9/10/22

Όψεις του Ελληνικού μοντερνισμού

Σπύρος Παπαλουκάς, Φώτης Κόντογλου

Άποψη της έκθεσης «Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους»

Του Δημήτρη Τρίκα

Οι ζωγράφοι Σπύρος Παπαλουκάς και Φώτης Κόντογλου έχουν εν πολλοίς βίους παράλληλους, ακολουθούν καλλιτεχνικές διαδρομές συγκλίνουσες και εμφορούνται από ιδέες σε μεγάλο βαθμό κοινές.
Ο πρώτος ολοκληρώνει τις σπουδές του στο Παρίσι και επιστρέφει στην Ελλάδα. Στρατεύεται το 1921 και καλύπτει τη Μικρασιατική Εκστρατεία ως ζωγράφος του στρατού. Η εργασία του αυτή αποτυπώνεται σε 500 έργα, που θα παρουσιαστούν στο Ζάππειο, στην «Πολεμική Έκθεση της Στρατιάς της Μικράς Ασίας». Τα σημαντικά αυτά ντοκουμέντα θα χαθούν στο σύνολό τους στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Ο Παπαλουκάς θα επιστρέψει στην Ελλάδα, θα εγκατασταθεί στην Αίγινα και το 1923 θα επισκεφθεί το Άγιο Όρος, όπου θα παραμείνει για έναν ολόκληρο χρόνο, μελετώντας τη βυζαντινή ζωγραφική και αντιγράφοντας αγιογραφίες.
Ο δεύτερος μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1919, επιστρέφει στην πατρίδα του, το Αϊβαλί. Έχει ήδη περάσει από τη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του και έχει, όπως ο Παπαλουκάς, ζήσει και εργαστεί για ένα διάστημα στο Παρίσι. Με την επιστροφή του διορίζεται καθηγητής στο τοπικό Παρθεναγωγείο και το 1921 επιστρατεύεται και συμμετέχει κι αυτός στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Το 1922 φτάνει στην Ελλάδα πρόσφυγας, με ένα καΐκι μέσα στον γενικό θρήνο. Το 1923 πηγαίνει στο Άγιο Όρος, και η αρχική πρόθεση του ήταν να γίνει καλόγερος.
Ο Παπαλουκάς και ο Κόντογλου ανακαλύπτουν και εμβαθύνουν στις αισθητικές αξίες της βυζαντινής ζωγραφικής και τολμούν έναν γόνιμο διάλογο του μοντερνισμού με την παράδοση. Το μεγάλο εγχείρημα γι΄ αυτούς είναι η δημιουργική αφομοίωση της βυζαντινής και μεταβυζαντινής κληρονομιάς, καθώς και της λαϊκής εικαστικής παράδοσης και η μετουσίωση της στα σύγχρονα έργα της δικής τους εποχής. Παρ΄ όλα αυτά δεν ταυτίζονται πλήρως ως προς τη σχέση τους με τον κοσμοπολιτισμό της Δύσης και τον μοντερνισμό του 20ού αιώνα. Ο Κόντογλου ξεκόβει συνειδητά από νωρίς, αν και όπως είναι φυσικό δεν μπορεί να αποκλείσει από το έργο του ούτε καν από τις αγιογραφίες του την παρείσφρηση των ανανεωτικών δυτικόφερτων πινελιών, ενώ η ζωγραφική του Παπαλουκά κρατάει τους διαύλους με τον δυτικό μοντερνισμό ανοιχτούς και διαλέγεται μαζί του μέχρι τέλους, κινούμενος πιο άνετα στο δισυπόστατο (Δύσης/Ανατολής) της γενιάς του τριάντα. Ο Κόντογλου εκπροσωπεί όλο και καθαρότερα τον πόλο της- πάλι κατά τη γενιά του τριάντα- παράδοσης και της ελληνικότητας όπως προσλαμβάνεται από τους εκπροσώπους της. Ο Κόντογλου δεν νοείται χωρίς την ιερότητα της βυζαντινής και λαϊκής παράδοσης. Ο Παπαλουκάς δεν εξαντλείται εντός παράδοσης, αποθεώνει το χρώμα και ταυτίζει την αξία του με την «ουσία» της ζωγραφικής.
Υπ’ αυτή την οπτική ο Παπαλουκάς συγκροτεί μια περίπτωση της ελληνικής ζωγραφικής στο «εδώ και τώρα» του ελληνικού 20ού αιώνα, που θέλει να συνθέτει τα δυτικά και τα ανατολικά πολιτισμικά στοιχεία σε ένα νέο όλον με συνθέσεις και ταυτόχρονα αναταραχές και ρήξεις αλλά ως στοιχεία ταυτότητας για τον νεοελληνισμό και όχι ως μειονέκτημα.
Ο Κόντογλου διαθέτει τη βαθιά γοητεία της σαφήνειας, της καθαρότητας και του μονοσήμαντου μιας παράδοσης που από τη μια κρύβει επιμελώς το ότι είναι επίσης μια κατασκευή (όπως ο κοσμοπολιτισμός) και από την άλλη εμφανίζεται ως το απόσταγμα της πολιτισμικής καθαρότητας της περίφημης ή περιβόητης ελληνικότητας- χωρίς αναταραχές και ρήξεις άρα και χωρίς συνθέσεις.
Ίσως έτσι και να εξηγείται η επίδραση του Κόντογλου σε ζωγράφους νεότερων γενεών ακόμη και σύγχρονούς μας και η εστέτ, (σχεδόν), μοναξιά του Παπαλουκά- παρά τις κοινές τους ρίζες και αναφορές.
Αυτήν την περίοδο στην Αθήνα τρέχουν δύο μεγάλες εκθέσεις. Η έκθεση-αφιέρωμα στον Σπύρο Παπαλουκά, στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη με τίτλο Σπύρος Παπαλουκάς. Ερευνητής του αινίγματος της ζωγραφικής. Γνωστά και άγνωστα έργα, σε Επιμέλεια Ευθυμίας Γεωργιάδου-Κούντουρα. Στην έκθεση ο θεατής παρακολουθεί τη συνεχή και μεθοδική αναζήτηση της προσωπικής του ζωγραφικής έκφρασης, αντιλαμβάνεται με ενάργεια τις μεταλλάξεις του τεχνοτροπικού του ύφους, και μέσα από τις ενότητες των πινάκων και των σχεδίων της έκθεσης (πολλά από τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά) και την παράθεση αποσπασμάτων και σχολίων του ίδιου του Παπαλουκά, προβάλλεται το ευρωπαϊκό προφίλ του καλλιτέχνη και η προσφορά του στην εξέλιξη της νεοελληνικής ζωγραφικής.
Στο Μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στην Αθήνα παρουσιάζεται, σ’ ένα αφιέρωμα στον Φώτη Κόντογλου, με τίτλο Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους, με επιμελητή τον Γενικό Διευθυντή του Ιδρύματος Κυριάκο Κουτσομάλλη.
Η δομή του περιλαμβάνει αφ’ ενός έργα του Φώτη Κόντογλου με την βαθιά ευαισθησία, την καθαρότητα του αφηγηματικού λόγου, την σχεδιαστική δεινότητα και τον ζωγραφικό λυρισμό του χρωστήρα του και αφ’ ετέρου έργα άλλων ζωγράφων που δείχνουν την επιρροή που άσκησε στη ζωγραφική και τα γράμματα του 20ού αιώνα στους νεότερους.
Εκτός από τους άμεσους μαθητές του που ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Νίκος Εγγονόπουλος, είχε στενή σχέση με τον Ράλλη Κοψίδη, τον Σπύρο Παπαλουκά, τον Σπύρο Βασιλείου, τον συμπατριώτη του Στρατή Δούκα και τον Νίκο Βέλμο, ενώ υπήρξαν και αυτοί που ανήκουν στη χορεία των «κρυπτομαθητών», όπως ο Γιάννης Μόραλης, ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, ο Κλέαρχος Λουκόπουλος και ο Klaus Vrieslander. Ξεχωρίζουμε ιδιαίτερα δύο σπουδαίους πίνακες του Κόντογλου, τον Λαοκόοντα του 1938 και τους Παλαιστές του 1932, καθώς και την συστοιχία με τις προσωπογραφίες. Στους πολλούς ζωγράφους του σήμερα που συμμετέχουν στην έκθεση διακρίνουμε τους συντηρητικούς ακαδημαϊκούς που άλλωστε υπερτερούν και τις λίγες περιπτώσεις νέων που θεωρούμε ότι ανανεώνουν το ιδίωμα με τρόπο ενδιαφέροντα και μερικές φορές ευφάνταστο, όπως οι Φαϊτάκης, Κυραρίνης, Βάρθης, Παπαμιχαλόπουλος και Καμπάνης, εξαντλώντας όμως ταυτόχρονα τη δυναμική και τα όρια του πρωτότυπου.

Ο Δημήτρης Τρίκας είναι μουσειολόγος, δημοσιογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: