25/9/22

Γυναίκες ανώνυμες, σημαντικές

Φωτεινή Παλπάνα, Islands grow - Islands fluctuate, 2022, εγκατάσταση, σχέδιο γαζωμένο σε ύφασμα (το καθένα 33Χ33εκ.), τσιμεντοειδή δομικά υλικά, ακρυλικό χρώμα

Της Χρύσας Φάντη*

ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ, Αυτές, εκδόσεις Πόλις, σελ. 86

Στη συλλογή διηγημάτων της, η Ευγενία Μπογιάνου, σκιαγραφώντας εικοσιτέσσερα γυναικεία πρόσωπα (ή προσωπεία), αναδεικνύει τη μία και μοναδική γυναίκα, όπως αυτή εμφανίζεται στα διάφορα στάδια της ζωής της, από την παιδικότητα και την ενηλικίωση μέχρι την ωριμότητα και το γήρας ─ τη γυναίκα όπως παρουσιάζεται σήμερα, σε όλη της τη διάσταση και τις όψεις της θηλυκότητάς της: αινιγματική, απροσδόκητη, τρομακτική και συχνά τραγική… καθημερινή, τρυφερή, βίαιη. Μέσ’ από ισάριθμες φέτες ζωής, μας τη συστήνει με τα αρχικά των ονομάτων της, τα οποία, παρά την αινιγματικότητα και την ανωνυμία τους, είναι τόσο σημαντικά όσα και τα εικοσιτέσσερα γράμματα της αλφαβήτου που συγκροτεί τη γλώσσα μας. Παράλληλα, περιγράφοντας την υποταγή, την παθητικότητα, τους σκληρούς συμβιβασμούς αλλά και την εναντίωσή της σε όσα και όσους επιδιώκουν να την περιορίσουν, αποδεικνύει ότι η ύπαρξή της, κάθε άλλο παρά μονοσήμαντη ή α-σήμαντη είναι.
«Το παγκάκι, στη δεξιά πλευρά του πάρκου, σκεπασμένο από τις φυλλωσιές, ήταν το πιο απόμερο. Ο ήλιος δεν το έβλεπε, ούτε η βροχή το έφτανε. Περίμενε αμέριμνο. Συνομιλούσε με τον αέρα. Φθειρόταν ανεπαισθήτως, μέρα με τη μέρα. […] Το μέλλον στεκόταν πιο κει και παρατηρούσε. Η Λ. κοιτούσε το μέλλον, κοιτούσε τον σταυρό στο στήθος του Ανδρέα. Ο Ανδρέας κοιτούσε πέρα, μακριά, σ’ ένα σημείο που δεν μπορούσε να διακρίνει η Λ.» (Από το διήγημα «Το όμικρον» σελ. 13, 14).
Μετά από μια διακριτή πορεία στη πεζογραφία (είτε πρόκειται για τη μικρή είτε για τη μεγάλη φόρμα), η Μπογιάνου συνεχίζει να μην επαναπαύεται σε κατακτημένα. Εκείνο που ξεχωρίζει την πρόσφατη συλλογή της από άλλα βιβλία με θέμα παρόμοιο, είναι ότι εδώ, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, γίνεται φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με έργο που δεν αρκείται στην επιφάνεια ούτε και ποντάρει στη δεδομένη δημοσιογραφική δεινότητα της δημιουργού του, έργο που δεν δογματίζει, δεν υιοθετεί ύφος καταγγελτικό, δεν καταπιάνεται με κοινοτοπίες ούτε και καταφεύγει σε λόγο εύπεπτο για να καταδείξει τις απειλές και τον ρατσισμό που υφίστανται ακόμη και σήμερα οι γυναίκες, δεν αναφέρεται ούτε και αναλώνεται σε γνωστά ή λιγότερο γνωστά εγκλήματα έμφυλης βίας ούτε και σε κινήματα τύπου Me Too, παρόλο που, στη ζωή της, η συγγραφέας μάχεται έμπρακτα και τάσσεται ανοιχτά υπέρ τους.
Εδώ, χάρη σε μια μοντέρνα και ενδιαφέρουσα ποιητική μετάπλαση, μια μεταφορά γειωμένη και ταυτόχρονα μαγική, όλα παίρνουν τη θέση που τους αξίζει και τους αναλογεί. Η φύση, τα συναισθήματα, τα πράγματα και οι εικόνες όσων τα περιβάλλουν, συμπάσχουν με αυτή τη γυναίκα, τη διατρέχουν και τη συντρέχουν, μαρκάρουν την πορεία της προς τα μπρος αλλά και τα πισωγυρίσματά της, ενίοτε την απειλούν ή γίνονται η φωνή της. Όπως συμβαίνει και στο δημοτικό τραγούδι, στους μύθους και στις προφορικές αφηγήσεις που κάποιοι αργότερα κατά γράμμα θα αποτύπωναν ή θα παράλλασσαν, μεταφέροντάς τα στην κλασσική και νεώτερη λογοτεχνία, έτσι κι εδώ, στα αισθαντικά και ευσύνοπτα διηγήματα της συλλογής της Μπογιάνου, όλα καθρεπτίζουν και αντικαθρεφτίζονται στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας, εκφράζουν κάτι από τις σκέψεις, τις αμφιβολίες και τα παραμιλητά της, ενώνονται με τη φωνή που οι άλλοι της στέρησαν, τον λόγο που η ίδια αναγκάστηκε να απαρνηθεί. Η αγάπη, το μίσος, η λαγνεία, η ευφορία, ο πόνος, η απόρριψη, αλλά και πράγματα που τα προσπερνάμε ή τα περνάμε για άψυχα, όπως η βροχή, ο αέρας, ένα παγκάκι, μια ταμειακή μηχανή, καταστάσεις που άλλοτε απλώς μας διαταράσσουν και άλλοτε μας τρομοκρατούν, όπως οι απαιτήσεις των παιδιών, τα βογκητά κάποιας γριάς ή η αόρατη πατημασιά ενός ξένου που μας απειλεί, συνοδεύουν την αφανή της ύπαρξη σε όλες τις επιμέρους εκφάνσεις της, περιστρέφονται γύρω από την καθημερινότητά της, αποτυπώνουνε τη σιωπή ή ακολουθούνε τη μνήμη της, μια μνήμη που χάνεται στο περιθώριο, στη θλίψη μιας ιστορίας που έσβησε πριν ειπωθεί, στο αποτύπωμα μιας μαρτυρίας που δεν βρέθηκε κανείς να τη μαρτυρήσει.
Είτε πρόκειται για την Κ. με το άσπρο γιακαδάκι και τα ίχνη της βατομουριάς στο σώμα, την Α. με τη σβήστρα στο χέρι και τη γεύση από αίμα στα χείλη, τη Ν. με το γρατζουνισμένο γόνατο και το φως στην πληγή, τη Μ. με τα λουλούδια και τις πέτρες στις τσέπες, είτε για την ακτήμονα Σ. που μαλάζει τα πονεμένα της γόνατα ή κάποια Φ. με τη σουβλιά στον κρόταφο και το βλέμμα στους αγίους, την αόρατη Ψ. με τη γεύση της επιθυμίας ακόμη στα χείλη ή τη Β. της απόλυτης συγκατάβασης στις απαιτήσεις της οικογένειας σε αντίστιξη με την Ω., της εξορίας και της μοιραίας απόφασης, όλα σ’ αυτήν την αντιφατική, γήινη και ταυτόχρονα θεϊκή θηλυκότητα καταλήγουν. Όλα ενώνονται με την ανάσα της, αυτήν μεταπλάθουν και ακολουθούν.
«Στο δωμάτιο ήχος κανείς. Η ησυχία είχε κουλουριαστεί σε μια απόμερη μεριά. Δεν έβγαζε άχνα, μόνο περιέφερε το βλέμμα δεξιά κι αριστερά. Δεν είχε πολλά πράγματα να δει, το δωμάτιο φτωχικό, τα λιγοστά έπιπλα είχαν φάει τα ψωμιά τους, η υγρασία στους τοίχους, αν και όχι ορατή ακόμα, άφηνε μια άσχημη οσμή. Αυτή η οσμή δεν προμήνυε τίποτα καλό. Αλλά η μισοκοιμισμένη μισόγυμνη Ο. δεν είχε προαισθήματα, ήταν βυθισμένη σε ύπνο βαρύ. […] Η ησυχία κρατώντας την ανάσα της στράφηκε προς τον τοίχο.» (Από το διήγημα «Δεν είναι η συμπόνια», σελ. 38-39.)
Στις «Αυτές», η συγγραφέας, με γραφή όσο ποτέ άλλοτε ώριμη και ταυτόχρονα έκκεντρη, στακάτη, ελλειπτική και με αξιοπρόσεκτη μορφική συνέπεια, ύφος χαμηλόφωνο και την ίδια στιγμή εξεγερμένο, απογειώνει το θέμα της συνθέτοντας ένα πεζογράφημα αισθητικά άρτιο και με υψηλές λογοτεχνικές προδιαγραφές.

*Η Χρύσα Φάντη είναι συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια: