Να μην με λες αυθόρμητη.
τον Ελικώνα. Μα όταν δεν νοιάζεται, φαντάζει κέρινη
η καρδιά και τα πνευμόνια ψόφια.
Η νύστα αυτή με συντροφεύει κυκλικά,
παιδί της πίκρας και του Διόνυσου.
Στη νύχτα φέρνουν πάντοτε οι άκρες των ποδιών,
στο ζοφερό και στ’ άγνωστο. Οι τολμηροί προτρέχουν!
Να φτιάξω και τα νύχια μου στις μύτες των γκρεμών
απ’ όπου εξέχουν.
Πλυμένα τα σεντόνια μου θα μοιάζουν νυφικά…
Ω εγώ, σε καταράστηκα!
Δεν σου ’δινα νερό – να σε ποτίσω υδρόθεια;
Σώμα μου, μην ποθείς και απ’ την καρέκλα γύρε
στο κενό. Ό,τι ήταν όμορφο το ρήμαξε η φωτιά και σου το πήρε
η ύλη. Κι εσύ, ψυχή μου, μου ’φεγγες, μα τώρα εδώ μην μείνεις,
φύγε ατόφια.
Κι αν δίστασα να γράψω τα πικρά, να μην με κατακρίνεις.
Απόψε, πάρ’ το απόφαση, ανάλαφρη κι αέρινη
πως θα ξαπλώσεις μόνη σου.
Πως θα ξαπλώσεις όρθια.
Αλέξιος Μάινας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου