Της Χρύσας Φάντη*
Σταύρος Σταμπόγλης, τεθλασμένη πόλεως αφή, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 66
«Αν είχα το δικαίωμα να επιλέξω, θα προτιμούσα εξαρχής/ την ερημιά, παρά μια μήτρα σφουγγάρι τις νύχτες/ μεθυσμένη το πρωί, παραδομένη το μεσημέρι./ Ποιος ο λόγος άραγε, να χάνω τόσο χρόνο για ένα στεγνό απόγευμα.»
Ο Σταύρος Σταμπόγλης φαίνεται να παράγει ποίηση με τον ίδιο τρόπο που ένα δέντρο επιμένει να ανθοφορεί σε καθεστώς ξηρασίας. Αρχιτέκτονας στο επάγγελμα, στην «τεθλασμένη πόλεως αφή» καταθέτει σαράντα δύο ποιήματα, χωρισμένα σε τρεις διακριτές ενότητες, οι τίτλοι των οποίων μοιάζει να έχουν εμπνευστεί από το φανταστικό σχεδίασμα εμπύρετου χωρο-τέχνη.
Στην πρώτη ενότητα, «Συνοικήσεις», από τα δεκαεφτά ποιήματα που την απαρτίζουν, το πρώτο είναι αφιερωμένο στη νεαρή φοιτήτρια Ελένη Τοπαλούδη, και το δεύτερο («Έννοια εξέλιξης») στη διακεκριμένη βιολόγο Σούζαν Ίτον. Τόσο η παρουσία όσο και η απουσία των άγρια κακοποιημένων και δολοφονημένων γυναικών (θύματα διεστραμμένου σεξισμού και του πιο αποτρόπαιου έμφυλου ρατσισμού που γνώρισε η χώρα μας τα τελευταία χρόνια) είναι καταλυτικές, με τον ποιητή να τις αντιμετωπίζει σαν να βρίσκονται ακόμη στη ζωή (δεν υπάρχει εκείνο το γνωστό «εις μνήμην»), ενώ την ίδια στιγμή, αντιστικτικά και απολύτως ενσυνείδητα, οι αντίστοιχες ποιητικές τους αναφορές είναι από τις πιο κρυπτικές.
Συγκλονιστικοί και με βαρύτητα αποφθέγματος οι εναρκτήριοι στίχοι του πρώτου ποιήματος: «Αν η αιωνιότητα συντηρεί μονάχα τον θάνατο,/ τότε η ζωή υπάρχει μόνο για να θηλάζει Άουσβιτς.» («Πένθους πόλισμα»). Ακολουθούν ποιήματα με ανάλογο ύφος και το ίδιο επώδυνα, αφιερωμένα στους Ζακ Κωστόπουλο (1985-2018), Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο (1993-2008), και Παύλο Φύσσα (1979-2013), αλλά και στους χιλιάδες νέους ανέργους και πρόσφυγες, που μάταια προσπαθούν να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια σε πόλεις όπως η Αθήνα.
Ποίηση σουρεαλιστική, με νύξεις διακειμενικές (στον Ντιέγκο ντε λα Ριβέρα, τη Φρίντα Κάλο, τον Πάουλ Τσελάν κ.ά.) και φράσεις ανατρεπτικές, μέσ’ από τις οποίες τα πράγματα δηλώνονται με υπαινιγμούς αλλά και όπως ακριβώς έχουν, εμπόδιο στη λήθη και στην αποσιώπηση. «Βαφτίζουμε τα θύματα ανίερα, προκλητικά, μάρτυρες/ αέναης συνθήκης, όπου ακόμα και το ξόδι τους/οφείλει να αποδέχεται την προσβολή». (Πένθους πόλισμα»). «Μου λες, μόνο τ’ άυλο και ο θάνατος πια/ στέρεας γη οθόνη είναι» («Στοιχεία συνοίκησης»).
Στη δεύτερη ενότητα, με τον τίτλο «13 μπαλάντες του μπαρ», ο σκληρός ρεαλισμός βαδίζει χέρι χέρι με τον πιο πικρό λυρισμό, ενώ ο λόγος, ρυθμικός και πυκνός, με πρωτότυπους στοχασμούς, ευφυείς συνειρμούς και σχήματα οξύμωρα, εμφανίζεται, εν τούτοις, περισσότερο γειωμένος. Η ατμόσφαιρα παραμένει πεισιθανάτια, με τα συναισθήματα απογυμνωμένα από κάθε ψήγμα ανάτασης, και την απελπισία να εκκολάπτει σκέψεις ωμές αλλά και βαθιά ειλικρινείς, που καταλήγουν σε σπαρακτικούς, σκόρπιους μονόλογους: «Είμαι 76 χρονών και σας γαμώ τις υποσχέσεις,/ τις προτροπές, τις επιστημονικές εργολαβίες, εδώ/ στο υποθηκευμένο μου τίποτα, στα μετόπισθεν.» (« ι΄ Δευτέρα ξημερώματα»).
Αλλού πάλι, η φωνή γίνεται πιο επιγραμματική, το νόημα όμως παραμένει δραματικό, με μια καρυωτακικού τύπου ειρωνεία, που «ξεγυμνώνει την πυραμίδα του κόσμου στην οθόνη» θυμίζοντας «τάξη μαρμαρωμένης μυρμηγκοφωλιάς» («γ΄, Τετάρτη, αργά, πολύ αργά), ενώ οι στίχοι, αλλού σωματικοί και αλλού με έντονη τη νοηματική συμπύκνωση συνεχίζουν να φτιάχνουν ιδιόμορφα γνωμικά: «Τώρα δα, μου ’ρχεται να γράψω μια αισιόδοξη/ ελεγεία περί κομψότητος και άλλες ευτυχίες.[…] Βαριέμαι όμως τις φλυαρίες, την ειρωνεία του θριάμβου/ εκ δεξιών[…]»(«α΄, Δευτέρα, πρώτες πρωινές»). «Με δυσφορία ανασαίνω τη φασαρία στη μπάρα». («ια΄ Τρίτη λίγο πριν τα μεσάνυχτα»). «Άχθος η ανυπαρξία του χρόνου./Η πανδημία της ομοιότητας μοιάζει στην άπνοια.» («ζ΄ Σάββατο βράδυ»).
Στα καταληκτικά ποιήματα της δεύτερης ενότητας, «ιβ΄ Τρίτη ξημερώματα» και «ιγ΄ Τετάρτη βράδυ», η απαισιοδοξία και οι ακυρωμένες επιθυμίες κυριαρχούν, με την καθημερινότητα (όπως υποδηλώνουν οι παραπλήσιοι και ομοιόμορφοι τίτλοι τους) να κυλά σε χρόνο απρόσωπο, στατικό, ρουτινιάρικο ─ εισαγωγή στην επόμενη ενότητα της συλλογής, «Από λεκανοπεδίου εχινάδες», όπου και πάλι οι λέξεις, το ίδιο κοφτές και έκκεντρες (αν και λιγότερο αιχμηρές), εμπλουτίζονται με αναφορές σε ποικίλους τόπους και πολλές διακειμενικές συνομιλίες. Η φωνή του ποιητή για μία ακόμη φορά διαπραγματεύεται επιτυχώς, όχι μόνο τα ίδια τα εκφραστικά μέσα της αλλά και όλα όσα αυθαίρετα τείνουν να της επιβάλλονται ή να της αποκρύπτονται. Δεν επενδύει σε τετριμμένα ούτε προοιωνίζεται «καλές ειδήσεις». Προϊόν μακράς και επίμονης αναζήτησης, μαζί με την ομορφιά της αισθητικής της, φέρει έντονα μέσα της τον σπόρο της εναντίωσης. Ελεγειακή και ταυτόχρονα συγκρουσιακή, κοινωνική και την ίδια στιγμή ακραία εξομολογητική, εντοπίζει το ουσιώδες και πετυχαίνει τη μέθεξη, όπως κάθε γραφή που ξέρει πώς να ποιεί τέχνη.
*Η Χρύσα Φάντη είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου