24/12/22

Φώτης Κόντογλου

Άποψη της έκθεσης «Μικρά Ασία» στο Μουσείο Μπενάκη. Φωτ. Μενέλαος Μυρίλλας. 

Η θάλασσα ως μία ακόμη αφορμή εξεικόνισης της «κοινωνικής οντολογίας»

Του Παναγιώτη Νούτσου*

Μόλις πρόσφατα στήθηκε η έκθεση: «Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους», με ενδεικτικό υπότιτλο: «Από το σήμερα στο χθες με προοπτική το αύριο». Ίσως είναι χρήσιμο να θυμίσω ότι για τον νεαρό Φώτη Κόντογλου (από την περίοδο των φοιτητικών του χρόνων ώς τον Pedro Cazas) συνέθεσα ειδική εργασία (Ακτή, τχ. 35, καλοκαίρι 1998, 277-280). Θεματοποίησα ό,τι σκιαγραφεί μια εκδοχή κοινωνικής οντολογίας που προϋποθέτει τη θάλασσα ως τόπο ανάδυσης των πραγμάτων, ως έκφραση της μεταφυσικής της ταυ­τότητας που υποτάσσει στους κυματισμούς της τη σύγκρουση καλού και κακού, ως κατάφαση της νεότητας του κόσμου, ως εφαλτήριο για το σχεδιασμό ενός αντί-κο­σμου με τον οποίο (επι)κρίνεται ο κόσμος των «πολιτισμένων», ως πρόκληση της κοι­νω­νικής ευαισθησίας που διανθίζεται με έναν τόνο χαρμολύπης και ως απελευθερω­τι­κή δυνατότητα του αφηγηματικού λόγου.
Σ’ αυτό το σημείωμα θα επιμείνω αποκλειστικά στον Pedro Cazas που εξέδωσε, με «ντελικάτο χέρι», μόλις εικοσιτετράχρονος στο Αϊβαλί, στην «Τράπεζα του Διαόλου», πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή και πριν επισκεφθεί το Άγιον όρος (χρησιμοποιώ το κείμενο που περιλαμβάνεται στον Ε΄ τόμο των Έργων του, Αθήνα 41995). Εδώ, ο νεαρός Φώτης Κόντογλου αρθρώνει επίσης ένα παρόμοιο σχεδίασμα κοινωνικής οντολογίας αντλώντας από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο συνεπαφής με το υγρό στοιχείο. Το σχεδίασμα αυτό, ως μορφή και ως περιεχόμενο, θα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί ως εξής:

α. Η θάλασσα εμφανίζεται ως τόπος ανάδυσης των πραγμάτων

Ό,τι υπάρχει, περιβάλλεται και αναδεικνύεται απ’ αυτήν. «Διπλώνοντας» και «ξεδιπλώνοντας» τα κύματά της επιτρέπει, ακόμη και μέσα από τα ερημονήσια, να απλώνονται από πάνω μας «ανοιχτά τα ουράνια»: «ο ήλιος βγαίνει απάνου στο νησί μου μονάχα για μένα, για τα θαλασσοπούλια και για τις φώκιες». Η συνύφανση επιγείων και επουρανίων, ως συνεύρεση νερού και φωτός, προξενεί αβίαστα την προαίσθηση της «συντέλειας του κόσμου». Όταν μάλιστα «λες είναι η τελευταία μέρα του κόσμου» δεν αποφεύγεις το ερώτημα, ιδίως όταν σε πλημμυρίζει η «άγρια ερημιά του Ωκεανού»: «τι γίνεται άραγε αυτή τη στιγμή στον πάτο» του;

β. Η θάλασσα, ως συγκρουσιακή ταυτότητα, καταφάσκει τη νεότητα της πλάσης

Στο «ρημονήσι» του Ωκεανού, η «φύση είναι απλή και πρωτόγονη»: «βλέπω τα πράγματα ίσια, χωρίς η εντύπωση να βλάφτει απ’ ότι έμαθα να καταλαβαίνω ώς τώρα». Χωρίς τα επίκτητα ονόματα τα πράγμα «πέφτουν απάνου στην ψυχή μου με το βάρος τους, άγρια κι αδιάφορα, γυμνά από τη φιλική διάθεση, που τους δίνει στα μάτια μας η ανθρώπινη γλώσσα». Παρατώντας το Πανεπιστήμιο της Βομβάης και καίγοντας τα βιβλία μπορείς να «κολυμπήσεις μέσα σ’ έναν ωκεανό που δε βαφτίστηκε κανένα τέκνο της γης», όταν βέβαια ένας «πρωτάκουστος σεισμός» ταράξει το «είναι» σου. Μ’ αυτήν την «ανάκουστη μεταβολή» φέρνεις κοντά σου ό,τι «είναι όξω από τα πλέον τολμηρά σύνορα» των βολεμένων στη «βουή που δίνει στον άνθρωπο της πολιτείας την ιδέα πως ζει και πως συλλογίζεται».

γ. Η θάλασσα ευνοεί τον «αντί-κοσμο» με τον οποίο (επι)κρίνεται ο κόσμος των «πολιτισμένων»

Ο ερημονησιώτης είναι «βασιλιάς στο νησάκι» του, μαθαίνοντας να βλέπει με το «μάτι τ’ αγριμιού, που ζει μέσα στη μεγάλη λευτεριά του Θεού», αποδεσμεύεται από όσα βασανίζουν τη σκέψη των «ανθρώπων της πολιτείας». Γυρίζοντας την πλάτη στα «κέντρα του πολιτισμένου κόσμου» αναθυμάται τον Πυθαγόρα που μεταμορφώθηκε σε κόκορα για να εννοήσει ότι ο άνθρωπος αποτελεί το «πλέον κακομοιριασμένο απ' όλα τα πλάσματα». Ένας ακόμη Robinson Crusoe που τον «έπνιγε» ο κόσμος της «ανθρώπινης μικρότητας» καταφεύγει στην «άγρια ερημιά του Ωκεανού» επαναστατώντας στους «νόμους που μας κυβερνούν», για να βρει τη λύτρωσή του (και το «κέφι» του) από τα βάσανα που ταλαιπωρούν τη «σακατεμένη ανθρωπότητα».

δ. Η θάλασσα συντείνει στην απελευθέρωση του αφηγηματικού λόγου και στην άρθρωση της σιωπής

Πότε ως ημερολόγιο, που υπομνηματίζεται με ορισμένες σημειώσεις, και πότε ως «παλίμψηστο» βιοαφηγήσεων ο επίγονος του Defoe (τον οποίο πάντως δεν υπολογίζει ως άφταστο πρότυπο ή «μέτρο») πραγματεύεται «θέμα ακροβατικό» με επιμέρους «περιστατικά ολωσδιόλου αλλόκοτα, όξου απ’ τον κύκλο της ανθρώπινης πίστης». Αν και διακηρύσσεται ότι η διήγηση δεν σχετίζεται με το «μυθιστορικό ύφος», η «σκληρή φτώχεια» της ανθρώπινης γλώσσας υπερσκελίζεται με τη δυνατότητα η σιωπή να αρθρωθεί ως γέφυρα επικοινωνίας με τα πράγματα. Οι φίλοι της μοναξιάς τού ερημονησιώτη είναι οι πρόγονοί του, ο Θεός, τα θαλασσοπούλια, ο γάτος, ο άνεμος, το «λυπηρό βούισμα» που βγάζουν τα αγριόδεντρα ή ο άνεμος, το ξύλινο ρολόι που δουλεύει «μόνο για το τικ-τακ», οι σκιές, το «βουβό» σύννεφο, ο Σταυρός της Νοτιάς κ.λπ.
Το σχεδίασμα όμως των τρόπων κριτικής του πολιτισμού του, με αρχιμήδειο σημείο το ερημονήσι του ωκεανού, παραπέμπει σε μια απόπειρα υπέρβασης της νεωτερικότητας, όπως στοιχειοθέτησε η αποικιακή εξάπλωση των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ως προδρομικός μετανεωτερικός ο νεαρός Κόντογλου ταλαντεύεται, στο πρωτόλειό του Pedro Cazas, ανάμεσα από τα προτάγματα της «αρνητικής υπέρβασης» («negative Aufhebung») και ως «θετικής υπέρβασης» («positive Aufhebung»' βλ. Π. Νούτσος, Ουτοπία και Ιστορία, Αθήνα 1979, σ. 166): μέσα από τις συμπληγάδες παρελθόντος και μέλλοντος την «αντίκοινωνία» που σκιαγραφεί, ως μακρινή αρμονία», δεν τη χαλαλίζει στα «ψάρια του λιμανιού»... Είναι η εποχή που ο Κόντογλου (αφού ως φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών προσέγγισε, μέσω του Πάνου Ταγκόπουλου, το. «Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών» και ως εργάτης στη Γαλλία ζυμώθηκε με συνδικαλιστικές συσπειρώσεις) πρωτοστατεί στη σύσταση της αϊβαλιώτικης ομάδας «Νέοι Άνθρωποι», με σφραγίδα που έφερε στο κέντρο της τσεκούρι όρθιο (βλ. Π. Βαλσαμάκη, «Φ. Κόντογλου», Αιολικά Γράμματα, 1,1971, σ. 502), προλαβαίνοντας την έκδοση του οργάνου της «Πανεργατικής Ενώσεως» Κωνσταντινούπολης Νέος Άνθρωπος (βλ. Π. Νούτσος, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, τ. Βα, σ. 427, 429) και τις παρεμφερείς κινήσεις της Σμύρνης (βλ. X. Καραϊσκάκη, «Εργάτης», Ο Νουμάς, ΙΖ, 1920, σ. 269).

*Ο Π. Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: