Της Τζίνας Πολίτη*
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ, Ψιλά γράμματα, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 322
Το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη τράβηξε την αναγνωστική μου προσοχή γι’ αυτό που αποκαλώ Πολιτική της Αφηγηματικής Δομής. Συγκεκριμένα, για το αφηγηματικό του ύφος, για τη σύνδεση των μυθοπλαστικών συμβάντων με επαληθεύσιμα, πραγματικά ιστορικά γεγονότα, τέλος, για την εξέλιξη του μίτου της πλοκής. Σύμφωνα με το λεξικό του Δημητράκου, η ρήση Ψιλά Γράμματα παραπέμπει σε ασήμαντα μικροπράγματα χωρίς ιδιαίτερη αξία και σε «ψιλή κουβέντα».
Έτσι, σε ό, τι αφορά την αφηγηματική γλώσσα, η συγγραφέας δεν επιλέγει τον περίτεχνο γραπτό αλλά τον άμεσο, προφορικό λόγο, την «ψιλή κουβέντα». Θα ονόμαζα αυτή την επιλογή πολιτική, δεδομένου ότι δημιουργεί μια ιδιαίτερη, άμεση σχέση οικειότητας της αφηγήτριας με την αναγνώστρια και ένα αίσθημα ταξικής, θα έλεγα, ταύτισης με τον πρωταγωνιστή του αφηγήματος.
Σε αυτή, την πολιτική επιλογή αφηγηματικού ύφους, έρχεται να προστεθεί η κληρονομιά της λαϊκής σοφίας: παροιμίες, γνωμικά, αποφθέγματα, παρομοιώσεις και μεταφορές, αλλά και το εύστοχο χιούμορ, συμβάλουν έτσι ώστε η αναπαράσταση της ιστορικής και καθημερινής ζωής των χαρακτήρων να ριζώνει στο μυθιστορηματικό είδος που αποκαλούμε κοινωνικό ρεαλισμό. Παραθέτω μερικά παραδείγματα:
Στις οικογενειακές σχέσεις, « Με οποιονδήποτε τρόπο τα κεφάλαια πρέπει να κλείνουν ένα- ένα και αν όχι στην ώρα τους, τότε κάλλιο αργά παρά ποτέ. Στις μεγάλες ηλικίες, «τα χρόνια προβλήματα λύνονται με συνοπτικές διαδικασίες, οι σχέσεις μοιάζουν με κατάστημα που οδεύει προς οριστικό κλείσιμο και ξεπουλάει την πραμάτεια στα ράφια, ό, τι πάρετε δύο ευρώ … άλλοι καιροί, άλλοι καρποί» (σ. 9). «Όλα τα αναθεματισμένα τα ανομολόγητα μας γραπώνουν από το σβέρκο εσαεί ή στοιβάζονται στο πατάρι της συνείδησης» (σ. 67). «Ο Απρίλης Νουρέγιεφ πετούσε από άνθος σε άνθος» (σ. 68).
Εδώ, θα πρέπει να σημειώσουμε πως η ροή της αφήγησης ενίοτε διακόπτεται από ένα διακείμενο, εκείνο της Βίβλου, από το οποίο παρατίθενται σε πλάγια γράμματα συγκεκριμένα εδάφια της Λειτουργίας της Μεγάλης Παρασκευής. Αν και άθεος, ο πρωταγωνιστής παρακολουθεί πιστά κάθε χρόνο τη λειτουργία αυτή. Όπως θα δούμε, η άγια αυτή μέρα συνδέεται άμεσα με τα ιστορικά γεγονότα και την εξέλιξη της μυθοπλαστικής πλοκής.
Ήταν στις 27.4.1973, Μεγάλη Παρασκευή, όταν ο πρωταγωνιστής πήγε στον Άγιο Λουκά για ν’ ανάψει ένα κερί στη μνήμη εκείνων που αντιστάθηκαν στη διάρκεια τη γερμανικής κατοχής κι έπεσαν θύματα άνισου αγώνα. Εκεί, έκλεψε τη ματιά του μια μελαχρινούλα χορωδός που φορούσε ένα γκρίζο σκουφί με πορτοκαλιά φούντα. Από την μοιραία εκείνη στιγμή και πέρα, θα αρχίζει να ξετυλίγεται ο μίτος μιας μακρόχρονης, ανεκπλήρωτης πλοκής.
Όλως τυχαία, στις 17 Νοέμβρη του 1973, μέρα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ο πρωταγωνιστής ξαναείδε την κοπελιά εκεί, στο προαύλιο, να τρώει ανέμελα μια καραμέλα, κι αμέσως μετά, το τανκ έσπασε την πύλη και μπούκαραν μέσα οι μπάτσοι. Η κοπελιά ξέφυγε, έτρεχε στο δρόμο αλαφιασμένη να σωθεί, κι όπως έτρεχε, από τα μαύρα, σγουρά της μαλλιά έπεσε το γκρίζο σκουφί με την πορτοκαλιά φούντα, κι εκείνος έσκυψε, το μάζεψε, όμως δεν πρόλαβε να της το δώσει. Χάθηκε από τα μάτια του. Έκτοτε, νιός ήταν και γέρασε, για 32 συναπτά έτη δεν έπαψε ποτέ να την αναζητά. Πόπη το όνομά της το μικρό.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή προκειμένου να γνωριστούμε, επιτέλους, με τον ανώνυμο ως τώρα πρωταγωνιστή. «Ο Τσιούλης υιός, όνομα Μιχάλης, του Πολυχρόνη και της Όλγας το γένος Λαλέ, γεννηθείς το 1952, ούτε μικρός, ούτε πιο μετά είχε ακούσει για πάρτη του το σκόρδα – σκόρδα και φτου να μην αβασκαθείς», Άδικο μάλλον γιατί τα επιμέρους υλικά ήταν καλής ποιότητας, το σύνολο όμως κάπου έπασχε κι έβγαινε άχαρος (σ. 7-8). Σε αντίθεση με τον Μιχάλη, ο μεγάλος του αδελφός Φώντας, έπαιρνε σε όλα τα πρωτεία και διέπρεπε.
Ο πατήρ Πολυχρόνης, κάτοικος Αγρινίου, ήταν Δάσκαλος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εκεί γεννήθηκε, μεγάλωσε και τέλειωσε το Γυμνάσιο το1970 ο Μιχάλης. Ήθελε να γίνει γεωπόνος, φευ όμως απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις της Σχολής. Απέτυχε επίσης και στη Σχολή Ικάρων, «τον έκοψαν μπορεί και λόγω κοινωνικών φρονημάτων». Εντέλει, εγκαταλείπει το Αγρίνιο, πάει στην Αθήνα και καταλήγει σπουδαστής της ιδιωτικής Σχολής ΑΚΜΗ, του Τμήματος Μηχανικών Αεροσκαφών, ό, τι πιο σχετικό στον εντός του κόσμο» (σ. 34-5).
Εδώ, τίθεται το ερώτημα: Ποια ήταν τα κοινωνικά φρονήματα που τον απέκλειαν από τη σχολή Ικάρων, και ποιος ο λόγος που η ειδικότητα του μηχανικού αεροσκαφών συνόρευε με τον εντός του κόσμο; Σε ό’ τι αφορά τα κοινωνικά φρονήματα, ο πατέρας του ήταν «ψηφοφόρος του Κάπα- Κάπα όχι φανατικός αλλά στη μνήμη του αδελφού του Φώντα (σ. 10). Όσο για τον «εντός του κόσμο», το ίδιο, αδικοχαμένο πρόσωπο, καθόριζε την επαγγελματική του επιλογή. Ο Μιχάλης, διορίστηκε ως Μηχανικός Αεροσκαφών. Ευσυνείδητος και τελειομανής, παρέμεινε πιστός στη θέση αυτή.
Εδώ, ένα ακόμα τραυματικό γεγονός της ιστορικής πραγματικότητας, συναρθρώνεται με τη μνήμη και καθορίζει το βίο των μυθοπλαστικών χαρακτήρων. Παραθέτω τους παρακάτω στίχους του Η. Λάγιου από την Έρημη Γη:
Του βουνού τα χιόνια κόκκινα βαφήκανε∙ τα
Παρατημένα κουφάρια,
Λιώνουν και σμίγουν το χώμα το ξερό. Ο βορέας
Στη ματωμένη γης διαβαίνει , δακρυσμένος .
Προδόθηκαν οι ήρωες.
Βίτσι μου, στράφε να σε δω, τραγούδι για ν’ αρχίσω.
Εκεί, το 1944 ρίξανε τις βόμβες τους τα συμμαχικά, αμερικανικά αεροπλάνα. Εκεί, «το καμένο κουφάρι του είχε αναγνωριστεί από την αγκράφα της ζώνης του» (σ. 33). Αγέννητος τότε ο Μιχάλης, έμαθε στα έξη του χρόνια πως το όνειρο του θείου που δεν γνώρισε ποτέ, ήταν να γίνει αεροπόρος: «Στο χωριό, η γιαγιούλα από την πλευρά του πατέρα του … κάθε πρωί κοιτούσε τη φωτογραφία του σκοτωμένου γιου της, του χαμογελούσε και τον καλημέριζε, γεια σου, Φώντα μου, γεια σου, πιλότε» (σ. 42). Αυτό, το τραγικό ιστορικό γεγονός στάθηκε καθοριστικό στην επιλογή του επαγγέλματος του Μιχάλη.
Ωστόσο, παρότι «είχε κληρονομήσει τα αντάρτικα μάτια του αδικοχαμένου Φώντα, σε αντίθεση με τον διαπρέποντα στο Διπλωματικό Σώμα αδελφό του Φώντα, ο πατέρας του κρίνει πως «ήταν άτυχος, ατάλαντος, άτολμος, αδέξιος και αφανής» (σ. 25).Πράγματι, ο ίδιος με τα λόγια του ομολογεί: «Η ζωή μου δεν έχει ενδιαφέρουσα ροή, εκπλήξεις και ανατροπές, όπως λέγονται, τα γεγονότα δεν τρέχουν αχαλίνωτα, η ζωή μου φυτοζωεί …ζωή- τίλιο» (σ. 207).
Έτσι, ο χαμένος χρόνος, η αναζήτηση της κοπελιάς με το γκρίζο σκουφί και την πορτοκαλιά φούντα, δεν πρόκειται ποτέ ν’ ανακτηθεί. Ο ερωτικός ιδεαλισμός του, ωστόσο, δημιουργεί υποψίες στον πατέρα και αδελφό του, ως προς τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Άγαμος, άτεκνος, μονήρης, με παρέμβαση του μεγάλου αδελφού, οδηγείται στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης. Εκεί, είχε την πρωτόγνωρη εμπειρία να μιλήσει για τον εαυτό του σε πρώτο πρόσωπο. «Φτάνει το πρώτο πρόσωπο. Φτάνει» (σ. 140).
Πράγματι, οι συνευρέσεις του με γυναίκες ήταν σπάνιες και σύντομες. Η Ινώ, έπιασε το πρόβλημα: «Τόσο χρονώ και δεν παντρεύτηκες Μιχάλη… καλέ μου, φοβάσαι τη πτήση του γάμου επειδή δεν έχουν βγει ακόμη στο εμπόριο τα κατάλληλα ρουλεμάν» (σ. 180). Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι η πρώτη φράση του μυθιστορήματος είναι η από καιρού οικογενειακή ομοφοβία ως προς τη σεξουαλική του ταυτότητα: «ΕΙΣΑΙ ΠΟΥΣΤΗΣ ΓΙΕ ΜΟΥ; » (σ. 7).
Νιος ήταν και γέρασε. Από το 1973 ως το 2006 ο Μιχάλης δεν έπαψε ποτέ να αναζητά την αγέραστη Πόπη. Τώρα, στα 56 του χρόνια, μήνα Απρίλη, ο Μιχάλης, χωρίς τον νεκρό μπαμπά του, που ένα χρόνο πριν είχε έρθει από το Αγρίνιο Αθήνα για να γιορτάσουν το Πάσχα μαζί, αφού παρακολούθησε τη λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής σ’ ένα εκκλησάκι μόνος, πήγε και κάθισε σε μια παραλία του Σαρωνικού. «Κάποτε, εν μέσω της νυκτός καταφθάνει ένα αδίσταχτο τρίλεπτο και επιδίδεται μπροστά σου το χορευτικό των αποκαλυπτηρίων της πραγματικότητας. Γάμησέ τα (σ. 70).
Η νυχτερινή ψύχρα ήταν δυνατή. «Έβγαλε από την τσέπη το γκρίζο σκουφί με τη χαμένη ποιος ξέρει πού πορτοκαλιά φούντα, ακόμα σκουφί-φυλαχτό, το φόρεσε, το κατέβασε ως τ’ αυτιά, έκανε τροχάδην μπρος πίσω και σιγοτραγούδησε το Γειτονάκι μου, στη μικρή σου πόρτα...» (σ. 306). Ο ίδιος μας πληροφορεί: «Δοκίμασα … να αρκεστώ στο μικρομεσαίο μου μερτικό καθημερινότητας, να μοιάσω με την πλειοψηφία των νορμάλ, να γίνω και λίγο ζαμανφουτίστας, όμως δεν μου είπε πολλά η πραγματικότητα, δεν ήξερα πώς να κινηθώ άνετα σ’ αυτήν» (σ. 207).
Σε τελική ανάλυση, στο επίπεδο της εννοιολογικής δομής του κειμένου, ο ανεκπλήρωτος, ερωτικός πόθος του Μιχάλη λειτουργεί ως μετωνυμία των πραγματικών, ιστορικών γεγονότων: τη ματαίωση της ταξικής πάλης για κοινωνική ισότητα και της φοιτητικής εξέγερσης για ψωμί, παιδεία, ελευθερία.
*Η Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη καθηγήτρια ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου