15/12/24

Κόσμος «μετα-κανιβαλικός»

Νίκος Καναρέλης, ''Pillows'',2023, λάδι σε καμβά, 45 x 34 εκ.

Του Γιάννη Στρούμπα*
 
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, Ζαριά στο πιθάρι, εκδόσεις Θράκα, Λάρισα, σελ. 40
 
«[…] ποιο πουλί ανάβει τον Προμηθέα μέσα μου;», διερωτάται στο μότο της έκτης ποιητικής του συλλογής, με τον τίτλο Ζαριά στο πιθάρι, ο Αχιλλέας Κατσαρός, εκδηλώνοντας την ανάγκη μιας διάθεσης προστατευτικής κι απονομής δικαιοσύνης. Η διάθεση του ποιητικού αφηγητή απορρέει από τις αντίξοες συνθήκες που διαπιστώνει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Ο Κατσαρός χωρίζει τη συλλογή του σε τέσσερις ενότητες. Κάθε ενότητα προσδιορίζεται από την πόλη που αντιστοιχεί στις αναγραφόμενες γεωγραφικές συντεταγμένες. Οι πόλεις που ορίζουν τις τέσσερις ενότητες είναι το συμβολικού ονόματος Ντεντχορς (Deadhorse) της Αλάσκας, η Ιερουσαλήμ, η Λίμα και το Ηράκλειο Κρήτης. Σε όλες τις περιπτώσεις, το όποιο «θάμβος» «μυρίζει πτωμαΐνη».
Η Αλάσκα συνδέεται με την παγωνιά, κυριολεκτική ή μεταφορική, σε συνθήκες δίχως άλλη προοπτική: «Το πρώτο πράγμα, ξένε, σε τούτο τον τόπο είναι να καθαρίσεις το χιόνι. Μετά δεν μένει τίποτα αλλά κι αυτό δεν το γνωρίζω με βεβαιότητα». Η Ιερουσαλήμ είναι «νάρκη στα χέρια του θεού», μια «βόμβα» «που δεν αφήνει κανένα περιθώριο λάθους». Η Λίμα, αντιπροσωπεύοντας τη Λατινική Αμερική, με τα υψίπεδά της και τις πολιτειακές της περιπέτειες, αναζητά την ελευθερία («Ο ελεύθερος είναι μια έννοια σε υψίπεδα») σε σκηνικό «μετα-δημοκρατίας» («Όλες οι μετα-δημοκρατίες/ θα επιζήσουν ως αστυνομίες σκέψης»), όπου, όπως συμβαίνει με κάθε μεταμοντερνισμό, παράγονται ασάφεια και αφασία. Σε συνέχεια της «μετα-δημοκρατίας», ο Κατσαρός εντοπίζει στο Ηράκλειο και στο ιστορικό παρελθόν της Κρήτης παραδόσεις ιδανικές «Για τον ποιητή της μετα-κανιβαλικής γενιάς», η οποία, ενταγμένη στο ίδιο πλαίσιο, υποδηλώνει μάλλον εντεινόμενο κανιβαλισμό παρά υπέρβασή του, σχηματοποιώντας ένα εφιαλτικό σκηνικό δίχως καμιά δυνατότητα απόδρασης.
Ο εφιάλτης που πραγματεύεται ο Κατσαρός δεν εκτείνεται μόνο στον τόπο, αλλά ανάγεται και στη διαχρονία, καθώς από την ούτως ή άλλως διαρκώς ανοιχτή πληγή της Ιερουσαλήμ, ο ποιητής υπενθυμίζει και τη Σρεμπρένιτσα, το Γκουαντάναμο και τη Φαλούζα, και μάλιστα με ηχητική υπόκρουση τα ναζιστικά κολαστήρια των «Arbeit, arbeit» και «Schnell, schnell» («Κι άρχισαν όλες οι μαύρες φωνές να ουρλιάζουν/ Μέσα από τους φούρνους»). Εδώ ανακαλεί και τον τερατώδη Μινώταυρο, τον «Ενταφιασμένο στην Ιερουσαλήμ» αλλά και όπου γης, σε όποια εποχή: «Είμαι ο Μινώταυρος/ […] Είμαι η πατρίδα που δεν θα έχεις/ Σύννεφο που δεν θα βρέξει/ Μάρμαρο κόκκινο της Δήλου/ Ενταφιασμένο στην Ιερουσαλήμ».
Οι συνθήκες που πραγματεύεται ο ποιητής εγείρουν την αμφισβήτηση της ίδιας της Δημιουργίας, με όρους θεολογικούς. «Την έβδομη μέρα ορίζεσαι σπόρος και φυτεύεσαι στο χώμα. Τότε ρωτάς αν άξιζε ό,τι έπραξες», σε διερώτηση εύλογη, εφόσον η σπορά παράγει σάπιους καρπούς. Μιλώντας αλληγορικά διά των βιβλικών ιστοριών, ο Κατσαρός επανεκκινεί τη διαδικασία της ανθρώπινης πτώσης κι έκπτωσης απ’ τον Παράδεισο: «αρχίζει πάλι η πτώση του ανθρώπου// άγγιξε την κόλαση σου λέω/ είναι άσπρη και κρύα/ το χιόνι έκανε καλά τη δουλειά του». Ο σταυρός είναι πανανθρώπινος («Βρεθήκαμε κι εμείς πάνω στον σταυρό»), τα καρφιά πληγώνουν βαθιά. Οι εικόνες εναλλάσσονται διαδοχικά: οι ελιές στον κήπο των δακρύων, η κόλαση σαν μεγάλο ψάρι, οι μάγοι εκτός της πορείας τους. Τα ερωτήματα «πού ο άνθρωπος», «πού το φιλί» παλεύουν σε αγώνα άνισο να αντιμετωπίσουν την οδύνη. Στα υπαρξιακά ερωτήματα του Κατσαρού εμπεριέχεται η απελπισία: «Πες μου ο θεός πότε θα ’ρθει»· και «Ποια σήμαντρα και συναξάρια θα σε σώσουν;/ Ποιες νέες τραγωδίες;», με εμφανή την απογοήτευση του ποιητή.
Ο Κατσαρός ανάγει την αλληγορία στο κεντρικό μέσο της ποιητικής του έκφρασης. Βαφτίζει «Άδη» το παιδί που δεν μεγαλώνει ποτέ, προσδίδοντάς του μια επίπλαστη παιδικότητα, πίσω από την οποία χαίνουν ρωγμές θανάτου («Βυζαίνω όσες ρωγμές μπορώ και φεύγω πάνω στο ποδήλατο»). Παράλληλα ο ποιητής απογυμνώνει την ψυχή του, για να προσεγγίσει την πιο βαθιά γνησιότητα («Η αλληγορία στο σκοτάδι/ μετριέται με τη γύμνια»). Σχολιάζει την αφαίρεση ως βαθιά κατανόηση του «ανερμήνευτου» («Η αφαίρεση είναι ίσως μια διείσδυση/ στο ανερμήνευτο για να υφαρπάξεις τη δύση»), και την εφαρμόζει στην πράξη σε διατυπώσεις όπως η «Τι όμορφη αγέλη το φέρετρο το μοναχικό», όπου το απόφθεγμα, το οξύμωρο, η ειρωνεία συνυπάρχουν σε ποίηση πυκνή και βαθιά στοχαστική.
Η ανθρώπινη διαδρομή στα βάθη των αιώνων παραμένει συνεπώς, σύμφωνα με τον ποιητή, επώδυνη κι αδικαίωτη, αναπαράγοντας το κενό: «Είναι ένας μίτος που καταλήγει στο κενό». Σωστικά μέσα δεν υπάρχουν και η αυτοκαταστροφικότητα συντηρεί τις πληγές: «Και πόσο γευστικό είναι το αίμα των πληγών μας». Κάθε απόπειρα για μια καλή ζαριά ατυχεί, καθώς τα ζάρια χάνονται μέσα στο τεράστιο πιθάρι («Στους αιώνες κρυφτήκαμε μες στη μεγάλη πέτρα κι οι σκιές/ μας φαίνονται στο φως χαμένες ζαριές μες στο πιθάρι»). Κι ίσως το ίδιο αυτό πιθάρι να αποδεικνύεται η «μόνη κτήση» του ανθρώπου, το μνήμα του: «Μετά βγαίνεις στον κόσμο και δεν ξέρεις τι είσαι/ Μέχρι να επιστρέψεις στο μνήμα σου/ Αυτή ίσως είναι η μόνη κτήση μας». Η επιλογική επίκληση του Κατσαρού στον «Χόρχε» (στις σημειώσεις της συλλογής παρατίθεται παραπομπή στον ποιητή Χόρχε ντε Σένα) υποδεικνύει ενδεχομένως το μοναδικό καταφύγιο του χαμένου αυτού διαιώνιου παιχνιδιού: την ποίηση, την τέχνη.
 
*Ο Γιάννης Στρούμπας είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: