Fred Boissonnas, Ηλιοβασίλεμα στη Σαλαμίνα: Άποψη από τα Προπύλαια, 1907, Τρικόγλειος Βιβλιοθήκη - Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ |
Του Κώστα Βούλγαρη
Ξεφυλλίζοντας το τρίτο τεύχος του νεότευκτου περιοδικού Σταφυλή, θέλω να σχολιάσω ακροθιγώς δύο δοκίμια της και φιλολόγου Ευσταθίας Δήμου, η οποία τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να κάνει αισθητή την (συχνότατη) παρουσία της στον δημόσιο λογοτεχνικό χώρο, γιατί είναι από τους δυο τρεις μόνο νεότερους που φαίνονται ικανοί να αρθρώσουν κριτικό λόγο. Φιλόλογοι υπάρχουν πολλοί, και περισσεύει η σχετική φλυαρία, δημοσιολογούντες περί λογοτεχνίας πολλοί περισσότεροι, ώστε φτιάχνεται μια συνθήκη πληθώρας δημοσιευμάτων και μια εντύπωση ακμάζοντος δημόσιου λογοτεχνικού λόγου, ενώ έτσι αποκρύπτεται η πενία κριτικής σκέψης για θέματα της λογοτεχνίας. Η κριτική δυνατότητα είναι που σπανίζει, και αυτό πια δημιουργεί μια επείγουσα ανάγκη να εμφανισθούν νεότεροι κριτικοί, αφού όσοι κυριάρχησαν στη μακρά περίοδο της Μεταπολίτευσης είτε έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους είτε κοντεύουμε.
Το ένα δοκίμιο της Ευσταθίας Δήμου αφορά τον πεζογράφο Νικόλαο Επισκοπόπουλο και το άλλο τον ποιητή Ρώμο Φιλύρα. Κείμενα καλογραμμένα και οργανωμένα, συνθέτουν ένα λογοτεχνικό προφίλ του καθενός από τους δύο συγγραφείς. Του ταλαντούχου αισθητιστή Επισκοπόπουλου, του μεταρομαντικού, και καλύτερου όλων λυρικού Ρώμου Φιλύρα. Περιπτώσεις υποφωτισμένες πια μέσα στην παρούσα λογοτεχνική συνθήκη, παρ’ ότι κρίσιμες στη διαμόρφωση και την εξέλιξη της καθ’ ημάς λογοτεχνίας, σημεία χαρακτηριστικά της νεοελληνικής λογοτεχνικής διαδρομής.
Πολύ σημαντική η ανάδειξή τους, όχι ως αδιάφορες και νεκρές, γραμματολογικές ή φιλολογικές αναφορές, αλλά ως συγγραφείς με στίγμα και ιδιαίτερο, άμα δε και πρόσωπο ενεργό. Γιατί σήμερα οι πολυπληθείς νεότεροι που εμφανίζονται κατά ριπάς στον λογοτεχνικό στίβο δείχνουν, δηλαδή η γραφή τους δείχνει, την απουσία ακόμα και της στοιχειώδους γνώσης της διανυθείσης μέχρι τούδε νεοελληνικής λογοτεχνικής διαδρομής. Λες και παρθενογεννήθηκαν, τσιμπολογώντας από εδώ και από εκεί, συνήθως από αγγλόφωνα, πρόχειρα διαβάσματα, στοιχεία μιας πόζας, που ματαίως προσπαθεί να υποδυθεί το ύφος.
Τα δύο κριτικά δοκίμια λοιπόν της Ευσταθίας Δήμου επιχειρούν να επαναφέρουν αυτούς τους δύο συγγραφείς στη λογοτεχνική κονίστρα. Μπορεί όμως, έναν αιώνα μετά, να τους επαναφέρει ένα κριτικό κείμενο, όσο οργανωμένο και αν είναι; Μόνο αν αναδείξει το διακύβευμα με το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο το λογοτεχνικό στίγμα αυτών, ή και άλλων συγγραφέων. Με την προϋπόθεση βέβαια πως αυτό το διακύβευμα μας ενδιαφέρει σήμερα.
Ποιο είναι αυτό στην περίπτωση του Επισκοπόπουλου; Η αποστροφή του για την κυρίαρχη, «εθνικά ωφέλιμη» ηθογραφία της εποχής, ο συγχρονισμός του με το πανευρωπαϊκό ρεύμα του αισθητισμού, όπως ωραία το αναδεικνύει η Δήμου. Όμως, οι ελάχιστες μέχρι τώρα σοβαρές αναφορές στον Επισκοπόπουλο, αλλά και αυτή της Δήμου, αποφεύγουν να απαντήσουν το ερώτημα, πώς αυτό το τρομερό παιδί της νεοελληνικής πεζογραφίας, που τη δυνατότητά του τη διέκριναν κάποιοι από το πρώτο διήγημα που δημοσίευσε, πώς ο εμβριθής γνώστης των ευρωπαϊκών ρευμάτων, όπως αποδεικνύουν τα κείμενά του στο Άστυ, πώς ο προγραμματικά αισθητιστής που έγραψε υποδειγματικά διηγήματα, πώς ο νέος που δεν τον χωρά η μίζερη Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα, πηγαίνοντας στο Παρίσι και γράφοντας πια, με άνεση, στα γαλλικά, προστατευόμενος του μεσουρανούντος τότε Ανατόλ Φρανς, πώς λοιπόν αυτός, πηγαίνοντας στην Γαλλία καταστρέφεται λογοτεχνικά; Γιατί η εκεί πεζογραφία του, υπό το διάσημο όνομα Νικολά Σεγκύρ, αποτυπώνει τη μετάβαση του Επισκοπόπουλου από τον αισθητισμό σε έναν σνομπισμό προς τα λογοτεχνικά διακυβεύματα της εποχής, που είναι ακριβώς τα διακυβεύματα του αρχόμενου μοντερνισμού, έναν σνομπισμό που εκφράζεται με την μετατόπισή του στη λαϊκή λογοτεχνία, επιλογή που του προσέδωσε ένα τεράστιο, ευρωπαϊκό κοινό, όμως ταυτόχρονα αποτελεί και το τεκμήριο του αδιεξόδου του. Το αδιέξοδο εκείνου του αισθητισμού που δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει την προϊούσα, και οσονούπω ραγδαία εξέλιξη της λογοτεχνικής γλώσσας. Αντίθετα, ο Καβάφης, ο Βάρναλης, Ο Καρυωτάκης, εκ του αισθητισμού πορεύθηκαν στις ατραπούς του μοντερνισμού.
Ο Φιλύρας ήταν η σημαντικότερη και η περισσότερα υποσχόμενη λυρική φωνή των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, όπως άλλωστε το δήλωσαν αρκετοί ομότεχνοί του, και πάνω απ’ όλους ο Βάρναλης και ο Καρυωτάκης. Αποτελεί μάλλον την πρώτη, πέραν του Καβάφη, αποστασία από την «εθνική ποίηση» και τη βαριά σκιά του Παλαμά, όπως επίσης επισημαίνει η Ευσταθία Δήμου, επικεντρώνοντας στη θεατρικότητα που αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό του λυρισμού του. Και αυτός όμως δεν έδωσε το έργο που αντιστοιχούσε στην προφανή ποιητική του δυνατότητα. Μάλιστα, το 1927, στην πλήρη ακμή του, εγκλείεται στο Δρομοκαΐτειο, αποχωρώντας και τούτος από την αθηναϊκή λογοτεχνική σκηνή. Η διαφορά του με τον Επισκοπόπουλο είναι πως, υπό τις ακριβώς αντίθετες συνθήκες ζωής, αλλά και πρόσβασης στις λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές διεργασίες, επιχειρεί, μέσα στο Δρομοκαΐτειο, να τις παρακολουθήσει, με τον μόνο τρόπο που του είχε απομείνει: με την καλλιτεχνική του διαίσθηση. Και το προσπαθεί μανιωδώς, γράφοντας άπειρα πράγματα μέσα σε εκείνες τις συνθήκες, πάνω σε όποιο κομμάτι χαρτιού έβρισκε διαθέσιμο. Μια θεατρική παράσταση διαρκείας, με πρωταγωνιστή και μοναδικό θεατή τον ίδιο. Έτσι, εκτός από μερικά εξαιρετικά ποιητικά σπαράγματα που μας δίνει, κατορθώνει το συγκλονιστικό ποιητικό πεζό του «Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτειο», ένα από τα κορυφαία νεοελληνικά κείμενα, και μάλιστα με τέτοια θεματική, το οποίο αποτελεί ένα φευγαλέο, αν και μοναδικό τεκμήριο μοντερνιστικής γραφής.
Τόσο ο Επισκοπόπουλος όσο και ο Φιλύρας ορίζονται λοιπόν σε σχέση με το αισθητικό διακύβευμα που είναι ο μοντερνισμός, μάλλον στοιχειώνονται απ’ αυτό, με τον καθένα να συντρίβεται αλλά και να απαντά με μια διαφορετική στάση απέναντι στο επίδικο. Θέλω να πω, ότι αυτό το επίδικο, και αυτή τη διαφορετική απάντηση του καθενός, θα όφειλαν να τα αντιμετωπίσουν, με τον δικό τους τρόπο, τα δύο δοκίμια της Ευσταθίας Δήμου. Άλλωστε, φθάνουν σε μια ανάσα απόσταση απ’ το ζητούμενο, μια ανάσα που όμως μπορεί και να είναι το όριο μιας ζωής, όπως ήταν για τον Επισκοπόπουλο και τον Φιλύρα. Αυτή και η διαφορά ενός φιλολογικού δοκιμίου, ακόμα κι αν είναι, όπως τα εν λόγω της Δήμου, απαλλαγμένο από τις συνήθεις, και αφόρητες πια παθολογίες του είδους, όπως η «σημειωσιολογία», κι ενός κριτικού δοκιμίου.
Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το ζητούμενο της γραφής των ελαχίστων σήμερα που έχουν εμφανιστεί με δυνατότητες κριτικού λογοτεχνίας στον δημόσιο χώρο, αυτό είναι και το επείγον ζητούμενο στο λογοτεχνικό πεδίο, ώστε μέσα στον χυλό που πνίγει πια κάθε ενδιαφέρον επίτευγμα να υπάρξουν νησίδες διαύγασης, να υπάρξει η λογοτεχνία ως αισθητικό και όχι ως κοσμικό γεγονός.
Τι άλλο είναι η λογοτεχνία, και εν γένει η τέχνη; Μόνο αισθητικό διακύβευμα. Ό,τι δηλαδή αποφεύγεται, με παροιμιώδη συνέπεια, επιμονή, άμα και θρασύτητα, από τη συντριπτική πλειονότητα των φερώνυμων ως λογοτεχνικών βιβλίων των ημερών μας. Γι’ αυτό η ανάδειξη του διακυβευμάτων της διαδρομής του Επισκοπόπουλου και του Φιλύρα, όπως και άλλων βέβαια, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη.
Πόσω μάλλον, που και σήμερα έχουν ήδη αρχίσει να πραγματώνονται και να αναδύονται, τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση, νέα αισθητικά προτάγματα. Αν η συγχρονική κριτική δεν εξετάζει τη γραφόμενη λογοτεχνία υπό το φως αυτών των επιτεύξεων, δείχνοντας και στους συγγραφείς το μέτρο των πραγμάτων και της τέχνης, απλώς θα κυλάει στην ίδια ανυποληψία των βιβλιοπαρουσιάσεων, της βιβλιολογίας και της κριτικολογίας των αρχών του εικοστού αιώνα, πολυπληθών και τότε, με τα διαθέσιμα μέσα της εποχής. Μόνο ο Τέλος Άγρας επιβίωσε, αλλά για να διασωθεί χρειάστηκε η ηρωική πράξη του με τον Καρυωτάκη, αλλιώς θα είχε βουλιάξει κι αυτός στην αφερεγγυότητα όλων των προηγούμενων, καθώς και της Ανθολογίας του νέων ποιητών. Μια ανάσα απέχει και η ανυποληψία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου