βασανίζεται από τους πόνους της χωλότητάς του και η επαρχιώτισσα νοσοκόμα σύντροφός του, παρασύρονται στη δίνη μιας παράξενης βραδιάς, όταν προσκαλούνται σε δείπνο από δύο αγνώστους, έναν απόστρατο ταγματάρχη και την ώριμη όμορφη σύζυγό του. Στο σπίτι του ζευγαριού με τους ετερόκλητους καλεσμένους αλλά και στο μυστικό καταγώγιο στη συνέχεια της βραδιάς, θα έρθουν αντιμέτωποι με την καρναβαλική νοσηρή ατμόσφαιρα και την εκτροχιασμένη ηδυπάθεια μιας πόλης, που κοιτάζει με προσδοκία προς ένα μέλλον, που θα έρθει να μεταμορφώσει τα πάντα.
Η δεύτερη ιστορία (1940) μας προσγειώνει στην εικόνα ερήμωσης του κατεστραμμένου Βερολίνου της ρωσικής κατοχής και του τέλους του Β. Παγκόσμιου Πολέμου που πλησιάζει. Στα ερείπια των βομβαρδισμένων κτιρίων κινούνται σαν φαντάσματα οι γυναίκες της πόλης, προσπαθώντας να επιβιώσουν, αυτές και τα παιδιά τους, από τις επιδρομές, την πείνα, το κρύο, τους βιασμούς και την κακομεταχείριση ή την καλοσύνη των Ρώσων στρατιωτών που έχουν καταλάβει την πόλη με την έπαρση του νικητή. Καθώς περιμένουν τους άντρες τους να γυρίσουν ηττημένοι από το μέτωπο, οι ανθρώπινες αντοχές τους εξαντλούνται και το ένστικτο της επιβίωσης τους υπαγορεύει να προσαρμοστούν στην αδυσώπητη πραγματικότητα.
Το Βερολίνο στην τρίτη ιστορία (1960) είναι μια διχασμένη εξαρθρωμένη πόλη, καθώς το Τείχος που την διαιρεί στα δύο, συμβολίζει τον έλεγχο, την επιτήρηση και τον αυταρχισμό της εξουσίας. Ο νεαρός σπουδαστής της Λ.Δ.Γ. που θα ερωτευτεί μια κοπέλα από το Δυτικό Βερολίνο και θα προσπαθήσει μάταια να καταφύγει σ’ αυτό, θα καταγγελθεί από τους συντρόφους του, θα φυλακιστεί και θα βασανιστεί χωρίς έλεος. Όταν η πόλη ενωθεί ξανά, θα ζήσει μετρημένα και ήσυχα, μοναχικός και καχύποπτος, χωρίς μνήμη, όνειρα και ελπίδες, χωρίς παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Στην τέταρτη ιστορία (1980), οι κάτοικοι της πόλης ζουν στην εποχή της αναγκαστικής τελειοθηρίας, να ασχολούνται αποκλειστικά και σχολαστικά με την αποκατάσταση των προσόψεων. Σε ένα καθεστώς γενικευμένων ψευδαισθήσεων, που αποθεώνει το «φαίνεσθαι», ψιμυθιώνουν την εξωτερική όψη των κτιρίων, των μνημείων και του ίδιου τους του εαυτού. Μάχονται τη σήψη, τη μούχλα, την αποσάθρωση, που αναδύονται από το βάθος της ύλης, υπονομεύοντας τη συλλογική φρεναπάτη.
Στην πέμπτη ιστορία (2000) η καθολική επιτακτική ανάγκη ευδαιμονικών απολαύσεων, η λατρεία της τεχνολογικής εξέλιξης, των ευφάνταστων ψηφιακών εφαρμογών και ο άκρατος καταναλωτισμός, θα οδηγήσουν σε μια ηθελημένη τύφλωση για τα επακόλουθα. Ο ήρωας εγκλωβισμένος στην ανάγκη του για προσωπική επιβεβαίωση, ευτυχία και επιτυχία, όταν έρθει αντιμέτωπος με την ζωική δύναμη ενός περήφανου πλάσματος της φύσης, την ομορφιά ενός αρσενικού ελαφιού, θα αναγκαστεί να αναμετρηθεί με τις επιλογές του και να αναθεωρήσει τη ζωή του.
Στην τελευταία ιστορία (2020), ένα ηλικιωμένο ζευγάρι ζει έγκλειστο στο σπίτι του εξαιτίας της πανδημίας. Θύματα των κανόνων προστασίας από τον κορωνοϊό, εξόριστοι από τις βεβαιότητες και τον τρόπο ζωής της νεότητας, αποδιωγμένοι από τους αστικούς τόπους, τα πάρκα, τα μνημεία, τις πλατείες που αγάπησαν. Απόβλητοι και παρίες στην ίδια τους την πόλη, θα κάνουν μια απεγνωσμένη τελική έξοδο.
Και ενώ ο φέρελπις συγγραφέας στο πρώτο του μυθιστόρημα στήνει ένα εύστροφο και ενδιαφέρον δίκτυο ιστοριών, στο οποίο εγγράφει τις πολυδαίδαλες καμπές της πόλης του Βερολίνου και της ευρωπαϊκής ιστορίας, εξιστορώντας με ποιητικό οίστρο και ενάργεια τα πάθη των ηρώων του. Και ενώ τις περισσότερες φορές οι περιγραφές των περιστατικών και των αστικών χώρων που υποδέχονται την δράση ή την υποκινούν, είναι εύστοχες και μεστές, καθώς δημιουργούν μια στέρεη εικόνα των έξη εκδοχών αστικότητας της πόλης. Κάποιες άλλες και χωρίς προφανή λόγο, υποτάσσεται στις σειρήνες μιας ακατάσχετης αναλυτικότητας και ενός ανεξέλεγκτου λεκτικού εντυπωσιασμού. Και τότε, οι σχοινοτενείς, συχνές επαναλήψεις σκέψεων, οι παραφράσεις, οι παραλλαγές, οι μικροαποκλίσεις αφηγηματικών ιδεών κουράζουν τον αναγνώστη και αποδυναμώνουν τη συνοχή του μυθιστορήματος.
Σ’ αυτήν την γραμμική χωρική ανάγνωση της ιστορικής διαδρομής της πόλης, οι κάτοικοι του Βερολίνου αναζητούν ένα μέλλον λαμπρό, πειστικό και ευοίωνο. Επιλογές ασφαλείς που θα εγγυώνται μια πρόοδο αταλάντευτη και καθολική. Και κάθε φορά, διαψεύδονται οικτρά, καθώς βιώνουν την κατάρρευση των μεγάλων πολιτικών ιδεών και οραμάτων του εικοστού αιώνα, των δημοκρατικών προσδοκιών και των αιτημάτων ελευθερίας και συναδέλφωσης. Το μέλλον, που προέλαυνε ολόλαμπρο στις λεωφόρους του φασιστικού Βερολίνου, στα μεσοπολεμικά όνειρα των Βερολινέζων και στις ουτοπικές μεσσιανικές αφηγήσεις όλων, δεν ήρθε στην πραγματικότητα ποτέ. Με την ανθρωπότητα να οπισθοδρομεί στο εφιαλτικό παρελθόν των αρχέγονων φόβων, των πολέμων, των πανδημιών, του πολιτικού αποπροσανατολισμού, των οξυμένων ταξικών αντιθέσεων και των μεγα-καταστροφών από την κλιματική κρίση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου