Οι φασματικές γραφές της
Η σύγχρονη εικαστικός Νίνα Παπακωνσταντίνου δίνει ένα ιδιαίτερο στίγμα στην επικαιρότητα της τέχνης, το οποίο ταυτοποιείται μεν εύκολα, αντιστέκεται ωστόσο στην αποκωδικοποίηση. Η φυσιογνωμία του έργου της έχει καταγραφεί στην εγχώρια τεχνοκριτική ως πρακτική που καταπιάνεται με τη σχέση κειμένου και εικόνας και εμπλέκει τις διάφορες εκδοχές γραφής προκειμένου να κρυπτογραφήσει το εκάστοτε κείμενο. Ορμώμενη η ίδια από φιλολογικές σπουδές και άρα την εξοικείωση με κειμενικά περιβάλλοντα, στρέφει το ενδιαφέρον της συστηματικά και με ποικίλους τρόπους στο να διοχετεύσει την χειρονομία της γραφής στο πεδίο της εικαστικής της έρευνας και εν τέλει να μετασχηματίσει το métier της επιμέλειας κειμένων, που η ίδια γνωρίζει από πρώτο χέρι, σε εικαστική μορφή· σε αυτές τις πτυχές εστιάζει και η υποδοχή του έργου της στην εγχώρια κριτική της τέχνης.[1]
Η έκθεση Phantoms σε επιμέλεια του ιστορικού τέχνης Χριστόφορου Μαρίνου, που φιλοξενήθηκε στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων στην Πλατεία Αυδή από τις 29.09. ως τις 20.11.2022, ήταν εν μέρει αναδρομική και εν μέρει παρουσίαζε πρόσφατα δείγματα δουλειάς της Νίνας Παπακωνσταντίνου· σε αυτή ο επισκέπτης είχε την ευκαιρία να συναναστραφεί έργα που πραγματεύονται πολύτροπες συνάφειες ανάμεσα στα κείμενα και τις εικόνες (τους). Η ίδια η Παπακωνσταντίνου έχει άλλωστε επικαλεστεί εμφατικά ως μοχλό της εικαστικής της πρακτικής την αναρώτηση πώς μπορεί ένα κείμενο να εικονογραφήσει τον εαυτό του και μέσα από ποικίλες εκδοχές υλικής επεξεργασίας διερευνά διαφορετικές κάθε φορά απαντήσεις· θέτοντας άλλωστε την ερώτηση αναφορικά με την εικονογράφηση ως δυνατότητα του κειμένου η Νίνα Παπακωνσταντίνου συγκεράζει την έννοια του κειμένου και της εικόνας (του) στη βάση μιας ριζικής ετερότητας και εντείνει την εμβέλεια του ίδιου του όρου «εικονογράφηση»: τι συνεπάγεται η δυνατότητα ενός κειμένου να καταστήσει τον εαυτό του εικόνα; Αυτό που προκύπτει είναι προϊόν μιας οπτικοποίησης ή πρόκειται για το κείμενο ως κάτι άλλο;
Τα έργα της έκθεσης οργανώθηκαν σε τρεις ξεχωριστούς χώρους και με αυτό τον τρόπο διαρθρώνονταν σε μια ενδιαφέρουσα τοπογραφία: στην εισαγωγική μεγάλη σε διαστάσεις χωρική ενότητα επικρατούσαν έργα που μας εισάγουν σε μια σφαίρα οικειότητας· φωτογραφικές λήψεις και σχεδιαστικές μεταγραφές ιχνών, στη σειρά σχεδίων Walking Diary (2015-2022) και στα επιμέρους έργα με κοινό τίτλο Baiser Volés (2009), καταγράφουν στιγμές της προσωπικής περιπλάνησης της Νίνας Παπακωνσταντίνου στην πόλη και ιχνογραφούν τον ιδιωτικό της χώρο καθιστώντας τον διάφανο φόντο για τη γραφή. Στον ενδιάμεσο, μικρότερο σε διαστάσεις χώρο της έκθεσης, ο οποίος λειτουργούσε ταυτόχρονα ως πέρασμα από τη μια μεγάλη ενότητα στην άλλη, κινούμασταν στην επικράτεια του μη αναγνώσιμου· το αινιγματικό έργο με τίτλο Ατελής λέξη (Δημιουργία) (2003) ήταν τοποθετημένο ανάμεσα σε δύο έργα σε σειρές που επιχειρούν να αντι-μεταγράψουν πρώιμα λογοτεχνικά κείμενα ανατολίτικων πολιτισμών ή κείμενα σε επιστολική μορφή (Yellow Dome, 2019 και Forgetmenot, 2012) μέσα από διαφορετικές υλικές επεξεργασίες και αντίστοιχο εικαστικό αποτέλεσμα (χάραξη σε χειροποίητο γιαπωνέζικο χαρτί, αρχειακός μαρκαδόρος σε ριζόχαρτο). Στην τρίτη, επίσης μεγάλη σε διαστάσεις χωρική ενότητα έρχονταν στο προσκήνιο έργα που φέρουν με εμφατικό τρόπο μια μάλλον κριτική πρόθεση: συνθήματα του φεμινιστικού κινήματος, όπως στο έργο Speak your mind, even if your voice shakes (2022) ή στο We will not be silent (2022), γραμμένα με κόκκινο μαρκαδόρο σε μεγάλους λευκούς καμβάδες που θυμίζουν πανό διαδήλωσης, τα οποία αφού πρώτα έχουν αντιγραφεί, μεγεθυνθεί και συστραφεί έχουν καταστεί μη αναγνωρίσιμα, πράγμα που για τον θεατή συνεπάγεται αναπόφευκτα την προφορική ανάγνωση -την σχεδόν ψηλαφητή άρθρωση, θα έλεγε κανείς- των συνθημάτων-τίτλων· απέναντι σε αυτά τα έργα, πίσω από έντεκα σχέδια που μεταγράφουν σε διαφανές χαρτί μεγεθυμένο τον δύστροπο γραφικό χαρακτήρα του σουρεαλιστή ποιητή και κριτικού Νικόλα Κάλα κρυπτογραφείται η λέξη μεταμόρφωση (Νικόλας Κάλας, 2016). Το σύνολο της έκθεσης διέτρεχαν σε μια διάθεση επαναληπτικών μοτίβων έργα πλέον ενδεικτικά της εικαστικής πρακτικής της Νίνας Παπακωνσταντίνου: έργα όπως εκείνο με τίτλο Πάμπλο Νερούδα, Ερωτικά Ποιήματα 2 (2017) ή το άλλο με τίτλο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Μακμπέθ (2019) σε λευκό, τα οποία ουσιαστικά λειτουργούν στη βάση του αποτυπώματος που αφήνει το κείμενο, ενώ ο τίτλος του εκάστοτε έργου και οι αριθμήσεις, όπου αναγράφονται, σηματοδοτούν διαφορετικές υλικές εντάσεις κατά την επεξεργασία παράλληλα με μια προσήλωση στην κειμενική αναφορά του έργου.
Στην εξαιρετική έκδοση που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα με την έκθεση από το Studio Lialios Vazoura ο επιμελητής Χριστόφορος Μαρίνος επισημαίνει στο κείμενό του ότι στα έργα της Νίνας Παπακωνσταντίνου «ο αναγνώστης είναι και θεατής, το γράμμα είναι και εικόνα», ενώ σε άλλο σημείο γράφει: «το μάτι του θεατή προσπαθεί διακαώς να αναδημιουργήσει τη φασματική και συχνά ανάγλυφη εικόνα που αναπαράγει το χέρι της, την ίδια στιγμή που το δικό του χέρι ασυναίσθητα αναζητά την απτική επαφή με την εικόνα».[2] H επιλογή του ευρηματικού τίτλου Phantoms φαίνεται να ανακαλεί την εικονοθεωρία και φιλοσοφία του Γάλλου ιστορικού τέχνης και φιλοσόφου Georges Didi-Huberman, όπως ο ίδιος την ανέπτυξε με ορίζοντα τη μέθοδο του Aby Warburg[3]· ο εύστοχος τίτλος λειτουργεί ως καταλύτης μετατοπίζοντας καίρια το ενδιαφέρον του θεατή σε σχέση με προηγούμενες ατομικές εκθέσεις της Νίνας Παπακωνσταντίνου, όπου οι επιλογές τίτλων υπερθεμάτιζαν γύρω από τον όρο «γραφή» και ενδεχόμενες παραλλαγές που συνεπάγεται η επεξεργασία της (π.χ. η έκθεση με τίτλο Αντί γραφής στο ΕΜΣΤ το 2011-2012 και εκείνη με τίτλο Typo στη γκαλερί Kalfayan το 2016), καθώς στην εν λόγω έκθεση εγγράφηκε μια διάσταση φασματικότητας, γύρω από την οποία ενορχηστρώνονταν έργα που επιχειρούν εκλεκτικές συνάφειες κειμένων και των πιθανών εικονογραφήσεών τους αλλά και πρόσφατα εικαστικά εγχειρήματα που επιχειρούν να αναδείξουν τις πολυτροπικές εκδοχές της γραφής και τα τυχαία ίχνη σε εικόνες γραφής −η Νίνα Παπακωνσταντίνου κάνει συχνά λόγο για «τοπία γραφής»−, σε γραφές που μας καλούν να ανιχνεύσουμε διάφορες εκ-φάνσεις κειμενικότητας και εν τέλει να αναλογιστούμε το γραπτό κείμενο ως φασματική εικόνα, να στοχαστούμε τη γραφή ως φασμίδιο.[4]
*Η Φανή Παραφόρου διδάσκει στο Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
[1] Πρβλ. κείμενα μεταξύ άλλων των ιστορικών τέχνης-επιμελητών Χ. Κανελλοπούλου, αλλά και της Τίνας Πανδή και της Claire Gilman στον κατάλογο της έκθεσης Νίνα Παπακωνσταντίνου - Αντί γραφής στο ΕΜΣΤ (2012).
[2] Χριστόφορος Μαρίνος: «Secretaire: “I have a taste for the secret”», στο: Νίνα Παπακωνσταντίνου: Secretaire, επιμ. Χριστόφορος Μαρίνος, Εκδόσεις Big Black Mountain the Darkness Never Ever Comes, Αθήνα, 2022, σσ. 35-55, εδώ σ. 38 και σ. 50.
[3] Το βιβλίο του Didi-Huberman με τίτλο The Surviving Image: Phantoms of Time and Time of Phantoms - Aby Warburg's History of Art, μτφρ. Harvey Mendelsohn, University Park, Τhe Pennsylvania State University Press, 2017 (πρόκειται για μετάφραση της γαλλική έκδοσης L’ Image Survivante. Histoire de l'art et temps des fantômes selon Aby Warburg του 2002 από τις εκδ. Minuit) φαίνεται άλλωστε να ανακαλεί και η επιλογή του συγκεκριμένου τίτλου για την έκθεση.
[4] Τα φασματώδη ή φασμίδια στην εντομολογία είναι έντομα που μιμούνται σχήματα από στοιχεία της χλωρίδας, που συμπεριφέρονται δηλαδή ως κλαδιά ή φύλλα. Η επίκληση του όρου «φασμίδιο» εδώ αφορμάται από ένα άρθρο του Ελβετού καθηγητή φιλοσοφίας της τέχνης και αισθητικής Emmanuel Alloa για τη μέθοδο του Georges Didi-Huberman, βλ. Emmanuel Alloa, "PHASMID THINKING. on georges didi-huberman’s method", Angelaki 23 (4), Αύγ. 2018, σσ. 103-112 (μτφρ. Christopher Woodall).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου