(στο Poor Things του
Γιώργου Λάνθιμου)
Του Μανώλη Γαλιάτσου*
Το αδιαμφισβήτητο σημείο υπεροχής για τον Γιώργο Λάνθιμο, από τις πολύ αρχές του ακόμη, ήταν το στέρεο και καθαρό αισθητικό του αποτύπωμα. Το γεωμετρημένο καδράρισμα των πλάνων του, η ισορροπημένη αρμονία στο εσωτερικό της σύνθεσής τους, χωρίς διόλου να λείπει το αναπάντεχο και το ξάφνιασμα απ’ αυτήν την εμφανή προσήλωσή του στην καλλιτεχνική αρτιότητα. Η συνολική εικαστική του μέριμνα, με δυο λόγια, αν καλούμασταν ίσως να το διατυπώσουμε επιγραμματικά. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, καμιά έκπληξη, ασφαλώς, δεν θα ήταν μικρότερη απ’ αυτήν που θα προέβλεπε ότι οι επιλογές ενός τέτοιου σκηνοθέτη δεν μπορεί παρά να τον οδηγούν, εκ του ασφαλούς σχεδόν, στον δρόμο του αισθητισμού. Αν όμως μια τέτοια πρόβλεψη δεν θα περιείχε ιδιαίτερη διακινδύνευση, η εκτίμηση για τη γενικότερη αξιολόγηση, ως προς τη σημασία και τη βαρύτητα του έργου, θα μπορούσε να γεννήσει βάσιμα ερωτηματικά. Με το Poor Things ο Λάνθιμος αγγίζει τα –μέχρι στιγμής;- όρια του αισθητισμού του. Ποιος όμως θα αμφέβαλε, ούτως ή άλλως, για τη δύναμη του οπτικού εντυπωσιασμού των εικόνων του;
Το κρίσιμο ζήτημα δεν βρίσκεται εκεί.
Και δεν χρειάζεται να επικαλεστούμε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν για να
συνειδητοποιήσουμε -εκ νέου- ότι όταν μια αισθητική υπηρετεί αποκλειστικά τον
εαυτό της, αυτό αποτελεί πράξη άμυνας γιατί δεν μπόρεσε να αποδεχτεί -και να
παρακολουθήσει- το κομβικό σημείο στην εξέλιξη της Τέχνης των δύο τελευταίων
αιώνων: Την εμφάνιση στο προσκήνιο των ανατρεπτικών αλλαγών, που έφερε η
δυνατότητα της τεχνικής αναπαραγωγής του έργου Τέχνης, μέσω της φωτογραφίας και
του κινηματογράφου. Αλλαγών, εφεξής, στον τρόπο, τη λειτουργία, την
επικοινωνία, την πρόσληψη και την κοινωνική
θέση της έννοιας του καλλιτεχνικού έργου. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να το
αντιληφθεί πλέον, εμπειρικά έστω, ο οποιοσδήποτε.
Ας τοποθετηθούμε λοιπόν, κατόπιν όλων αυτών, και ας το αποσαφηνίσουμε μια και
καλή: Ο αισθητισμός στο Poor Things υπηρετεί –μέχρι κεραίας- ένα
περιεχόμενο πλούσιο και πολυεπίπεδο, ιδιαίτερα δύσκολο στην προσέγγισή του και
πολυσχιδές στην ανάπτυξή του, αλλά, εξίσου βασικό: αυτό το καταφέρνει με τον
πιο λειτουργικό για το θέμα του και τον πιο ευανάγνωστο κινηματογραφικά τρόπο.
Και για να το πούμε ακόμη απλούστερα: ο Γιώργος Λάνθιμος με το Poor Things μας παραδίνει ένα πρωτότυπο, πολύσημο
και σπάνιας ομορφιάς έργο Τέχνης. Ξέροντας πώς να παίζει με τα -διαχρονικά και
σύγχρονα- στερεότυπα, αλλά, ακόμα περισσότερο, και πώς να τα ανατρέπει με τις
αναπάντεχες -ή και αινιγματικές-εικόνες του. Με τον απλό τρόπο του παιχνιδιού,
λοιπόν, και όχι της ενοχλητικής καλλιτεχνικής σοβαροφάνειας του «δημιουργού», ο
οποίος χρειάζεται να καταφεύγει στη ναρκισσιστική υπογράμμιση της
ιδιαιτερότητάς του, ως κάποιο αναγκαίο άλλοθι της καλλιτεχνικής του βαρύτητας.
Και τι άλλο σημαίνει αυτό από το ότι ο Λάνθιμος έχει φτάσει στο αξιοζήλευτο
σημείο να μπορεί, πριν απ’ όλους, να διασκεδάζει ο ίδιος με την άσκηση της Τέχνης
του, ήδη καθώς την οργανώνει και την πραγματοποιεί;
Δεν είναι, πράγματι, το πιο αυτονόητο
–ή και αναμενόμενο- να επιβάλεις, στην καρδιά του Χόλιγουντ, την αύρα μιας ευρωπαϊκής
αισθητικής, στην πιο ραφιναρισμένη της παράδοση, συνδυασμένης με την αντίληψη της
«πολιτικής του δημιουργού», δεδομένα πολύ
απομακρυσμένων από τις μέρες μας εποχών. Ο Κιούμπρικ –και προφανώς δεν τον αναφέρω τυχαία-, χρειάστηκε να εγκαταλείψει το Χόλιγουντ και
να μετακομίσει στην Αγγλία για να το επιτύχει αυτό. Εναλλασσόμενο ασπρόμαυρο
και έγχρωμο «φιλμ», «χειροποίητα» πλάνα με ζωγραφιστά ντεκόρ μαζί με τα
«πραγματικά», δημιουργημένες συνθέσεις χρωματισμένες επίσης στο χέρι,
διακριτική χρήση κυρτών και κοίλων φακών, ρομαντικός μουσικός μινιμαλισμός συχνά
τονικά αλλοιωμένος, τολμηρό, αλλά άκρως «αιτιολογημένο» αισθητικά ανακάτεμα
ιστορικών περιόδων, όπως τα φουτουριστικά, εναέρια τραμ-τελεφερίκ στη Λισαβόνα,
στο μεσουράνημα της Μπελ Επόκ (;) ή η σύγχρονη ηχητικά εκδοχή της ξέφρενης
ταραντέλας στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Αυτές είναι μερικές από τις
«διαφοροποιήσεις» που χρησιμοποιεί ο Λάνθιμος για ν’ αποδώσει την αφήγηση της
ιστορίας, αυστηρά νοηματοδοτημένες πάντα και θα δούμε αμέσως παρακάτω πώς και
γιατί. Στην πραγματικότητα, όμως, η ιστορία αποτελεί επί πλέον την κατάλληλη αφορμή
για να μπορεί να ξεδιπλώσει ο σκηνοθέτης, με τον πιο ακέραιο τρόπο, το προσωπικό
κινηματογραφικό του όραμα.
Μια νεαρή έγκυος γυναίκα αυτοκτονεί. Ένας εκκεντρικός επιστήμονας καταφέρνει να την επαναφέρει στη ζωή, αλλάζοντας το μυαλό της με το μυαλό του αγέννητου παιδιού της. Την κρατάει στο σπίτι του για να μπορεί να παρακολουθεί και να καταγράφει τη νευροψυχική και την πνευματική της εξέλιξη. Της αφιερώνει όλη την προσοχή και τη φροντίδα του· την ονομάζει Μπέλα και γίνεται η «κόρη» του.
Πώς; Μια νεαρή ερωτεύσιμη γυναίκα με το μυαλό ενός μωρού; Τι είδους στοίχημα έχει βάλει με το μέλλον αυτός ο «Νέος Πατέρας» του χρόνου και της επιστήμης του;
Για όσο η αφήγηση εκτυλίσσεται στο σπίτι του επιστήμονα και με επίκεντρο τη σχέση του με το «δημιούργημά» του, με εξαίρεση τα εμβόλιμα φλας μπακ, η ταινία είναι ασπρόμαυρη. Σαν να επισημαίνει ο Λάνθιμος μια κιβωτό της Ιστορίας, μέρος της οποίας είναι -ήδη προ πολλού- οι κινηματογραφικές της μνήμες, με όλη τη συνημμένη ιστορία των εικόνων της. Το χρώμα εμφανίζεται (και πάλι με μια εξαίρεση: τα ονειρικά πλάνα με τους τίτλους των κεφαλαίων)με το ταξίδι της Μπέλα για την εξερεύνηση του κόσμου - και την απαρχή της σεξουαλικής της μύησης από τον αμοραλιστή και ηδονιστή δικηγόρο. Το σημείο τομή όμως για την περαιτέρω εξέλιξη της ηρωίδας είναι η συνάντησή της, στο δεύτερο ταξίδι, για την Αλεξάνδρεια, με την αρχοντική γηραιά κυρία (επιβλητική Χάνα Σιγκούλα). Μέχρι τη συνάντηση αυτήν ο καθένας παίρνει από τη δυσλειτουργική Μπέλα ό,τι έχει πιο επιτακτικό μέσα του: Ο ανυπόμονος επιστήμονας το συναρπαστικό πείραμα. Ο ταπεινός και καλοκάγαθος βοηθός την πρωτόγονη αθωότητά της. Ο πανούργος δικηγόρος την ιδανική «άλαλη» ερωμένη, το πιο ονειρεμένο παιχνίδι που είχε ποτέ στα χέρια του για τις χωρίς όρια αισθησιακές επιδιώξεις του. Από τη στιγμή της συνάντησης και μετά, τα λόγια της Μπέλα αποκτούν αιφνίδια ένα απρόβλεπτο ποιητικό βάθος - το οποίο σύντομα εκβάλει στις πρώτες φιλοσοφικές ανησυχίες της.
Το σημείο κλειδί αυτής της μεταμόρφωσης φαίνεται να είναι η δυνατότητα αλογόκριτης επικοινωνίας με τη νεοσύστατη γνωριμία της. Έξω από τις διαρκείς -μέχρι τότε- απαγορεύσεις και προτροπές για τον καθωσπρεπισμό και με κατακτημένη, πλέον, τη γνώση του σώματός της και των ερωτικών της επιθυμιών, η ηρωίδα είναι έτοιμη για το επόμενο βήμα. Ο εραστής που παρατηρεί ανήσυχος την απώλεια των αποκλειστικών προνομίων του προσπαθεί να την επαναφέρει στον μόνο ρόλο –ραμμένο ακριβώς στα μέτρα του- που μπορεί να της αναγνωρίσει αδιαμαρτύρητα: αυτόν της αναντίρρητα πρόθυμης ερωμένης. Η παραμονή στο Παρίσι και η εργασία της στο πορνείο της δίνει τη δυνατότητα να μελετήσει την ανθρώπινη φύση και ν’ αφουγκραστεί τις τρέχουσες συγκυρίες, πράγμα που την οδηγεί αποφασιστικά στην ενίσχυση του κοινωνικού περιεχομένου των φιλοσοφικών και των πολιτικών της ενοράσεων. Το γόητρο του -μέχρι πρότινος- κυρίαρχου υπεραρσενικού, έρχεται η ώρα να γνωριστεί για πρώτη φορά με την άρνηση – και κάτω από το τρομερό βάρος της απόρριψης συντρίβεται και καταρρέει ολοσχερώς. Η ηρωίδα, ξεκινώντας απ’ το μηδέν της μνήμης και του πολιτισμού, ελεύθερη απ’ τις προκαταλήψεις τους και μπολιασμένη απ’ το ανήσυχο πνεύμα του «Δημιουργού-Πατέρα», έχει καταφέρει, στην απλή προσπάθειά της να ζήσει όπως η ίδια το αντιλαμβάνεται, να παραμερίσει τις συμβάσεις των συμπεριφορών κι έτσι να επισπεύσει τις εξελίξεις στον χρόνο.
Να έρθει γρηγορότερα το αύριο· να διευρυνθούν τα όρια: αυτό είναι το αφιονισμένο αίτημα του «τρελού επιστήμονα». Αυτού, του ανένδοτου ιδεαλιστή με το χαραγμένο, σαν χάρτης ηπείρου χωρισμένης σε χώρες, πρόσωπό του, που δεν εμφανίζεται μπροστά σε κόσμο για να μην είναι υποχρεωμένος ν’ αντικρίζει το αφόρητο γι’ αυτόν βλέμμα της αποστροφής. Και αν η ηρωίδα είναι το κεντρικό πρόσωπο όλης της ιστορίας, ο σημαδεμένος επιστήμονας αποδεικνύεται η ψυχή της. Δεν έχει επιλέξει τυχαία να τον προσφωνεί το δημιούργημά του, η Μπέλα, με το όνομα «Θεός». «Είστε θρήσκος;», ρωτάει τον βοηθό του. «Πιστεύω στον Θεό». «Σε μένα ή τον επουράνιο;». Κατά προφανή λόγο θεωρούμε ότι αυτό το αστείο του, ή αυτή του η πεποίθηση, ίσως, αντιστοιχεί στην ιδέα του Δημιουργού, καθώς, σαν άλλος Φρανκενστάιν, κατάφερε κι έδωσε νέα ζωή σ’ ένα νεκρό σώμα. Αυτό που καταλαβαίνουμε στο τέλος, όπως το καταλαβαίνει επίσης ο αθώος βοηθός αλλά και η απρόβλεπτη ηρωίδα, το δημιούργημά του, σε μια από τις πιο συγκινητικές και σημαντικές σκηνές της ταινίας, είναι ότι το σπουδαιότερο που αφήνει πίσω του δεν είναι η προσφορά μιας νέας ζωής. Αυτό που κυρίως (της) προσέφερε ήταν μια αποκαλυπτική, ολότελα καινούργια πραγματικότητα.
Και αυτό η ηρωίδα, μετά απ’ όλες τις περιπέτειες και τις αναζητήσεις της, μετά κι απ’ την ανακάλυψη της ζωής απ’ την οποία θέλησε κάποτε να ξεφύγει με την πράξη της αυτοκτονίας της, είναι κάτι που το έχει νιώσει και το έχει εννοήσει πολύ βαθιά. Αναγκασμένη – «σπρωγμένη» από τον Δημιουργό-Πατέρα- να επινοήσει απ’ το μηδέν τον εαυτό της, χωρίς κατασκευασμένες δεσμεύσεις από την εκπαίδευση και την αγωγή που προετοιμάζει τις μετριότητες, όπως θα του άρεσε εκείνου να το θέτει, η «κόρη» του έφερε πρόωρα, σε σχέση με τον ιστορικό χρόνο, τη σεξουαλική της απελευθέρωση, τη σοσιαλιστική ευαισθησία της κοινωνικής αλληλεγγύης, τον συμβολικό ευνουχισμό του πατριαρχικού, πάτρωνα-εραστή, το μοίρασμα των εμπειριών του φύλου της με την προσχώρησή της στον φεμινισμό, την προωθημένη ιδέα της κοινοβιακής –εντός γάμου- ζωής. Η διεύρυνση των ορίων για την οποία έδινε και τη ζωή του ο επιστήμονας, καθώς έγινε προσωπικό και κοινωνικό βίωμα για τη Μπέλα, ενίσχυσε την επιτάχυνση του πραγματικού χρόνου. Έτσι βρίσκει τη φυσιολογική του εξήγηση -και τη θέση του- το μπρος πίσω των περιόδων και των εποχών, γύρω απ’ το οποίο πλέκει τις ανάλογες αισθητικές επιλογές της η ταινία.
«Όλα όσα συμβαίνουν… είναι πολύ ενδιαφέροντα». Αυτά είναι τα τελευταία λόγια του ετοιμοθάνατου επιστήμονα προς τα δύο αγαπημένα του πρόσωπα. Η παρακαταθήκη που αφήνει έχει στρώσει τον καρπό της - και τώρα τα πράγματα περιμένουν στην κόψη, έτοιμα να εξελιχθούν. Αν είναι αλήθεια ότι κάποια στιγμή έρχεται το σημαδιακό έργο που μας αποκαλύπτει το πλήρες όραμα του δημιουργού του, τότε εξίσου αλήθεια είναι ότι το Poor Things δικαιώνει όλη τη μέχρι σήμερα πορεία του Γιώργου Λάνθιμου. Ο Λάνθιμος χειρίστηκε το θέμα εκείνο το οποίο περιέχει όλα όσα τον χαρακτηρίζουν και τον συνέχουν καλλιτεχνικά. Αλλά, πάνω απ’ όλα, βρήκε έναν ήρωα με το πνεύμα που διακρίνει τον παθιασμένο επιστήμονα - και μια ηρωίδα που πραγματοποιεί, με τον δικό της απρόσμενο τρόπο, τα τρελά οράματά του. Αυτή η «τύχη» του δημιουργού, όμως, δεν μπορεί να έρθει αν δεν έχει διαμορφώσει προηγουμένως ο ίδιος, «σαν έτοιμος από καιρό», το δικό του πλαίσιο για την αναγνώριση και την υπεράσπισή της όταν αυτή φανερωθεί. Γι’ αυτό, με πολύ λίγα λόγια, μπορούμε στο εξής απλώς να λέμε: το Poor Things είναι ένα έργο του σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου.
Του Μανώλη Γαλιάτσου*
Το αδιαμφισβήτητο σημείο υπεροχής για τον Γιώργο Λάνθιμο, από τις πολύ αρχές του ακόμη, ήταν το στέρεο και καθαρό αισθητικό του αποτύπωμα. Το γεωμετρημένο καδράρισμα των πλάνων του, η ισορροπημένη αρμονία στο εσωτερικό της σύνθεσής τους, χωρίς διόλου να λείπει το αναπάντεχο και το ξάφνιασμα απ’ αυτήν την εμφανή προσήλωσή του στην καλλιτεχνική αρτιότητα. Η συνολική εικαστική του μέριμνα, με δυο λόγια, αν καλούμασταν ίσως να το διατυπώσουμε επιγραμματικά. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, καμιά έκπληξη, ασφαλώς, δεν θα ήταν μικρότερη απ’ αυτήν που θα προέβλεπε ότι οι επιλογές ενός τέτοιου σκηνοθέτη δεν μπορεί παρά να τον οδηγούν, εκ του ασφαλούς σχεδόν, στον δρόμο του αισθητισμού. Αν όμως μια τέτοια πρόβλεψη δεν θα περιείχε ιδιαίτερη διακινδύνευση, η εκτίμηση για τη γενικότερη αξιολόγηση, ως προς τη σημασία και τη βαρύτητα του έργου, θα μπορούσε να γεννήσει βάσιμα ερωτηματικά. Με το Poor Things ο Λάνθιμος αγγίζει τα –μέχρι στιγμής;- όρια του αισθητισμού του. Ποιος όμως θα αμφέβαλε, ούτως ή άλλως, για τη δύναμη του οπτικού εντυπωσιασμού των εικόνων του;
Μια νεαρή έγκυος γυναίκα αυτοκτονεί. Ένας εκκεντρικός επιστήμονας καταφέρνει να την επαναφέρει στη ζωή, αλλάζοντας το μυαλό της με το μυαλό του αγέννητου παιδιού της. Την κρατάει στο σπίτι του για να μπορεί να παρακολουθεί και να καταγράφει τη νευροψυχική και την πνευματική της εξέλιξη. Της αφιερώνει όλη την προσοχή και τη φροντίδα του· την ονομάζει Μπέλα και γίνεται η «κόρη» του.
Πώς; Μια νεαρή ερωτεύσιμη γυναίκα με το μυαλό ενός μωρού; Τι είδους στοίχημα έχει βάλει με το μέλλον αυτός ο «Νέος Πατέρας» του χρόνου και της επιστήμης του;
Για όσο η αφήγηση εκτυλίσσεται στο σπίτι του επιστήμονα και με επίκεντρο τη σχέση του με το «δημιούργημά» του, με εξαίρεση τα εμβόλιμα φλας μπακ, η ταινία είναι ασπρόμαυρη. Σαν να επισημαίνει ο Λάνθιμος μια κιβωτό της Ιστορίας, μέρος της οποίας είναι -ήδη προ πολλού- οι κινηματογραφικές της μνήμες, με όλη τη συνημμένη ιστορία των εικόνων της. Το χρώμα εμφανίζεται (και πάλι με μια εξαίρεση: τα ονειρικά πλάνα με τους τίτλους των κεφαλαίων)με το ταξίδι της Μπέλα για την εξερεύνηση του κόσμου - και την απαρχή της σεξουαλικής της μύησης από τον αμοραλιστή και ηδονιστή δικηγόρο. Το σημείο τομή όμως για την περαιτέρω εξέλιξη της ηρωίδας είναι η συνάντησή της, στο δεύτερο ταξίδι, για την Αλεξάνδρεια, με την αρχοντική γηραιά κυρία (επιβλητική Χάνα Σιγκούλα). Μέχρι τη συνάντηση αυτήν ο καθένας παίρνει από τη δυσλειτουργική Μπέλα ό,τι έχει πιο επιτακτικό μέσα του: Ο ανυπόμονος επιστήμονας το συναρπαστικό πείραμα. Ο ταπεινός και καλοκάγαθος βοηθός την πρωτόγονη αθωότητά της. Ο πανούργος δικηγόρος την ιδανική «άλαλη» ερωμένη, το πιο ονειρεμένο παιχνίδι που είχε ποτέ στα χέρια του για τις χωρίς όρια αισθησιακές επιδιώξεις του. Από τη στιγμή της συνάντησης και μετά, τα λόγια της Μπέλα αποκτούν αιφνίδια ένα απρόβλεπτο ποιητικό βάθος - το οποίο σύντομα εκβάλει στις πρώτες φιλοσοφικές ανησυχίες της.
Το σημείο κλειδί αυτής της μεταμόρφωσης φαίνεται να είναι η δυνατότητα αλογόκριτης επικοινωνίας με τη νεοσύστατη γνωριμία της. Έξω από τις διαρκείς -μέχρι τότε- απαγορεύσεις και προτροπές για τον καθωσπρεπισμό και με κατακτημένη, πλέον, τη γνώση του σώματός της και των ερωτικών της επιθυμιών, η ηρωίδα είναι έτοιμη για το επόμενο βήμα. Ο εραστής που παρατηρεί ανήσυχος την απώλεια των αποκλειστικών προνομίων του προσπαθεί να την επαναφέρει στον μόνο ρόλο –ραμμένο ακριβώς στα μέτρα του- που μπορεί να της αναγνωρίσει αδιαμαρτύρητα: αυτόν της αναντίρρητα πρόθυμης ερωμένης. Η παραμονή στο Παρίσι και η εργασία της στο πορνείο της δίνει τη δυνατότητα να μελετήσει την ανθρώπινη φύση και ν’ αφουγκραστεί τις τρέχουσες συγκυρίες, πράγμα που την οδηγεί αποφασιστικά στην ενίσχυση του κοινωνικού περιεχομένου των φιλοσοφικών και των πολιτικών της ενοράσεων. Το γόητρο του -μέχρι πρότινος- κυρίαρχου υπεραρσενικού, έρχεται η ώρα να γνωριστεί για πρώτη φορά με την άρνηση – και κάτω από το τρομερό βάρος της απόρριψης συντρίβεται και καταρρέει ολοσχερώς. Η ηρωίδα, ξεκινώντας απ’ το μηδέν της μνήμης και του πολιτισμού, ελεύθερη απ’ τις προκαταλήψεις τους και μπολιασμένη απ’ το ανήσυχο πνεύμα του «Δημιουργού-Πατέρα», έχει καταφέρει, στην απλή προσπάθειά της να ζήσει όπως η ίδια το αντιλαμβάνεται, να παραμερίσει τις συμβάσεις των συμπεριφορών κι έτσι να επισπεύσει τις εξελίξεις στον χρόνο.
Να έρθει γρηγορότερα το αύριο· να διευρυνθούν τα όρια: αυτό είναι το αφιονισμένο αίτημα του «τρελού επιστήμονα». Αυτού, του ανένδοτου ιδεαλιστή με το χαραγμένο, σαν χάρτης ηπείρου χωρισμένης σε χώρες, πρόσωπό του, που δεν εμφανίζεται μπροστά σε κόσμο για να μην είναι υποχρεωμένος ν’ αντικρίζει το αφόρητο γι’ αυτόν βλέμμα της αποστροφής. Και αν η ηρωίδα είναι το κεντρικό πρόσωπο όλης της ιστορίας, ο σημαδεμένος επιστήμονας αποδεικνύεται η ψυχή της. Δεν έχει επιλέξει τυχαία να τον προσφωνεί το δημιούργημά του, η Μπέλα, με το όνομα «Θεός». «Είστε θρήσκος;», ρωτάει τον βοηθό του. «Πιστεύω στον Θεό». «Σε μένα ή τον επουράνιο;». Κατά προφανή λόγο θεωρούμε ότι αυτό το αστείο του, ή αυτή του η πεποίθηση, ίσως, αντιστοιχεί στην ιδέα του Δημιουργού, καθώς, σαν άλλος Φρανκενστάιν, κατάφερε κι έδωσε νέα ζωή σ’ ένα νεκρό σώμα. Αυτό που καταλαβαίνουμε στο τέλος, όπως το καταλαβαίνει επίσης ο αθώος βοηθός αλλά και η απρόβλεπτη ηρωίδα, το δημιούργημά του, σε μια από τις πιο συγκινητικές και σημαντικές σκηνές της ταινίας, είναι ότι το σπουδαιότερο που αφήνει πίσω του δεν είναι η προσφορά μιας νέας ζωής. Αυτό που κυρίως (της) προσέφερε ήταν μια αποκαλυπτική, ολότελα καινούργια πραγματικότητα.
Και αυτό η ηρωίδα, μετά απ’ όλες τις περιπέτειες και τις αναζητήσεις της, μετά κι απ’ την ανακάλυψη της ζωής απ’ την οποία θέλησε κάποτε να ξεφύγει με την πράξη της αυτοκτονίας της, είναι κάτι που το έχει νιώσει και το έχει εννοήσει πολύ βαθιά. Αναγκασμένη – «σπρωγμένη» από τον Δημιουργό-Πατέρα- να επινοήσει απ’ το μηδέν τον εαυτό της, χωρίς κατασκευασμένες δεσμεύσεις από την εκπαίδευση και την αγωγή που προετοιμάζει τις μετριότητες, όπως θα του άρεσε εκείνου να το θέτει, η «κόρη» του έφερε πρόωρα, σε σχέση με τον ιστορικό χρόνο, τη σεξουαλική της απελευθέρωση, τη σοσιαλιστική ευαισθησία της κοινωνικής αλληλεγγύης, τον συμβολικό ευνουχισμό του πατριαρχικού, πάτρωνα-εραστή, το μοίρασμα των εμπειριών του φύλου της με την προσχώρησή της στον φεμινισμό, την προωθημένη ιδέα της κοινοβιακής –εντός γάμου- ζωής. Η διεύρυνση των ορίων για την οποία έδινε και τη ζωή του ο επιστήμονας, καθώς έγινε προσωπικό και κοινωνικό βίωμα για τη Μπέλα, ενίσχυσε την επιτάχυνση του πραγματικού χρόνου. Έτσι βρίσκει τη φυσιολογική του εξήγηση -και τη θέση του- το μπρος πίσω των περιόδων και των εποχών, γύρω απ’ το οποίο πλέκει τις ανάλογες αισθητικές επιλογές της η ταινία.
«Όλα όσα συμβαίνουν… είναι πολύ ενδιαφέροντα». Αυτά είναι τα τελευταία λόγια του ετοιμοθάνατου επιστήμονα προς τα δύο αγαπημένα του πρόσωπα. Η παρακαταθήκη που αφήνει έχει στρώσει τον καρπό της - και τώρα τα πράγματα περιμένουν στην κόψη, έτοιμα να εξελιχθούν. Αν είναι αλήθεια ότι κάποια στιγμή έρχεται το σημαδιακό έργο που μας αποκαλύπτει το πλήρες όραμα του δημιουργού του, τότε εξίσου αλήθεια είναι ότι το Poor Things δικαιώνει όλη τη μέχρι σήμερα πορεία του Γιώργου Λάνθιμου. Ο Λάνθιμος χειρίστηκε το θέμα εκείνο το οποίο περιέχει όλα όσα τον χαρακτηρίζουν και τον συνέχουν καλλιτεχνικά. Αλλά, πάνω απ’ όλα, βρήκε έναν ήρωα με το πνεύμα που διακρίνει τον παθιασμένο επιστήμονα - και μια ηρωίδα που πραγματοποιεί, με τον δικό της απρόσμενο τρόπο, τα τρελά οράματά του. Αυτή η «τύχη» του δημιουργού, όμως, δεν μπορεί να έρθει αν δεν έχει διαμορφώσει προηγουμένως ο ίδιος, «σαν έτοιμος από καιρό», το δικό του πλαίσιο για την αναγνώριση και την υπεράσπισή της όταν αυτή φανερωθεί. Γι’ αυτό, με πολύ λίγα λόγια, μπορούμε στο εξής απλώς να λέμε: το Poor Things είναι ένα έργο του σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου.
Γιώργος Αλεξανδρίδης, Χωρίς τίτλο, 2021-2022, λεπτομέρεια εγκατάστασης από κεραμικά πιάτα, εφυαλωμένα κεραμικά, μολύβια και μελάνια κεραμικής |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου