25/3/23

Η ποιητική της Μνημοσύνης

Της Τζίνας Πολίτη*

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Η Νικηταρού, που τη λένε και Μπετίνα, εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 258

Σαν βγεις στον πηγαιμό για τα Δολιανά…

Στη μελέτη Ιδιότυπα Παρελθόντα: Το «εγώ» στη γραφή της ιστορίας, ο Enzo Traverso διακρίνει ανάμεσα στη Σχολή της γνώσης του παρελθόντος με βάση την έκθεση εμπειρικών αποδείξεων και την ορθολογική περιγραφή του, και τη Σχολή εκείνη όπου η εισβολή της μνήμης αποτελεί ένα νέο αντικείμενο έρευνας. Σύμφωνα με αυτή, το Αρχείο παραμένει διαχρονικά ανοιχτό στο βλέμμα του εκάστοτε ερευνητή. Η υποκειμενική αντίληψη του παρελθόντος, οι επιστολές, οι εικόνες, οι θρύλοι της γενέθλιας γης, η προφορική ιστορία, οι μαρτυρίες, αλλά και η αφηγηματική διάκριση μεταξύ του πρώτου και τρίτου προσώπου, έρχονται να διαμορφώσουν τη νέα αυτή αντίληψη γνώσης και ενσυναίσθησης του παρελθόντος.[1]
Με βάση την αναγνωστική μου υπόθεση, που αφορά στην Ποιητική της Μνημοσύνης, υποστηρίζω πως Η Νικηταρού, που τη λένε και Μπετίνα ανήκει στη δεύτερη σχολή. H Μνημοσύνη, ερωμένη του Δία, γέννησε τη μούσα της ιστορίας, Κλειώ, το όνομά της οποίας προέρχεται από το ρήμα «κλέω» που σημαίνει αφηγούμαι.[2] Θα παρατηρήσουμε, όπως άλλωστε μας προειδοποιεί ο τίτλος του βιβλίου, ότι καθώς ρέει ο ιστορικός χρόνος, η Κλειώ υφίσταται διάφορες μετονομασίες. Στις πρώτες φράσεις του κειμένου, ο αφηγητής περιγράφει τα χαρακτηριστικά της ηρωίδας του: «Θα σας αφηγηθώ τον βίο και την πολιτεία μιας όμορφης και μοιραίας γυναίκας που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό της Αρκαδίας». Το όνομα της γυναίκας είναι Ελισάβετ. Αυτή είναι η πρώτη μετονομασία της Μπετίνας.
Ωστόσο, σε κάποιο σημείο, ο ίδιος ο αφηγητής αναρωτιέται: «Ποια Μπετίνα; (245). Ήταν αυτές οι συνεχείς μετονομασίες που με οδήγησαν στην υπόθεση εργασίας, πως η δομή του κειμένου βασιζόταν σε έναν ατέρμονο διακειμενικό ιστό αφηγήσεων. Πράγματι. Σαν βγεις στον πηγαιμό για τα Δολιανά, αναπόφευκτα από τη μνήμη της βιβλιοθήκης σου αναδύονται τα δύο ιδρυτικά κείμενα του διακειμενικού ιστού: το Χρονικόν του Μορέως και Η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ του Άγγελου Τερζάκη. Παραθέτω: «Θέλω να σε αφηγηθώ αφήγησιν μεγάλην/ κι αν θέλης να με ακροαστής, ελπίζω να σ’ αρέση» [3]
Στο Χρονικό, περιλαμβάνεται Η Παράδοσις του Κάστρου της Αρκαδιάς, αναφέρεται επίσης η πριγκίπισσα Ζαμπέα, «όπου είχεν του ρηγός ο υιός ομόζυγον γυναίκα».[4] Το δε κυριότερο, κατά τη γνώμη μου, διακειμενικό ίχνος αφορά στην αποτρόπαια πράξη του αποκεφαλισμού: «Τον Κουραδίνον έπιασαν, την κεφαλήν του εκόψαν/ Στο ξίφος γαρ του κονταριού την κεφαλήν του ήφεραν/ και του ρηγός την ήφεραν κ’ επροσκομίσανέ την».[5] Παρόμοια, στη Νικηταρού, διαβάζουμε για τους πουλημένους ρηγάδες και λακέδες της εποχής μας, που προσκόμισαν την κομμένη κεφαλή του προδομένου, ένδοξου ηγέτη της αντίστασης, Άρη Βελουχιώτη, αλλά και του καπετάνιου του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ Νικηταρά (σ. 58-70, 205).
Το δεύτερο διακειμενικό ίχνος αφορά στα καθέκαστα του βίου της Κυράς του Μορέως, Ισαβέλλας, και σε εκείνα της Πριγκηπέσσας Ιζαμπώ του Άγγελου Τερζάκη, συντοπίτη του Βούλγαρη, για τον οποίο γράφει: «Δεν είναι νομίζω χωρίς σημασία τη στιγμή όπου ο Άγγελος Τερζάκης, στο δεόντως ταυτοτικό γι’ αυτόν μυθιστόρημά του Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, μεταμφιεσμένος σε Νικηφόρο Σγουρό, κυνηγημένος και μόνος του, αυτός και τ’ άλογό του, διατρέχει τις στράτες του Μορέως και ανακαλεί την αντίστοιχη εμπειρία και περιγραφή του Κολοκοτρώνη ως διωκόμενου κλέφτη» (σ. 95).
Όμως, δεν είναι μόνο η αντιστοιχία με τον Κολοκοτρώνη που μετρά. Είναι και το κριτικό βλέμμα του Τερζάκη πάνω στους χαλεπούς καιρούς μας: «Θα σας ανιστορίσω ένα παλαιό χρονικό, του ευγενικόπουλου Νικηφόρου Σγουρού από τ’ Ανάπλι, πως ξέκοψε κατατρεγμένο από την πατρίδα… Είναι μακρυνοί οι καιροί που θέλω ν’ αναστήσω, σβύστηκαν οι φωνές που τους τραγουδούσαν, κι’ από τα κόκκαλα των ανθρώπων που έζησαν δεν έχει απομείνει μηδέ σκόνη. Όμως εγώ, κλέρης φτωχός κ’ εξόριστος σε τούτον τον αιώνα, θα κάνω ό, τι μου είναι βολετό για να σας ευχαριστήσω, δίνοντας φωνή στ’ αμίλητα».[6]
Είναι ακριβώς αυτά τα «αμίλητα» που φέρνει στο φως το πολυφωνικό κείμενο του Κώστα Βούλγαρη. Όμως, προκειμένου ν’ ακούσουμε τη φωνή τους, πρέπει να επιστρέψουμε στην Μπετίνα και να ιχνηλατήσουμε τις μετονομασίες που υφίσταται στη διάρκεια των αιώνων. Γιατί η Κλειώ, ή Μπετίνα, λειτουργεί στο κείμενο ως figura, ως μεταφορά της χειραφέτησης, της αντίστασης, της εξέγερσης και της επανάστασης του λαού μας.
Έτσι, ως Ελισάβετ, ηγείται μιας ομάδας γυναικών που συμμετέχουν με το δικό τους τρόπο σε μάχη και νίκη κατά των Οθωμανών (σ. 11). Στη συνέχεια, μετονομάζεται σε «Νικηταρού», χάρη στο γεγονός πως μια γυναίκα, πρώιμη κομμουνίστρια, καθώς περνούσε η βασιλική άμαξα, έπεσε μπρος στους τροχούς, κράζοντας «νι-κη-νο-ρά» ή νι-κη-μαρά … με συνέπεια να καταπατηθεί από τα άλογα και να εκπνεύσει ακαριαίως». Λέχτηκε «ότι η φράση ήταν ‘νικη - νο - ρουά’ ή ‘νίκη - Μαρά’ και ότι σχετίζεται με την Κομμούνα των Παρισίων» (σ. 34-35). Μήπως το συμβάν αυτό μας παραπέμπει και σε μια άλλη Ελισάβετ, την Ελισάβετ Λομακά, γιος της οποίας ήταν ο γάλλος ποιητής Andrea Chenier, που καρατομήθηκε την περίοδο της τρομοκρατίας της γαλλικής επανάστασης;[7]
Έπεται η «Εξέγερση του Νερού». Εδώ, η Μπετίνα ταυτίζεται με την εξαθλιωμένη, υποδουλωμένη αγροτιά των Δολιανών που ξεσηκώθηκε ενάντια «στο φεουδαρχικό μοντέλο, που ήθελε μεγάλες εκτάσεις στην εξουσία της μονής και των προυχόντων» (σ. 55-56). Σύντομα, θα μεταμορφωθεί σε μπολσεβίκα, δεδομένου ότι «μετά το ’17 πολλοί νέοι και νέες της εποχής αρχίσαμε να βλέπουμε με συμπάθεια τον κουμμουνισμό και το κόμμα» (σ. 54 ). Κατόπιν, ως φοιτήτρια, φεύγει για σπουδές στη Γερμανία. «Είναι η εποχή που η Δημοκρατία της Βαïμάρης πνέει τα λοίσθια και ίσως να ενεπλάκη στις πολιτικές ταραχές … γιατί βρέθηκε νεκρή σ’ ένα σοκάκι κοντά στην Αλεξάντερπλατς» (σ. 58). Μήπως πήρε τότε το όνομα της δολοφονημένης Ρόζας;
Η Μπετίνα μπορεί να πεθαίνει, αλλά πάλι ανασταίνεται. Χρόνια μετά, την εποχή της χιτλερικής κατοχής, τη συναντάμε αντάρτισσα στα βουνά. Είναι, πιστεύω πρόδηλο πως οι μετονομασίες της αντιστοιχούν στις διαχρονικές αλλαγές που επέφερε ο χρόνος στην οικονομική, πολιτική, και πολιτισμική ιστορία του τόπου μας: από την Ενετοκρατία, στην επανάσταση του ΄21, στη σύσταση του ελληνικού κράτους, στον Βενιζέλο, στη Μικρασιατική καταστροφή, στους δύο παγκόσμιους πολέμους, στη χούντα του Μεταξά, στον εμφύλιο, στη Μακρόνησο, στη χούντα του Παπαδόπουλου, στη Μεταπολίτευση, «στο κραχ του χρηματιστηρίου», για να ακολουθήσει μετά «η κρίση και τα μνημόνια» (σ. 142).
H οικονομική πολιτική της αντιπαροχής καταστρέφει την ομορφιά της φύσης και των παραδοσιακών χωριών, μετατρέποντάς τα σε μπαρόκ σκηνικό. Ο τουρισμός, ως κύρια πηγή εσόδων του κράτους, μετατρέπει άρδην την καθημερινότητα των πολιτών. Τα παραπάνω συνοψίζουν μερικά από τα συμβάντα που διαδραματίζονται στο χρόνο του αφηγήματος, και προκαλούν τις μετονομασίες της Μπετίνας. Οι δρώντες, όπως προκύπτει στον χρόνο της αφήγησης, δεν είναι φανταστικοί χαρακτήρες μιας κάποιας μυθοπλασίας. Είναι επώνυμα ιστορικά υποκείμενα. Ο λόγος του αφηγητή, όπως σημειώσαμε, είναι σε πρώτο πρόσωπο. Για όσα δεν εμπίπτουν στο χρόνο της δικής του εμπειρίας, ανατρέχει σε πηγές, παραθέτει εδάφια από ιστορικές μελέτες, από εφημερίδες και γραπτές μαρτυρίες της εποχής, σε δημοτικά τραγούδια και θρύλους. Χάρη σε αυτά τα παραθέματα, η ιστορία της γλώσσας μας γίνεται και αυτή μέρος του διακειμενικού ιστού.
Στο σημείο αυτό, θέτω στον εαυτό μου το εξής ερώτημα: σε ποιο αφηγηματικό είδος θα μπορούσα να κατατάξω αυτό το αφήγημα; Παρατηρώ, ότι ο αφηγητής, σε πρώτο πρόσωπο, μας εξιστορεί τις προγονικές ρίζες και την ιστορία της οικογένειας Βούλγαρη. Αυτές οι πληροφορίες, λειτουργούν ως τεκμήριο επαλήθευσης. Σε ό,τι αφορά σε συμβάντα που αφορούν στον δικό του βίο, ο ίδιος μας πληροφορεί πως σκηνοθετεί τον εαυτό του «ως λογοτεχνικό χαρακτήρα», ενώ κατατάσσει το κείμενό του στο είδος της πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας (σ. 190). Δεν διαφωνώ, όμως για μένα ταιριάζει και με το είδος του ντοκουμέντου.
Παρατηρώ, ότι στον διακειμενικό ιστό παρατίθενται κείμενα επώνυμων, υπαρκτών συγγραφέων, στα έργα των οποίων αναφέρονται τα ίδια ιστορικά συμβάντα που προκαλούν τις μετονομασίες της Μπετίνας: ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος (σ. 126),ο Γιάννης Πάνου (σ. 62, 157), ο Τάκης Σινόπουλος (σ. 144, 246), ο Θανάσης Βαλτινός (σ. 175), Βάρναλης, άλλοι και άλλες. Στη λίστα προστίθενται και ονόματα πανεπιστημιακών και διανοουμένων. Επιλεκτικά, του Άγγελου Ελεφάντη, του Αριστείδη Μπαλτά, του Κώστα Γαβρόγλου, του Παναγιώτη Νούτσου, του Μάριο Βίττι (ας αναπαύεται η ψυχή του) της Τζίνας Πολίτη (σ. 170-71). Η αναφορά του ονόματός μου με έπεισε πως δικαίως κατέταξα το βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη και στο είδος του ντοκουμέντου.
Ας επιστρέψουμε τώρα στη Μπετίνα. Ποια Μπετίνα; Παρατηρώ, ότι, παρά τις μετονομασίες της και το μυστήριο που την περιβάλλει στον χωροχρόνο του αφηγήματος, διατηρεί πολύ στενές σχέσεις με τον αφηγητή, στο βαθμό που ο χρόνος του αφηγήματος να συμπίπτει με τον χρόνο της αφήγησης. Έτσι, μια χειμωνιάτικη μέρα, τους συναντάμε στα Δολιανά να συνομιλούν, καθισμένοι μπροστά στο αναμμένο τζάκι:

«Ωραία δεν είμαστε»;
«Ωραία είναι.»
«Σκέφτομαι αν είσαι όντως η Ιστορία»
«Τι άλλο θα μπορούσα να είμαι;» (σ. 178
Είναι η θυγατέρα της Μνημοσύνης, Κλειώ, που τους ενώνει.

Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου τιτλοφορείται «Εκδρομή». Εκεί, με αφετηρία τα Δολιανά, ο αφηγητής, αναθυμάται όλα όσα μας εξιστόρησε στον χρόνο του αφηγήματος. Ταυτόχρονα, καθισμένος σε ένα Ι.Χ με την Μπετίνα, χαμογελαστή, «στο κάθισμα του συνοδηγού» (σ. 250), συνεχίζει να γράφει για τα όσα έρχονται μετά το Χρονικόν του Μορέως (που ακόμα δεν έχει σιδηρόδρομο...) μέχρι τις μέρες μας. «Ως ατέρμων κοχλίας», η ιστορία της Μούσας Μπετίνας είναι μια ιστορία «χωρίς αρχή και τέλος» (σ. 250). Ας θυμηθούμε εδώ τον Άγγελο της Ιστορίας, του Μπέντζαμιν.
Η μούσα Κλειώ δεν πρόκειται ποτέ να μας εγκαταλείψει. Το επιβεβαιώνει ο διακειμενικός ιστός. Το θέμα είναι εμείς τι κάνουμε.

*Η Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη καθηγήτρια ΑΠΘ

[1] Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2021.Βλέπε Κεφάλαια «Γραφή σε τρίτο πρόσωπο», «Εγώ-ιστορία».
[2] Λεξικό Δημητράκου.
[3] Το Χρονικόν του Μορέως, ΑΡΧΑΙΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΔΗΜ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ Α.Ε 1940, σ. 5
[4]Ό.π., σ. 289.
[5] Στο ίδιο, σ. 287.
[6] Άγγελου Τερζάκη, Η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας,1997
[7] Παναγιώτης Κουνάδης, «Από την Ελισάβετ Σοντι Λομακά στον Σωκράτη Μαλαμά», Μνήμες τεχνών, θραύσματα Ιστορίας, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, νήσος, 2021.

Κλεοπάτρα Τσαλή, Arrangement No.4 (λεπτομέρεια), 2022-2023, πηλός, μέταλλο, γυαλί,
αποξηραμένα φυτά, σπάγκος, τάματα, 2,17 x 81 x 61 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: