27/11/22

Η σύγχρονη τέχνη και το πραγματικό του τραύματος

Μια έκθεση στο Δρομοκαΐτειο διευρύνει τον ορίζοντα της συζήτησης για τις ψυχικές παθήσεις, τον «εγκλεισμό» και την ετερότητα

Του Γιώργου Τζιρτζιλάκη*

Από τις εκθέσεις σύγχρονης τέχνης που πραγματοποιήθηκαν το τελευταίο διάστημα στην Αθήνα, οι «Εγκλεισμοί», σε επιμέλεια του Δημήτρη Τρίκα, είναι εκείνη που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των επισκεπτών. Εκ πρώτης όψεως μπορεί να υποθέσει κανείς ότι το απρόσμενο αυτό ενδιαφέρον οφείλεται στο εννοιολογικό της πλαίσιο −που αντλεί από τις απόψεις του Μισέλ Φουκώ για την τρέλα− ή και από την ιδιαίτερα φορτισμένη ταυτότητα του χώρου όπου πραγματοποιείται. Ας δούμε όμως τι ακριβώς συμβαίνει. Ξεκινώ από τον ίδιο το χώρο: το Δρομοκαΐτειο είναι ένα από τα πρώτα ψυχιατρικά νοσοκομεία της χώρας μας το οποίο άρχισε να λειτουργεί το 1887, με την ονομασία «Φρενοκομείο Ζώρζη και Ταρσής Δρομοκαΐτου», έπεται το «Αιγινήτειο» (1905) και το Δημόσιο Ψυχιατρείο Αθηνών στο Δαφνί (1925) − όπου το 2021 πραγματοποιήθηκε μια επίσης ενδιαφέρουσα ομαδική έκθεση με τίτλο «Reality check», για να ακολουθήσει το πρόσφατο «Κεφάλαιο ΙΙ: inner sanctum», σε επιμέλεια του Κώστα Πράπογλου.
Συμπληρώνω ότι των ψυχιατρικών ιδρυμάτων της Αθήνας προηγείται το Άσυλο Φρενοβλαβών της Κέρκυρας, που λειτούργησε από το 1838, για να μετονομαστεί με την προσάρτηση των Ιονίων Νήσων το 1864 σε Δημόσιο Ψυχιατρείο της Ελλάδας (και στο οποίο νοσηλεύτηκε ο Γιαννούλης Χαλεπάς). Τα χρόνια που προηγήθηκαν, η φροντίδα των «ψυχικά πασχόντων» περιέρχονταν κυρίως στις αρμοδιότητες της Εκκλησίας και των Μοναστηριών, κι αυτό φυσικά από μόνο του είναι δηλωτικό της διπλής αντίληψης της τρέλας, η οποία διαθέτει μια θεϊκή και μια δαιμονική συνιστώσα: από τη μία, η θεϊκή και αρχαϊκή της καταβολή, η οποία καταλάμβανε ενίοτε τους αγίους, και από την άλλη, η αναγωγή της στο δαιμονισμό και στην ακατάσχετη εισβολή του δαιμονικού πνεύματος στο ανθρώπινο σώμα, χωρίς να είναι πάντα ευχερής η διάκριση ανάμεσά τους. Εκείνο, ωστόσο, που μας αφορά περισσότερο εδώ είναι το ότι η διπλή και σχεδόν παγανιστική αυτή προέλευση δεν απουσιάζει από την προδιάθεση και τις προκαταλήψεις μας απέναντι στο δύσκολο αυτό θέμα, αλλά ούτε από τα σχετικά έργα των σύγχρονων καλλιτεχνών.
Μια καλή αφετηρία για να προσεγγίσουμε ένα τέτοιο φορτισμένο πεδίο είναι η αξεπέραστη μελέτη του Georges Didi-Huberman (Invention de l'Hystérie, 1982), ο οποίος στα χνάρια του Aby Warburg διερεύνησε τη στενή σχέση της ψυχιατρικής, της φωτογραφίας και του εμπειρισμού στα τέλη του 19ου αιώνα, ενισχύοντας τον ισχυρισμό του Φουκώ ότι η ίδια η γνώση εγγράφεται σε ό,τι μπορεί να αρχειοθετηθεί. Εστιάζοντας στην τεράστια φωτογραφική παραγωγή του νοσοκομείου Salpetriere, του διαβόητου παρισινού ασύλου για «φρενοβλαβείς» και ανίατες «ψυχικές παθήσεις» γυναικών κατά τη διάρκεια της θητείας του Jean-Martin Charcot, μετατρέπει τα επιστημονικά φωτογραφικά τεκμήρια της ψυχιατρικής παθολογίας σε φαντασιακές εικόνες οδύνης και γοητείας, έκστασης, αλλά και σταύρωσης.
Μια έκθεση σύγχρονης τέχνης σ’ ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο σήμερα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στα ενεργά του τμήματα αλλά στα εγκαταλελειμμένα και ανενεργά του κτίρια. Πιο συγκεκριμένα, οι «Εγκλεισμοί» αρθρώνονται σε δύο ερειπωμένα νοσηλευτικά τμήματα, την πτέρυγα του Αγίου Ισίδωρου και το Δάφτσειο, τα οποία συμπληρώνονται από το ανακαινισμένο παλιό Τυπογραφείο το οποίο χρησιμοποιείται ως μουσείο. Όπως σημειώνει ο επιμελητής της έκθεσης, «η πτέρυγα του Αγίου Ισίδωρου είναι ένα μακρύ παραλληλόγραμμο κτίσμα δύο ορόφων, του 1892, όπου καθηλώνονταν οι ‘ανήσυχοι’ και μάλλον πένητες ασθενείς, με μικρά κελιά, με φεγγίτες και κάγκελα, ένθεν κακείθεν ενός στενόμακρου διαδρόμου, μ’ έναν χώρο εστιατορίου όπου έτρωγαν όσοι από τους ασθενείς κρίνονταν ικανοί και λειτουργικοί, που βρίσκεται στο ισόγειο και επικοινωνεί με μια μικρή, στενή, σχεδόν ασφυκτική, περιφραγμένη με ψηλό τοίχο αυλή. Το Δάφτσειο είναι ένα κτίριο του 1932: μεγάλο, ψηλοτάβανο, εκλεκτικιστικού ρυθμού, με ευρύχωρα δωμάτια και παράθυρα με κάγκελα συρόμενα και ανοιγόμενα, κατά περίπτωση και ώρα. Διαθέτει τη δική του αυλή, που όμως έφτανε μέχρι τον εξωτερικό τοίχο-περίφραξη του νοσοκομείου και όπου νοσηλεύονταν οι πιο εύποροι ασθενείς, οι οικογένειες των οποίων μπορούσαν να πληρώσουν τα υψηλά νοσήλια που απαιτούνταν για την πτέρυγα αυτή. Στους ασθενείς του Δάφτσειου λέγεται μάλιστα ότι εφαρμόζονταν οι πιο εξελιγμένες μέθοδοι θεραπείας, με τη χρήση της ψυχανάλυσης, της μουσικής (υπήρχε και πιάνο στο χώρο) και της τέχνης».

Αγκάθι στη σάρκα του επισκέπτη

Με αυτές τις χωρικές προϋποθέσεις, οι «Εγκλεισμοί» προσκάλεσαν σαράντα οκτώ καλλιτέχνες να παρέμβουν «με έργα που διαλέγονται, συγκρούονται και, σε κάθε περίπτωση, ανταποκρίνονται στο χώρο και στον νοηματικό άξονα της έκθεσης, έργα από όλο το φάσμα του οπτικού και όχι μόνον λεξιλογίου της σύγχρονης τέχνης», τα οποία καλούνται, επίσης, να διερευνήσουν και ορισμένα κοινότοπα όσο και ανθεκτικά «αντιθετικά δίπολα, όπως ασθένεια/υγεία, πραγματικότητες/φαντασιακά τοπία, αλήθεια/ ψέμα, μέσα/έξω, εγκλεισμός/ελευθερία». Σημείο εκκίνησης αλλά και αναφοράς για την Έκθεση «ήταν το πλούσιο και εξαιρετικής σημασίας ηχητικό αρχείο που προέκυψε από τις συνεντεύξεις και τις προφορικές μαρτυρίες που συνέλεξε η Μαρία Φαφαλιού» και συγκέντρωσε σε μορφή αυτόνομης έκδοσης με τον γενικό τίτλο Ιερά οδός 343. Μαρτυρίες από το Δρομοκαΐτειο, (Αλεξάνδρεια 2018).
Οι προσκεκλημένοι καλλιτέχνες επεξεργάστηκαν τα έργα τους σε συνάφεια με την ανησυχητική ατμόσφαιρα των εγκαταλελειμμένων αυτών χώρων, σε εγγύτητα με τα υλικά ίχνη του πόνου και της φρίκης, ωθώντας μας σε μια αναγνώριση και μια συνάντηση με το πραγματικό του τραύματος, που σε ορισμένες περιπτώσεις διατηρείται σχεδόν με αρχαιολογικό τρόπο. Από εδώ νομίζω ότι αντλείται το μεγάλο ενδιαφέρον της έκθεσης, συγκριτικά με μια έκθεση σ’ έναν συμβατικό εκθεσιακό χώρο του Μουσείου. Γνωρίζουμε σήμερα ότι η επιλογή εγκαταλελειμμένων χώρων −τα ερείπια της νεωτερικότητας− με διακριτά κατάλοιπα και υπολείμματα, αποτέλεσε μια προνομιούχα πρακτική πολλών καλλιτεχνών ήδη από την αποβιομηχάνιση της δεκαετίας του 1980. Και ίσως τα τελευταία χρόνια της προϊούσας κρίσης τέθηκε σε τροχιά έντασης, εκφράζοντας ακριβώς μια διαλεκτική αντιπαράθεση με τους συμβατικούς, θεσμοποιημένους και συχνά άτοπους χώρους των μουσείων.
Πρόκειται για διάφορα εκθεσιακά παραδείγματα, που ο πολλαπλασιασμός τους οδήγησε το κοινό των επισκεπτών σε ένα είδος παρατεταμένης κόπωσης. Ωστόσο, η διαφοροποίηση των «Εγκλεισμών» έγκειται στο ότι μας υπενθυμίζουν, με σκοτεινό και δραματικό −συχνά− τρόπο, ότι η σύγχρονη τέχνη δεν μπορεί να σταματήσει να μνημονεύει και να προκαλεί μέσα από τη «ζωή των μορφών» (τουτέστιν την «τεχνική» της καλλιτεχνικής γλώσσας και το «συναίσθημα») το πεδίο του τραύματος στα ψυχικά εδάφη. Ιδίως, όπως στην περίπτωση αυτή, εκείνο το είδος του τραύματος και της Ετερότητας που δεν διαθέτει «εύκολες» εικόνες, ούτε μπορεί μεταφραστεί «εύκολα» σε λέξεις − η ύπαρξή του διαθέτει πάντα κάτι μη αναπαραστάσιμο. Η τέχνη, όπως και ο στοχασμός −για να θυμίσουμε τον Σοπενχάουερ− προκύπτει από το ανησυχητικό punctum pruriens ενός τραύματος, από ένα «αγκάθι στη σάρκα» του επισκέπτη που δεν σταματά να τον τσιμπάει, έχοντας ταυτόχρονα επίγνωση ότι αυτό δεν μπορεί να είναι η τελευταία λέξη για τη ζωή.
Εκείνο που τα διακριτά ίχνη αυτών των χώρων μάς κάνουν να υποθέτουμε ή να φανταζόμαστε ότι συνέβη σε αυτούς, οι άνθρωποι που «εγκλείστηκαν» και πέρασαν από το εσωτερικό τους, δεν είναι σε καμία περίπτωση μια εικόνα ή μια οποιαδήποτε συναρμογή σχημάτων, υλικών ή αντικειμένων. Για να το πω με μεγαλύτερη ακρίβεια, είναι χωρίς εικόνα. Δεν πρόκειται για μια επανάληψη αυτού που συνέβη, για κάτι στο οποίο έχουμε ευχερή πρόσβαση, αλλά απεναντίας για εκείνο που κάθε σύγχρονο έργο το οποίο φιλοξενείται στα κελιά, στους διαδρόμους και στα δωμάτια του Δρομοκαΐτειου χρειάζεται να παράγει. Δεν βρίσκεται κάπου κρυμμένο, κι ακόμη περισσότερο δεν διαθέτει έναν σκοτεινό σκηνοθέτη (τον επιμελητή), ούτε μια δεξαμενή αναπαραστάσεων, αλλά είναι ένας τρόπος να σκεφτόμαστε και να εξακολουθούμε να κάνουμε τέχνη. Επομένως, αν πρέπει να φανταστούμε έναν ρόλο για τα έργα τέχνης που αφηγούνται αλλά και φιλοξενούνται σ’ αυτούς τους χώρους, συνίσταται σε μια πιθανή εργασία γύρω από τον ανέκφραστο χαρακτήρα τους.
Αυτή ακριβώς είναι η μεγαλύτερη επιτυχία των «Εγκλεισμών» και σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκουν τα πιο ξεχωριστά από τα έργα τους − τα οποία, εν προκειμένω, επιλέγει καθένας με τον δικό του τρόπο κατά την περιήγησή του στους εκθεσιακούς χώρους. Κι αυτό γιατί εκείνο που ο καθένας βρίσκει δεν έχει να κάνει τόσο με την τέχνη γενικά αλλά με την εμπειρία της τέχνης, η οποία, εν προκειμένω, αναζητά επίμονα συνδέσεις με τη θεατρικότητα. Οι χώροι του ψυχιατρείου δεν φιλοξενούν απλά τα έργα τέχνης αλλά γίνονται οι ίδιοι έκθεμα που αναδεικνύουν τα σύγχρονα έργα. Από εδώ αρχίζει κάθε συζήτηση για τους «Εγκλεισμούς», που μ’ ένα ιλιγγιώδες πρόγραμμα ομιλιών σε πέντε Ημερίδες και με εβδομήντα περίπου ομιλητές, επιχειρούν να οριοθετήσουν διαταράσσοντας όχι μόνο το πεδίο της εικόνας και τις συμβάσεις των εκθεσιακών χώρων αλλά και το «τείχος της γλώσσας».

Συμμετέχοντες Καλλιτέχνες: Δημήτρης Αντωνίτσης, Χλόη Ακριθάκη, Δημήτρης Αληθεινός, Κατερίνα Αποστολίδου, Ιλεάνα Αρναούτου, Κωστής Βελώνης, Μπάμπης Βενετόπουλος, Αντώνης Βολανάκης, Πόκα Γιο + εργαστήριο ΑΣΚΤ, Βαγγέλης Γκόκας, Θωμάς Διώτης, Μάρκος Ευλογημένος, Μαίρη Ζυγούρη, Κάπτεν, Νικομάχη Καρακωστάνογλου, Χάρης Κοντοσφύρης, Νίκος Κολιόπουλος, Καλλιόπη Λεμού, Μαρία Λοϊζίδου, Μαρία Λουίζου, Ναταλία Μαντά, Μάρω Μιχαλακάκου, Βασίλης Μπακάλης, Μάνια Μπενίση, Βάλλυ Νομίδου, Άγγελος Παπαδημητρίου, Άννα Παπαέτη, Ηλίας Παπαηλιάκης, Νίνα Παπακωνσταντίνου, Άρτεμις Ποταμιάνου, Πάνος Προφήτης, Πηνελόπη Πετσίνη, Ρεντούμης Δημήτρης, Μάριος Σπηλιόπουλος, Γιώργος Τσεριώνης, Ελένη Τζιρτζιλάκη, Κώστας Τσώλης, Σωκράτης Φατούρος, Αλέξης Φιδετζής, Δημήτρης Χαλάτσης, Δέσποινα Χαριτωνίδη, Κώστας Χριστόπουλος, Διονύσης Χριστοφιλογιάννης.

Performances: Φίλιππος Βασιλείου, Στάθης Γράψας/ Αλέξανδρος Βουτσινάς, Γιάννης Μήτρου, Σάββας Στρούμπος/ Έλλη Ιγγλίζ/ Άννα Μαρκά-Μπονισέλ, Φίλιππος Τσιτσόπουλος.

* Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Έργο του Δημήτριου Αντωνίτση

Δεν υπάρχουν σχόλια: