Πώς οδηγήθηκε ο ποιητής στην «πολιτική ανθρωπολογία»
Του Παναγιώτη Νούτσου*
Πριν από λίγο συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη γέννηση του Λειβαδίτη. Ο Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) εμφανίσθηκε ως ποιητής στα Ελεύθερα Γράμματα το 1946, ενώ δύο χρόνια νωρίτερα (φοιτητής της Νομικής) φυλακίστηκε για τη συμμετοχή του στην εαμική Αντίσταση (μέσω της ΕΠΟΝ) και στα «Δεκεμβριανά». Σε τι συνίσταται αυτή η στράτευση; Ο τρόπος κατανόησης του «φασισμού» και της συγκρότησης του «αντιφασιστικού μετώπου» αποτελούσε μία από τις κυριότερες πηγές διαμόρφωσης της φυσιογνωμίας του ΚΚΕ, τόσο κατά την επιθετική του στάση στην τακτική «πανφασισμού» όσο ιδίως στην εκδίπλωση της πρωτοβουλίας του «αντιφασιστικού μετώπου» και του ΕΑΜ.
Θα σταθώ εδώ στον τρίτο τόμο της Ποίησης (1938, 31991) που περιλαμβάνει ποιήματα των ετών 1979-1990, κινείται στην ίδια τροχιά σημαίνοντος και σημαινομένου, δηλαδή δεν εμφανίζεται κάποια ριζικά νέα περίοδος της ποιητικής δημιουργίας του Λειβαδίτη, εφόσον και τώρα διαγράφεται ευκρινώς η «πολιτική με επίκεντρο την ανθρωπολογία και την υπέρβαση». Η μόνη διαφορά έγκειται στον βαθμό έντασης που συναρθρώνονται οι τρεις δείκτες αυτής της ταυτοποίησης, δηλαδή όσο το ενδιαφέρον του ποιητή επικεντρώνεται σε θέματα ανθρωπολογίας και υπέρβασης άλλο τόσο οξύνεται και η πολιτική διάσταση στην αντιμετώπισή τους. Εδώ θα δώσω ορισμένα δείγματα αυτής της πρακτικής, ακολουθώντας τη ροή ανασυγκρότησης του σημαινομένου που τηρήθηκε για το δεύτερο τόμο της Ποίησης.
Στην απόφαση του ποιητή να «σώσει την ανθρωπότητα» θα τον συνδράμει ο τυφλός της «αντικρινής κάμαρας» με τον λύχνο, ιδίως όταν βρίσκεται στο νοσοκομείο ή σ’ ένα «παλιόσπιτο» περιμένοντας «ειδήσεις απ’ τη Βαβυλώνα». Κι αν οι δρόμοι ερήμωσαν, είναι οι «ίδιοι δρόμοι που κάποτε το πλήθος στα οδοφράγματα πυροβολούσε το πεπρωμένο». Κι εδώ πάντως αν κάποιος γυρίσει να σε κοιτάξει με πόνο η «μισή ανθρωπότητα θα έχει σωθεί», όταν μάλιστα σουρουπώνει ένα φλάουτο ή «ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα», δηλαδή όταν οι «αλήτες ξερογλείφονται με την πανσέληνο». Στη νύχτα, που τη «λυμαίνονται οι αλήτες κι οι ποιητές», γίνεται αντιληπτό ότι «κάποτε χρειαζόμαστε όλον τον ουρανό για να διαβούμε κι ένα μόνο δρόμο». Όμως ο «τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα» κάθε φορά που «χτυπούσαν οι καμπάνες» ένιωθε να «κινδυνεύει η ανθρωπότητα» κι έτρεχε να τη «σώσει» (Γ΄1092, 76,120,226,242,417,467,500,499).
Η συχνότητα εμφάνισης του προβληματισμού για την επανάσταση είναι ενδεικτική του είδους των επισημάνσεων που κυοφορούνται. Πράγματι, πολλά χάνονται ή χάθηκαν ανέκκλητα: ο καιρός και η γενιά, η νεότητα και η ζωή όλη, τα όνειρα και οι ελπίδες: «Όλα χάνονται. Ησυχία/ Και τώρα τι θα κάνεις;». Η απώλεια θα παρασύρει τη χαμένη εξέγερση που ίσως κανείς δεν τη θυμάται καθώς και τις «σελίδες από μια χαμένη επανάσταση»: «στα περιθώρια γράψαμε κι εμείς τη ζωή μας/ ω μεγάλη ακατανόητη εποχή, που άξαφνα ο ένας/ καταλαβαίνει τον άλλον…». Κι αν θα παραλάβει ο ποιητής ένα γράμμα «από μιαν άλλη εποχή», ως τρελός θα σηκωθεί και θα φωνάξει «σύντροφοι» για να διακόψει την «ατελείωτη σιωπή»: «Το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο – με τα μαραμένα φύλλα/ και τις εξεγέρσεις».
Οι ρητές, αντίστοιχα, αναφορές στη ρωσική επανάσταση, από τις προϋποθέσεις ώς την απόληξή της, κατέχουν πια μια ευκρινή παρουσία. Οι ρακοσυλλέκτες από την Πετρούπολη, η εδώ και χρόνια ταφή του ποιητή στη Σεβαστούπολη, τα «σάβανα μεγάλων εποχών» της αγίας Ρωσίας, ο σταθμάρχης από το Κίεβο, το θωρηκτό Ποτέμκιν, ο «διεθνιστής» που ενδιαφέρεται αν χιονίζει στη Σιβηρία, ο «πατερούλης» με το αλλαγμένο όνομα, η προειδοποίηση των τυράννων με τον τρόπο του Ντοστογιέφσκι, το φάντασμα από την Οδησσό, η πορεία προς το Αρχαγγέλσκ, ο Ηλίας Πεσκόφ, «μαχητής της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης» που «δεν έγινε ακόμα» και ο Βλαδίμηρος Ίλιτς που τον «τραβολογούν» κάποιο βράδυ οι αστυφύλακες για εξακρίβωση στοιχείων: «αφήστε τον, είπα, πλήρωσα εγώ με την ψυχή μου γι’ αυτόν./ Λέγεται Λένιν». «(Παλιές ιστορίες – για να περάσει κι αυτό το βράδυ)».
Στον ίδιο ιστό σημασιών ανακαλείται το «συντροφικό τραγούδι», μνημονεύονται οι νεκροί σύντροφοι που «άρχισαν κιόλας να λησμονιούνται» κι ο ποιητής να τους ζεσταίνει με το παλτό του που «ανοίγει σαν φτερούγα», όταν άλλωστε κι αυτοί – από την Καντόνα ώς το Γουαδαλκιβίρ – τις νύχτες «παραμερίζουν με κόπο τη λήθη» για να του στείλουν «λίγα δάκρυα». Στην «ερημωμένη» πόλη σκηνοθετείται η στιχομυθία ποιητή και «γέρου - Μαρξ»: «‘πού πας;’ μου λέει, ‘στο διάβολο’ του λέω,/ ‘θα ’ρθω μαζί σου’ μου λέει/ κι ω νεκροί μου σύντροφοι, που τινάξατε από πάνω σας/ το χιόνι και φύγατε σε μεγάλους θερισμούς…».
Κοντολογίς, πρόκειται για μια εκδοχή «αθανασίας»: «Οι παλιοί σύντροφοι δεν πέθαναν, αλλά κατοικούν τώρα/ στο βάθος των δρόμων/ όποιον κι αν πάρεις θα τους συναντήσεις». Ο ίδιος μάλιστα ο ποιητής πήγαινε στη «δημοσιά σφυρίζοντας – ω παλιό, συντροφικό τραγούδι», χωρίς να ξέρει τι τους περιμένει, ένιωθε «όμως ότι είχε σημάνει». Άλλωστε ο «ιδεολόγος» που προσπαθούσε να κρύψει το «σακατεμένο» χέρι του κρατούσε έτσι «πάντα μια σημαία» (Γ΄ 342, 461, 132, 139, 256, 194, 381, 111, 275, 518).
Η οντολογική συνεπαγωγή μιας τέτοιας στάσης είναι προφανής: «Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…». Η υπερβατική λειτουργία του συνείναι ονομάζεται «έρωτας»: «Κι όταν πεθαίνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά/ για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε». Βλ. Τ. Λειβαδίτης, Ο κόσμος της ποίησής του, Αθήνα «Κέδρος» 2008.
*Ο Π. Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου