26/9/21

Γιάνης Κορδάτος

Σε «πλήρη απομόνωση, από δεξιά και αριστερά»

Άποψη της έκθεσης του Δημήτρη Εφέογλου As I Came Through the Desert Thus It Was στη γκαλερί Ζουμπουλάκη

Του Παναγιώτη Νούτσου*

Εφέτος συμπληρώνονται εξήντα χρόνια από το θάνατο του Γιάνη Κ. Κορδάτου (Ζαγορά Πηλίου 1891-Αθήνα 1961). Με αφορμή τις συζητήσεις για το «Εικοσιένα» ήρθε στην επιφάνεια ξανά η πρώτη ιστορική μονογραφία του: Η Κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 (1924, 41946), γραμμένη με την οπτική του «ιστορικού υλισμού» και χωρίς την «ήρεμη εργασία του σπουδαστηρίου», όπως ο ίδιος σημείωνε στον επίλογο.
Εδώ θα μείνουμε στην τελευταία εικοσαετία της ζωής του. Τον Σεπτέμβριο του 1932 εγκαινιάζεται στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση (με τον ενδεικτικό τίτλο: «Περισσότερη προσοχή στο ιδεολογικό μας μέτωπο») μια λυσσώδης επίθεση εναντίον του, που θα οξυνθεί στα δύο επόμενα χρόνια με απανωτές υβριστικές ετικέτες, για τον «βετεράνο του αντιμαρξισμού» που ενσαρκώνει τη «μικροαστική πνευματική αναπηρία». Ο Κορδάτος από τη Νέα Επιθεώρηση, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, απαντά στους «κομπογιαννίτες του μαρξισμού» και τους «μισθοφόρους της Επανάστασης» τόσο ως προς τα realia των ιστορικών του ερευνών όσο κυρίως ως προς την «ιστορικοϋλιστική» του μέθοδο, που δεν ολισθαίνει στον «χυδαίο οικονομισμό και τεχνικισμό».
Για το πολιτικό νόημα αυτής της σύγκρουσης, σε σειρά άρθρων με τον ενδεικτικό τίτλο: «Λένιν και Λενινισμός» και «Οπίσω εις τον Μαρξ», υπογραμμίζει την υπαγωγή των κομμουνιστικών κομμάτων σε εκτελεστικά όργανα του «σταλινικού διευθυντηρίου», το οποίο κρατά για τον εαυτό του το «αλάθητο του Πάπα» και μεταβάλλει έτσι την επαναστατική θεωρία του Marx σε «θρησκευτικό δόγμα». Η «θρησκειοποίηση», ειδικότερα, του «λενινισμού» των επιγόνων σήμαινε την προετοιμασία της «ηρωοποίησης» του Στάλιν, στον οποίο προσωποποιείται η «διχτατορία της διευθύνουσας κλίκας» και από τον οποίο αντλούν την κύρωσή τους οι ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων ως «διορισμένοι γραφειοκράτες» που «καταπροδίδουν όχι βέβαια τα αφεντικά τους μα το προλεταριάτο». Η ευκταία διέξοδος συνδέεται με την ίδρυση μιας νέας Διεθνούς, που θα αναδυθεί όχι ως αίρεση αλλά ως «ανάγκη του κινήματος», προϋποθέτοντας απαραίτητα την «αμείλιχτη αυτοκριτική» και την επιστροφή στον «επιστημονικό σοσιαλισμό».
Ο Κορδάτος με τα κείμενα αυτά αναδεικνύεται στον κυριότερο εκπρόσωπο ενός κριτικού μαρξισμού που κινείται αυτοδύναμα, τόσο σε σχέση με το ΚΚΕ όσο και με τις διάφορες εκδοχές της «Αντιπολίτευσής» του. Με την ευρυμάθειά του, που συνεχώς πλούτιζε, και με ανείπωτη διάθεση αυτοελέγχου, επιχείρησε να κατανοήσει το παρελθόν (διασώζοντας τις λανθάνουσες πηγές, χωρίς αποκλεισμούς ή επιμονή σε προκατασκευασμένα ερμηνευτικά σχήματα) και να διαγνώσει το μέλλον του ελληνικού κινήματος, δίχως να το αποκόπτει από τις διεθνείς του συσχετίσεις και να αποσιωπά τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει το πρώτο «προλεταριακό κράτος», διανύοντας ένα στάδιο «ιδιότυπου σοσιαλισμού» που βρίσκεται «μακριά απ’ τον πραγματικό σοσιαλισμό».
Το 1935 ο Κορδάτος επιχειρηματολογεί στη Σοσιαλιστική Επιθεώρηση εναντίον θεολόγων επικριτών του μαρξισμού και το 1936 στην Παιδεία εκθέτει ξανά τα μεθοδολογικά προβλήματα της ιστορίας. Το 1939 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της σειράς «Αρχαίοι Έλληνες Πεζογράφοι και Ποιηταί» των εκδόσεων «Ι. Ζαχαροπούλου», με την προσδοκία ότι η μελέτη της «κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας» της αρχαίας Ελλάδος, μέσω των μεταφράσεων που θα επιλέγονται με κριτήριο τις ιδέες τους, που «αντικαθρεφτίζουν έναν μεγάλο πολιτισμό», θα συντελέσει στην αυτοπροστασία του σύγχρονου ελληνισμού από τη «μηχανοποίηση» και τα ιδανικά που προωθούν οι «προχωρημένες χώρες».
Με την αφορμή αυτή ο Κορδάτος αφιερώνεται με ιδιαίτερο ζήλο στη μελέτη του αρχαίου κόσμου (ακόμη και Προλεγόμενα στον Όμηρο θα συγγράψει) και θα επιδιώξει την απογύμνωση του ιδεολογήματος των «Αρχαίων» που ποικιλότροπα καλλιεργούσε το καθεστώς του «τρίτου ελληνικού πολιτισμού». Έτσι, εισηγείται να ερευνηθεί ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, που διατηρείται αείζωος, με τον «φακόν της ιστορικής εξελίξεως», για να αναχθεί σε «πρότυπο ενεργείας» και σε «δυναμική πηγή» των συγχρόνων Ελλήνων, μολονότι η ιστορία τους αναπτύσσεται «πάνω στη δική της τροχιά». Η συλλογιστική αυτή ωστόσο, που διαχέεται σε εκτιμήσεις του «μεγάλου φάρου» με εμβέλεια στο «πολυκύμαντο πέλαγος της ανθρώπινης ιστορίας», δεν στοιχεί προς την αρχική σκόπευση του Κορδάτου. Αναμφίβολα, η επανεξέτασή της θα απασχόλησε τον Κορδάτο στα επόμενα χρόνια, όταν τελικά προσχωρεί στο ΕΑΜ και πλησιάζει, χωρίς αμοιβαία εξουδετέρωση επισωρευμένης δυσπιστίας, το ΚΚΕ.
Το 1945 τα «Νέα Βιβλία» εκδίδουν το σύντομο βιβλίο του για τις επεμβάσεις των Άγγλων στην Ελλάδα, το μόνο που συστήνεται για την «εσωκομματική μόρφωση», αν και ήδη ο παλαίμαχος κομμουνιστής δήλωνε ότι η ΕΣΣΔ «παραμένει το προπύργιο του σοσιαλισμού και ο φάρος της κομμουνιστικής ιδεολογίας», μετείχε στο αφιέρωμα των Ελεύθερων Γραμμάτων για τον Γληνό και αρθρογραφούσε στην Ελεύθερη Ελλάδα και τον Ριζοσπάστη. Πρόκειται για μια περιορισμένη αποκατάσταση, που συνυπολογίζει επίσης και την αναθεώρηση ορισμένων απόψεων που είχε διατυπώσει ο Κορδάτος στην Κοινωνική σημασία.
Εκτός από την αναδιάταξη της ύλης, αναζητά τις ρίζες της «νεοελληνικής εθνότητας» στο ετοιμόρροπο Βυζάντιο, υιοθετεί τον σταλινικό ορισμό του έθνους, ανακηρύσσει τον Γεμιστό «πρόδρομο του νεοελληνικού εθνισμού» και διακρίνει στον Ρήγα και τους Φιλικούς τους προπαγανδιστές της «εθνικής ιδέας». Κυρίως εξαίρει τη συμβολή των «αγροτολαϊκών μαζών» στην «κοινωνική μορφή» του εθνικού αγώνα και κατατάσσει στους «προδότες» του τους κοτζαμπάσηδες, τους Φαναριώτες και τους αστούς. Για την εξόριστη ηγεσία του ΚΚΕ, ο χαλκέντερος ιστορικός έχει περιπέσει σε «μηχανική» αντιμετώπιση του ρόλου της αστικής τάξης στο Εικοσιένα, εφόσον η μέθοδός του «στο βάθος ήταν ένας σχηματικός αντιδιαλεχτικός κοινωνιολογισμός που οδηγεί σε υποτίμηση της εθνικής λαϊκής πάλης». Μόνο στο πλαίσιο της ΕΔΑ, της οποίας υπήρξε μέλος του Γενικού Συμβουλίου, ο Κορδάτος ανακτά έναν ανεκτό χώρο δημιουργίας και, βέβαια, μετά την αποπομπή της «καθοδήγησης» Ζαχαριάδη, θα εμφανισθούν ψυχραιμότερες αποτιμήσεις του ιστορικογραφικού του έργου. Μετά τον θάνατό του (1961) ιδρύεται ο σύλλογος «Φίλοι Γιάνη Κορδάτου» για να διασώσει τα ανέκδοτα γραπτά του, αλλά και τη μνήμη του «τραγικού ανθρώπου», που είχε αντιληφθεί την «εκτροπή της προσωπολατρίας» και έζησε σε «πλήρη απομόνωση, από δεξιά κι αριστερά» (βλ. «Ιστορική αίσθηση» και λογοτεχνία, Αθήνα 2011 69-71).

*Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Παν/μιο Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: