Της Μαρίας Μοίρα*
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Δίφορη μνήμη, εκδόσεις, Πόλις, σελ. 179
Κάποτε ήταν ένας τόπος και άνθρωποι που τον κατοικούσαν. Το ορεινό κεφαλοχώρι της Δεσφίνας στη σκιά του Παρνασσού ζει το τέλος του 19ου αιώνα και τις σφοδρές αναταράξεις του 20ού, τις μεταπολεμικές τεχνολογικές εξελίξεις, τον εκμοντερνισμό των ηθών και τις αλλαγές των συνηθειών και των καθημερινών πρακτικών. Πρόγονοι και απόγονοι, συγγενείς και φίλοι, γείτονες και συντοπίτες, ξένοι και δικοί, παππούδες, γιαγιάδες, σύζυγοι, γονείς και αδέλφια, ανταποκρίνονται στα προσκλητήρια μνήμης του συγγραφέα, παίρνουν το λόγο και εξομολογούνται τα βάσανα και τις δυσκολίες μιας ζωής απλής, φτωχικής και στερημένης. Αφηγούνται «το άσπρο και το μαύρο» του έρωτα και του θανάτου, της χαράς και της λύπης, της ευφορίας και του πένθους. Μοιράζονται με τον αναγνώστη συλλογικά βιώματα και μικροϊστορίες που αποτυπώνουν την αθωότητα των αγροτικών κοινοτήτων, πράξεις μεγαλείου, φιλαλληλίας και συντροφικότητας και παράλληλα καταστάσεις απίστευτης αγριότητας και σκοτεινών δυσερμήνευτων παθών, που γεννιόνταν και εκτρέφονταν από τον πόλεμο και τις εμφύλιες συγκρούσεις, την ανέχεια και τη σκληρή βιοπάλη, τις συντηρητικές παραδόσεις και τη βαρβαρότητα της εξουσίας. Και οι μονόλογοί τους χαράσσουν στο χώμα μια αιμάτινη γραμμή από άδικα και παράλογα φονικά, ξαφνικούς θανάτους από πνιγμό, νάρκη ή κεραυνό, αυτοκτονίες απόγνωσης και στυγνές εκτελέσεις από Χίτες συγχωριανούς καταδότες.
Ο Γιώργος Θεοχάρης του Χαράλαμπου και της Παναγούλας μας δεξιώνεται στον τόπο του. Μας συστήνει το χωριό στο οποίο εκκλησιάστηκε ο Άρης Βελουχιώτης το 1943 και αναφέρεται στα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Παραθέτει αποσπάσματα εφημερίδων και φωτογραφίες της Δεσφίνας Φωκίδας όμως μοιάζει να ανιστορεί τον βίο και τα δεινά όλων των χωριών της ξεχασμένης και απομονωμένης ελληνικής υπαίθρου. Αρχειοθετεί αποσπάσματα εφημερίδων και φωτογραφικά ντοκουμέντα. Αναθυμάται ιλαρές και ευφρόσυνες στιγμές, αναπολεί σημαντικά και αξιομνημόνευτα γεγονότα, νοσταλγεί όσα έζησε παιδί στο σπίτι, στο σχολειό, στους δρόμους και στα χωράφια. Την γλύκα στα παιδικά του χείλη από το κερδισμένο λουκούμι στην πρέφα που έφερνε το βράδυ ο πατέρας.
Ο λόγος πυκνός και μεστός, δωρικός, ευθύβολος και αισθαντικός αναπαριστά με λιτές φράσεις δραματικά περιστατικά ή κωμικές σκηνές με την ίδια ποιητική δύναμη και αμεσότητα. Χαρτογραφεί με επιμέλεια τον τόπο, την κεντρική πλατεία, χοροστάσι γάμων και πανηγύρεων, με τα εμβληματικά της τοπόσημα, τον αιωνόβιο πλάτανο και την βρύση. Απαριθμεί τα καφενεία, τα παντοπωλεία, τα κουρεία, τις χασαποταβέρνες, το ξενοδοχείο και τα άλλα μαγαζιά, όπου γίνονταν οι συμποσιασμοί και στήνονταν οι σκηνές για τα μπουλούκια και τον κινηματογράφο. Ονοματίζει τις μεγάλες εκκλησιές-ενορίες και τα άπειρα ξωκλήσια με τους βλοσυρούς ή καλοσυνάτους αγίους που έδιναν καταφύγιο στους χωρικούς όταν ξεσπούσαν ξαφνικές καταιγίδες. Περπατά νοερά στα χωραφάκια, εκεί που πήγαινε μικρό παιδί κρατημένος από το χέρι του παππού ή του πατέρα για να κλαδέψουν τα αμπέλια.
Αναλογικές φωτογραφικές μηχανές εποχής και ασπρόμαυρα φιλμ αποτυπώνουν καρέ-καρέ εικόνες από το παρελθόν και το παρόν της Δεσφίνας και τον βίο των ανθρώπων. Φωτογραφίες αχνές που δείχνουν σαν σε όνειρο πανοράματα του τόπου. Πορτραίτα προπατόρων που απεικονίζουν όμορφα, έντιμα πρόσωπα, καθαρά και περήφανα βλέμματα να κοιτάζουν σοβαρά ή χαμογελαστά τον φακό με την αισιοδοξία της νιότης και την άγνοια του μέλλοντος.
«Έμεινε το διάφραγμα ανοιχτό στη θύμηση. Χαράσσοντας το negative της ύπαρξης, το άσπρο και το μαύρο της ζωής μας. Εκεί λοιπόν επιβιώνει η αλήθεια της ζωής. Στου άσπρου και του μαύρου τις διαβαθμίσεις.
Σ’ εκείνες τις μικρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες θα υπάρξουμε. Ίσως γιατί τα κατσαρά δοντάκια τους στο περιθώριο έχουν τη δύναμη να ροκανίζουν τη φθορά».
*Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου