Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: 200 χρόνια από τη γέννησή του
Της Κωστούλας Μάκη*
Κάθε ερμηνευτική προσέγγιση στην οποία η θεωρία αποπειράται να οικειοποιηθεί με απόλυτους μονοδιάστατους όρους ένα λογοτεχνικό κείμενο χωρίς να ιστορικοποιεί το πλαίσιό του στο «εδώ και τώρα», καταλήγει στην ιδεολογική χρήση του έργου τέχνης και ενίοτε του δημιουργού του. Παράλληλα, οι ιδεολογικές αυτές χρήσεις συμπλέουν με τελεολογικές συνθέσεις που αποπολιτικοποιούν τα κείμενα, απομακρύνοντας τα αιτήματα για πολλαπλές επικαιροποιημένες αναγνώσεις.
Διακόσια χρόνια μετά τη γέννηση του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, νομίζω ότι δύο από τα εξακολουθητικά ερμηνευτικά σχήματα του έργου του, η ψυχανάλυση και η θεολογία, περιορίζουν την πολυφωνική συνθετότητα των βιβλίων του. Το γεγονός αυτό έχει ήδη επισημανθεί στο περιοδικό «Σημειώσεις» τη δεκαετία του 1980 από τον Στέφανο Ροζάνη και τη Ρένα Κοσσέρη. Έτσι, αν ο πρώτος προτάσσει τη διατύπωση «κριτικών αντιφωνιών»[1] και την εκτύλιξη μιας διαρκούς «βιωματικής αμφιθυμίας»[2], στις μεταφυσικές ή ψυχαναλυτικές αναγνώσεις υφέρπει αντίθετα μια «αφυδατωμένη κριτικότητα»[3].
Στο δοκίμιό του παραδείγματος χάριν για τον Ντοστογιέφσκι ο Freud το 1928[4] χρησιμοποιεί τον βιογραφισμό για να πιστοποιήσει ως αυθεντία πως οι επιληπτικές κρίσεις του Ντοστογιέφσκι ήταν αποτέλεσμα της νευρωτικής προσωπικότητάς του, ενώ κάνει επίκληση στην ηθική του, αμφισβητώντας τη, και υποστηρίζοντας ότι ο ηθικός άνθρωπος δεν υποκύπτει στον πειρασμό. Προκειμένου να αποδείξει το άλυτο οιδιπόδειο σύνδρομο του συγγραφέα, ο Freud δε διστάζει να χρησιμοποιήσει μη αποδειγμένες φήμες (ότι ο πατέρας του συγγραφέα δολοφονήθηκε), σημειώνοντας ότι ο Ντοστογιέφσκι διακατέχονταν από μαζοχισμό και μόνιμη αίσθηση ενοχής που τον οδήγησαν στην «αναπλήρωση» της πατρικής φιγούρας με αυτήν του τσάρου ή του θεού. Το θέμα της πατροκτονίας σύμφωνα με τον Freud είναι και το κυρίαρχο στοιχείο/μοτίβο στους αδερφούς Καραμάζοφ. Στην κριτική του Theodor Reik για το δοκίμιό του, ο Freud απαντώντας ομολογεί ότι τελικά δεν συμπαθεί τον Ντοστογιέφσκι, επειδή η οπτική του περιορίζεται σε μια «μη φυσιολογική ψυχική ζωή».
Τέτοιες ψυχολογικοποιημένες θέσεις μέσω θεωριών βάθους συγκροτούν ιεραρχικές αξιολογικές κατατάξεις του συγγραφέα και του έργου του, ακόμα και αν δεν αμφισβητείται η συγγραφική ικανότητά του. Οι ερμηνείες αυτές παραμένουν γραμμικές, αναπαράγοντας δίπολα που στοιχειοθετούνται ως φυσικά. Δίπολα, όπως αυτό της ηθικής και της ανηθικότητας, του καλού και του κακού, της πίστης και της απιστίας, του εγκλήματος και της τιμωρίας, του έργου και του δημιουργού γίνονται αφηγήσεις σε ένα ιστορικό κενό, που χρησιμοποιούν παράλληλα θεωρίες του ατομισμού μέσω κατασκευών για τα κρυμμένα τραύματα στο ασυνείδητο. Πρόκειται για μια ψυχολογικοποίηση του ιστορικού υποκειμένου στον χώρο και τον χρόνο αποστερημένη από τις διλημματικές ιδεολογικές διαστάσεις των έργων του Ντοστογιέφσκι. Το βασικό λάθος κατά τον Μπαχτίν δεν βρίσκεται στο ότι ο καθένας ερμηνεύει το έργο του Ντοστογιέφσκι με έναν τρόπο, αλλά ότι το ερμηνεύουν ως μια φωνή.
Στις διαφορετικές ερμηνευτικές αποτιμήσεις τα μυθιστορήματά του έχουν συχνά χαρακτηριστεί ιδεολογικά ή ψυχολογικά. Ο ίδιος ο συγγραφέας δήλωνε: «Με αποκαλούν ψυχολόγο, αλλά αυτό δεν είναι αληθές. Είμαι κυρίως ένας ρεαλιστής με την έννοια ότι απεικονίζω όλα τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής»[5].
Όπως επισήμανε ο Μπαχτίν οποιαδήποτε μονολογική προσέγγιση ηθικοθρησκευτική ή ψυχολογική καταργεί τη συνθετότητα του έργου του, η οποία δεν υποβιβάζει την ψυχική πραγματικότητα σε αντικείμενο. Στα μυθιστορήματά του ο ανθρωπιστικός σκεπτικισμός συγκρούεται διαρκώς με την πίστη χωρίς έναν και μοναδικό ιδεολογικό παρονομαστή. «…Ο ριζοσπαστικός πεσιμισμός και η φλογερή πίστη στον εξαγνισμό, ο πόθος της ζωής κι ο πόθος του θανάτου- όλα αυτά μάχονται εδώ μια μάχη χωρίς νικητές… όλη η αχανής πληρότητα της ζωής ενυπάρχει σε κάθε κομματάκι του έργου»[6] σημειώνει ο Μπαχτίν, τονίζοντας ότι παρακολουθούμε τις ζωές των ιδεών μέσα στους ήρωες και καθώς συμβαίνουν πολλαπλοί μετασχηματισμοί θεωρίας και πράξης πάντα πλουραλιστικοί και διαλογικοί. Η αιτιότητα δε χωρά στο έργο του και οι ιδέες/θέσεις δεν υπάρχουν από μόνες τους. Προτάσσονται αρμονίες «ασυγχώνευτων φωνών» και ασίγαστες αναπόφευκτες διαφωνίες χωρίς οριστικό τέλος. Με αυτούς τους τρόπους εκφράζει ο συγγραφέας τις πολιτικές συνθήκες της εποχής του.
Σύμφωνα με τον Αυγέρη, ο Ντοστογιέφσκι ζητά τη λύτρωση του ανθρώπου μέσα στον πόνο κι από τον πόνο[7]. Κατασκευάζοντας την έννοια του δαιμονικού στον Ντοστογιέφσκι η Κοσσέρη «απελευθερώνει» το έργο του από μονοδιάστατες θεολογικές ή ψυχαναλυτικές εκδοχές, εντάσσοντάς το διαχρονικά στην πολιτική εξιστόρηση των ανθρώπινων ιδεών και παθών. Στην περίπτωση αυτή «καταραμένος» ή «κολασμένος» είναι κάθε άνθρωπος που παραβαίνει και αψηφά ένα σύστημα θρησκευτικών ή κοινωνικών αξιών[8]. Μιλώντας για την ενοχή ως θεώρηση του κόσμου και χαρακτηριστικό του τον τοποθετεί σε δύο πόλους έλξης. Ο πρώτος αφορά στην άρνηση της δυϊστικής σκέψης και στην πράξη που δεν μπορεί πια να στηριχτεί σε μια ηθικότητα και ο δεύτερος στο πάθος ως ανεξέλεγκτη τάση που οδηγεί το άτομο σε μια βιωμένη ένταση στην οποία δεν πραγματοποιείται ποτέ ο ευδαιμονισμός.
Ο Statkiewicz[9] επιχειρηματολογεί ότι ο Ντοστογιέφσκι μαζί με τον Αρτώ και τον Νίτσε ήταν από τους πρώτους λογοτέχνες, που στο έργο τους ασκούν κριτική στις θεοποιημένες γραμμικές έννοιες της κουλτούρας και του πολιτισμού. Αν η έννοια της κουλτούρας στέκεται τελικά αντίθετα σε κάθε έννοια της κουλτούρας, αποκρύπτοντας πολλά παραπάνω από όσα αποκαλύπτει, όπως έχουν σημειώσει ο Geertz, o Adorno και ο Horkheimer, τότε η σκληρότητα στα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι είναι ο αντίλογος στις μεταφυσικές κατασκευές της προόδου. Η σκληρότητα ως διαφορά είναι αυτό που προτάσσεται απέναντι στην αδιαφορία του μηδενισμού και τις εξιδανικευμένες χρόνιες ψευδαισθήσεις για την ανθρώπινη πρόοδο.
Αντίστοιχα, ο Stenner[10] εξετάζει το έργο του Ντοστογιέφσκι ως κομβικό κριτικό μέσο που αποκαλύπτει τις κρυφές πλευρές της ανάπτυξης του θετικισμού στην τότε αναδυόμενη επιστήμη της ψυχολογίας. Εφόσον οι ταυτότητες κατασκευάζονται όχι μόνο διά του λόγου, αλλά και κειμενικά, η πολυφωνικότητα των ηρώων του Ντοστογιέφσκι συνομιλεί με τον χώρο της κριτικής κοινωνικής ψυχολογίας, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την έννοια του ενιαίου εαυτού, αλλά και την ιδεαλιστική πίστη στην πανάκεια της κουλτούρας και της προόδου που με την ενίσχυση της νέας επιστήμης της ψυχολογίας μπορεί να απαλλάξουν τους ανθρώπους από τα αδιέξοδά τους. Έτσι το έργο του Ντοστογιέφσκι ανοίγει τον δρόμο στην κριτική επανεξέταση της ψυχολογικής επιστήμης και στην ανάγκη να επαναδιατυπωθεί η ίδια η ιστορία της με τη διερεύνηση της επίδρασης της έννοιας της πνευματικότητας στον επιστημολογικό καμβά της. Είναι επομένως ο Ντοστογιέφσκι που θίγει τη διλημματικότητα και την ένταση ανάμεσα στις ιδεαλιστικές κατασκευές εαυτού και στη θραυσματικότητα ταυτοτήτων και πνευματικών συστημάτων σκέψης, απομακρύνοντας τις μονομερείς ουσιοκρατικές πεποιθήσεις.
Στην τελευταία παράγραφο από το «Υπόγειο»[11] ο πρωταγωνιστής καταθέτει: «Όσο για μένα, στη ζωή μου έφτασα στα άκρα εκείνο που εσείς δεν τολμάτε ούτε στο μισό δρόμο να φέρετε, από δειλία ̇ κι ακόμη, παίρνετε τη δειλία σας για φρονιμάδα και παρηγοριόσαστε ξεγελώντας τον εαυτό σας. Γι’ αυτό το λόγο ίσως να είμαι πιο ζωντανός από σας. Μα δώστε, παρακαλώ, περισσότερη προσοχή! Δεν ξέρουμε ακόμη πού υπάρχει τώρα εκείνο που είναι ζωντανό, από τι είναι και πώς ονομάζεται. Αφήστε μας μόνους, χωρίς βιβλία, κι αμέσως θα πελαγώσουμε, θα τα μπερδέψουμε ̇ δε θα ξέρουμε πού να στηριχτούμε και σε τι να αφοσιωθούμε, δε θα ξέρουμε τι πρέπει να αγαπήσουμε ή να μισήσουμε, τι πρέπει να εκτιμήσουμε ή να περιφρονήσουμε. Βαριόμαστε ακόμη και που είμαστε άνθρωποι, άνθρωποι με σάρκα και οστά αληθινά, ντρεπόμαστε γι’ αυτό και το θεωρούμε ατιμία μας. Γυρεύουμε να γίνουμε ένας τύπος γενικού ανθρώπου που δεν υπήρξε ποτέ. Είμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθούμε και χρόνια και χρόνια μας γεννούν πατέρες που δεν είναι ζωντανοί, μια κατάσταση που μας ευχαριστεί όλο και πιο πολύ. Μας αρέσει. Σε λίγο, θα επινοήσουμε κάποιο τρόπο να γεννιόμαστε από μια ιδέα. Μα δε θέλω πια να γράφω μέσα απ’ το υπόγειο».
Όλα τα δαιμονικά στοιχεία του Ντοστογιέφσκι ορίζονται στον λόγο και παρατίθενται σε βιωματικές συνθέσεις διλημμάτων που διαρθρώνονται με όρους ταυτοτικούς. Κάθε νέα ανάγνωση των έργων του επιβεβαιώνει τις ρευστές εκδοχές των ταυτοτήτων που κατασκευάζονται δια του λόγου στη λογοτεχνία των κειμένων του συγγραφέα. Στον Σωσία η πραγματική συνύπαρξη πολλών εκδοχών διαφορετικών εαυτών θίγει τα όρια των κοινωνικών προσδοκιών και των ψυχιατρικών διαγνώσεων, όπου η ψύχωση εγγράφεται στις διαφοροποιήσεις από τις κοινωνικές κατατάξεις για το φυσιολογικό και το παθολογικό, αλλά και στην αναγνώριση των πολυφωνικών εαυτών σε έναν κόσμο που αρνείται την πολυφωνικότητα πραγμάτων και εαυτών.
Ο εγκιβωτισμός ιδεολογικών αντιπαραθέσεων στις βιωμένες υποκειμενικότητες των πρωταγωνιστών του δεν ολοκληρώνονται ποτέ. Καθώς οι αναγνώσεις και οι ερμηνείες τροποποιούνται, το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο των ντοστογιεφσκικών κειμένων συνομιλεί με αυτό τού «εδώ και τώρα», φτιάχνοντας νέες πολυφωνίες. Δε μιλάμε λοιπόν για μια αντίστιξη ανάμεσα στον εαυτό, τους άλλους και τις ιδεολογικές συνθέσεις των κοινών τόπων της εποχής, αλλά για διαχρονικές διαλογικές διαπραγματεύσεις συμβάντων. Μια πολυφωνική ανάγνωση των Δαιμονισμένων για παράδειγμα μη γραμμική αναδεικνύει και τα πολυεπίπεδα διλήμματα του «εδώ και τώρα» και τη διαχείρισή τους στον λόγο. Έτσι η αισθητική των έργων του δεν προσλαμβάνεται ως κλειστή αναγνωστική πλατφόρμα ψυχολογικών χαρακτήρων, αλλά ως κριτική αναστοχαστική και πολιτική ψυχολογία του προσωπικού και του κοινωνικού. Οι διλημματικές διαπραγματεύσεις των ντοστογιεφσκικών ηρώων κατασκευάζουν διακειμενικά νέα διλήμματα των διλημμάτων. Η τραγικότητα γίνεται όχημα ανάγνωσης του πραγματικού μέσα από τις εν οδύνη υποκειμενικότητες που δεν περιορίζονται σε απόλυτες ιδεαλιστικές τοποθετήσεις. Τοιουτοτρόπως, η πολυφωνικότητα γίνεται ζωντανή αισθητική παράσταση, ιδιότυπος παλινδρομικός ουμανισμός πέρα από τα όρια του καλού και κακού, αποτύπωση των μετααφηγήσεων για το τι συμβαίνει όταν το έδαφος σαλεύει κάτω από τα πόδια μας τώρα που διαπιστώνονται τα ιδεολογήματα μιας επίπλαστης κατασκευής της προόδου και της κουλτούρας. Στο βιβλίο του «Η μεταμυθοπλασία στη νεοελληνική πεζογραφία»[12] ο Κώστας Βούλγαρης θίγει επίσης ζητήματα που συνδέονται με τις προσλήψεις της πολυφωνικότητας, τα όρια της ιδεολογίας στην τέχνη καθώς και τις μονόπλευρες αναγνώσεις που ταυτίζουν τα πρόσωπα ενός έργου με τον συγγραφέα τους. Παραθέτοντας μια επιστολή του Ντοστογιέφσκι στον αδερφό του αναφέρεται η ένσταση του ίδιου του Ντοστογιέφσκι ως προς τις προσλήψεις του έργου του: «[…] έχουν συνηθίσει να βρίσκουν τη φάτσα του συγγραφέα παντού, ενώ εγώ δεν τους δείχνω τη δική μου»[13]. Κάθε μονοφωνική ανάγνωση ακυρώνει τελικά την έννοια της πολυφωνικότητας, είτε ψάχνοντας σε ένα έργο παντού το καθρέφτισμα του συγγραφέα του είτε επιλέγοντας να περιορίσεις το κείμενο στις ιδεολογικές πλευρές του. Ζήτημα που αναφέρει ο Μπαχτίν τονίζοντας ότι: «Η μέχρι τώρα βιβλιογραφία για τον Ντοστογιέφσκι είναι αφιερωμένη κατεξοχήν στην ιδεολογική προβληματική του έργου του. Το πρόσκαιρο ενδιαφέρον γι’ αυτή την προβληματική επισκιάζει τα βαθύτερα και σταθερότερα δομικά στοιχεία της καλλιτεχνικής του θεώρησης»[14]. Εξάλλου, όπως επισημαίνεται και στη συνέχεια του βιβλίου του Βούλγαρη, το ίδιο συμβαίνει συχνά και με την ίδια την έννοια της πολυφωνικότητας η οποία, όπως επισημαίνεται από τον Αλεξίου, καταργείται στο πλαίσιο ενός μοδάτου «μπαχτινισμού»[15].
Ως προς τη θεολογία ο Κυρίλοβ δηλώνει: «Ο θεός είναι απαραίτητος και γι αυτό πρέπει να υπάρχει… Όμως εγώ ξέρω πως θεός δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει»[16]. Με αυτόν τον τρόπο τίθεται στους Δαιμονισμένους η παρακμή του ιστορικού χριστιανισμού με τη θρησκευτική εξέγερση των πρώτων Ρώσων μηδενιστών. Την ίδια στιγμή ο Ιβάν Καραμάζοφ, ο Σταυρόγκιν, ο Μίσκιν γίνονται εκφραστές της περιπέτειας της ελευθερίας, «μάσκες των ιδεών που δεν πραγματοποιούνται»[17]. Οι διλημματικές εκφάνσεις και η εκτύλιξή τους αρνούνται κάθε σωτηριολογική λύση, υποσκάπτοντας την πραγμάτωση κάθε ιδεατού ονείρου.
Παράλληλα οι συνεχόμενες οικειοποιήσεις του Ντοστογιέφσκι, με διαφορετικούς μεθοδολογικούς κριτικούς άξονες, δεν επισημαίνουν μόνο την επικαιρότητα και τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα του έργου του, αλλά τονίζουν επίσης την αναγνώριση κοινών διαχρονικών ιδεολογικών διλημμάτων σχετικά με το έθνος, τα όρια της ελευθερίας και της πίστης, τον έρωτα και το πάθος, την ηθική και την παραφροσύνη. Τα διλήμματα συνυφαίνονται με τις υποκειμενικές κατασκευές εαυτού έξω από ευχολογικές διασαλεύσεις της γραμμικής προόδου. Η υποκειμενικότητα γονιμοποιείται στο «χωνευτήρι του δραματικού υλισμού της ζωής»[18] και με όρους ταξικούς, χωρίς ωστόσο να καταλήγει στη μονομέρεια του ευρωπαϊκού ρομαντισμού.
Αφού σ’ αυτήν την τοποθέτηση υπάρχουν τα επιχειρήματα μιας κριτικής ψυχολογικής προσέγγισης, ας σημειωθεί επιπλέον ότι ο Ντοστογιέφσκι, δεκαετίες πριν από τον Φουκώ, δίνει ψήγματα της ιστορίας της τρέλας με πύρινο αυτοσαρκασμό και χιούμορ. Όποια φωνή κάθε φορά ανθίσταται στις κοινωνικές υποδείξεις για το τι είναι φυσιολογικό παθολογικοποιείται, κατατασσόμενη στην ψυχιατρική παθολογία.
Τόσα χρόνια μετά, ευτυχώς, οι συνθέσεις των πολυφωνικών φωνών στα έργα του Ντοστογιέφσκι παγιώνουν τα κριτικά αιτήματα των σύγχρονων καιρών στο σχήμα του ουροβόρου και με νέες πολιτικοποιημένες κατασκευές στον λόγο των πολλαπλών εκδοχών υποκειμενικότητας που βρίσκονται σε διαπραγμάτευση στο ιστορικό πλαίσιο του παρόντος. Η θέση του Μπαχτίν πως ο «ντοστογιεφσκισμός» είναι μια «αντιδραστική, καθαρά μονολογική έκφανση της πολυφωνίας του Ντοστογιέφσκι»[19], παραμένει επίκαιρη ώστε να μας προσανατολίζει στις δια του λόγου κατασκευές ταυτότητας και τα ιδεολογικά διλήμματα που αναπροσαρμόζονται διαλογικά σε συγκεριμένα ιστορικά πλαίσια και με τη συνέργεια των αναγνωστών.
Έτσι κι αλλιώς, ο Ντοστογιέφσκι παραμένει επίκαιρος και κλασικός είτε «ακούγεται σαφής και διαρθρωμένος μέσα στο δωμάτιο», είτε η παρουσία του «γίνεται αισθητή σαν μια μακρινή βαβούρα, έξω από το δωμάτιο που έχει πλέον καταληφθεί από την επικαιρότητα…»[20], όπως εύστοχα επισήμανε και ο Καλβίνο.
[1] Ροζάνης, Σ. (1983) Η υπέρβαση των ορίων και το τίμημα. σημειώσεις 22, σελ. 8-23, σ. 9.
[2] Ο.π., σ. 13.
[3] Κοσσέρη, Ρ. (1983) Η καθολική συμμετοχή στον συμβολικό κόσμο των πεπρωμένων. σημειώσεις 22, σελ. 24-58, σ. 44.
[4] Freud, S. (1928) Dostojewski und die vatertötung. In Die Urgestalt der Brűder Karamasoff, ed. R. Fűlöp-Miller and F. Eckstein, Munich, pp. xi-xxxvi.
[5] Wellek, R. (1962) (Ed) Dostoevsky: a collection of critical essays. Eaglewood Cliffs, N. J: Prentice-Hall, p. 3.
[6] Μπαχτίν, Μ. (2000) Ζητήματα της ποιητικής του Ντοστογιέφσκι, μετάφραση Ιωαννίδου, Α., Αθήνα: Πόλις, σ. 31.
[7] Αυγέρης, Μ. (1959) Κριτικά αισθητικά ιδεολογικά, Βουκουρέστι: Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις.
[8] Κοσσέρη, Ρ. (1979) Η χαμένη παράδοση. Μια δοκιμή στο πνεύμα του Αρτώ, Αθήνα: Έρασμος.
[9] Statkiewicz, Μ. (2019) Culture and Cruelty in Nietsche, Dostoevsky and Artaud. HQ Maryland: Rowman and Littlefield.
[10] Stenner, P. (2003) In the name of the Father: Dostoevsky and the Spirit of Critical Psychology, Critical Psychology 8, London: Lawrence and Wishart, pp. 96-128.
[11] Ντοστογιέφσκι, Φ. (2014) Το Υπόγειο, μετάφραση Μακρή, Κ. Αθήνα: Γκοβόστης.
[12] Βούλγαρης, Κ. (2017) Η μεταμυθοπλασία στη νεοελληνική πεζογραφία, Αθήνα: Βιβλιόραμα.
[13] Ντοστογιέβσκη, Φ. (1994) Αλληλογραφία (1834-1859), μτφρ. Κυριακάτος, Μ., Αθήνα: εκδόσεις Γκοβόστη. Όπως αναφέρεται στον Βούλγαρη, Κ. (2017) Η μεταμυθοπλασία στη νεοελληνική πεζογραφία, Αθήνα: Βιβλιόραμα, σ. 203.
[14] Μπαχτίν, Μ. (2000) Ζητήματα της ποιητικής του Ντοστογιέφσκι, μετάφραση Ιωαννίδου, Α., Αθήνα: Πόλις. Όπως αναφέρεται στον Βούλγαρη, Κ. (2017) Η μεταμυθοπλασία στη νεοελληνική πεζογραφία, Αθήνα: Βιβλιόραμα, σ. 203.
[15] Αλεξίου, Β. (2008) Λογοπραξίες. Θεωρητικές προβολές στη λογοτεχνία και τη γλώσσα, Αθήνα: Παπαζήσης, Όπως αναφέρεται στον Βούλγαρη, Κ. (2017) Η μεταμυθοπλασία στη νεοελληνική πεζογραφία, Αθήνα: Βιβλιόραμα, σ. 205
[16] Ντοστογιέφσκι, Φ. (2014) Οι Δαιμονισμένοι, μυθιστόρημα σε τρία μέρη, μετάφραση Αλεξάνδρου, Α., σ. 619.
[17] Κοσσέρη, Ρ. (1980) Η απαγορευμένη ενσάρκωση, Σημειώσεις 18, σελ. 5-57, σ. 27.
[18] Ό.π., σ. 7.
[19]Μπαχτίν, Μ. (2000), ό.π. σ. 61.
[20] Καλβίνο, Ι. (2003) Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς, Αθήνα: Καστανιώτης, σ. 22.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου