18/7/21

Κι ο θάνατος δεν θα ’χει εξουσία

Του Παναγιώτη Βούζη*

Ο Michel Foucault στο μάθημα της δεκάτης πέμπτης Ιανουαρίου του 1975, το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο Οι μη κανονικοί, και στην αρχή του κεφαλαίου για τον πανοπτισμό στο Επιτήρηση και Τιμωρία, αντιστοιχίζει δύο διαφορετικές μορφές άσκησης της εξουσίας προς δύο μοντέλα βασισμένα στην αντιμετώπιση των μολυσματικών ασθενειών. Στον κύκλο των διαλέξεων, τα έτη 1977-1978, με τον τίτλο Ασφάλεια, Επικράτεια, Πληθυσμός προσθέτει ένα τρίτο μοντέλο. Και τα τρία περιγράφονται στο άρθρο του Carlo Salzani “COVID-19 and State of Exception: Medicine, Politics, and the Epidemic State”.
Η αντιμετώπιση της λέπρας παραπέμπει σε ένα προνεωτερικό όχι όμως εγκαταλελειμμένο μοντέλο της εξουσίας με κύριο χαρακτηριστικό τον αποκλεισμό από την κοινωνία, προκειμένου να επιτευχθεί στο επίπεδο του φαντασιακού ο εξαγνισμός της. Αντίθετα, η αντιμετώπιση του λοιμού παραπέμπει σε ένα νεωτερικό μοντέλο ισχύος, το οποίο κερδίζει σταδιακά έδαφος στην Ευρώπη από τα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα. Σύμφωνα με αυτό, ενεργοποιείται ένας μηχανισμός πειθαρχίας που προβλέπει, αφενός, τη διαβίωση σε έναν χώρο σχολαστικά διαιρεμένο, οργανωμένο και ελεγχόμενο και, αφετέρου, την παραγωγή της σχετικής με την ασθένεια γνώσης. Ο αποκλεισμός αντικαθίσταται από την καραντίνα, την επιτήρηση, την εξατομίκευση και την επιβολή ενός ορισμένου τύπου κανονικότητας. Όπως υπογραμμίζει ο Alberto Toscano στο δοκίμιο “Beyond the Plague State”, πρόκειται για την προσπάθεια ώστε το άτομο να συμμορφώνεται προς μια συμπεριφορά η οποία θεωρείται η κανονική. Ο κάθε μεμονωμένος άνθρωπος αποτελεί μια δυνητική απειλή. Αυτή μπορεί να εξαλειφθεί μέσω της συγκέντρωσης δεδομένων, γεγονός το οποίο συνεπάγεται τη σχετικοποίηση της ιδιωτικότητας.
Το τρίτο, το μοντέλο της ευλογιάς ή του εμβολιασμού, αντιπροσωπεύει μία μορφή άσκησης της εξουσίας, από το δεύτερο μισό του δέκατου όγδοου αιώνα και εξής, όπου διατηρείται η κινητικότητα με έναν τρόπο όμως ο οποίος εκμηδενίζει τους ενεχόμενους σε αυτήν κινδύνους. Το ζητούμενο τώρα δεν εντοπίζεται στην καθαρότητα, όπως στην πρώτη περίπτωση, ούτε στην πειθάρχηση, όπως στη δεύτερη, αλλά στην ασφάλεια. Οι τεχνολογίες της ασφάλειας αντιμετωπίζουν την εκάστοτε απειλή όχι με την προοπτική να την εξαλείψουν αλλά με τον σκοπό να την ενσωματώσουν, να την αποδυναμώσουν και να τη διαχειριστούν.
Για τον Foucault, καθώς σημειώθηκε στην αρχή, οι πρακτικές εναντίον μιας επιδημίας δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τις πρακτικές με τις οποίες εξασφαλίζεται η κυριαρχία επάνω σε ένα ανθρωποσύνολο. Η διαφορά έχει μόνο μια ποσοτική διάσταση. Ο γάλλος φιλόσοφος γράφει στο Επιτήρηση και Τιμωρία ότι η πόλη, η χτυπημένη από τον λοιμό, συνιστά την ουτοπία της άρτια διακυβερνούμενης –τουτέστι ελεγχόμενης– πολιτείας. Τόσο ο Toscano όσο και ο Giorgio Agamben, στο βιβλίο του Στάσις για παράδειγμα, διαπιστώνουν επίσης ότι το νεωτερικό κράτος λειτουργεί ως κράτος υπό συνθήκες επιδημίας. Κατά συνέπεια, οι εκπρόσωποί του αναλαμβάνουν το καθήκον να διοικήσουν ένα πλήθος εν τέλει αποπολιτικοποιημένο, εξαιτίας της απόλυτης εφαρμογής του κικερώνειου μότο salus populi suprema lex (= η υγεία του λαού ανάγεται στον ύψιστο νόμο). Στη σημερινή εποχή, η ουτοπική, σύμφωνα με τον Foucault, εκδοχή του κράτους αποκτά πραγματική υπόσταση, αφού αυτό δεν καθορίζεται απλώς από μία οιονεί επιδημική κατάσταση αλλά βρίσκεται όντως σε συνθήκες πανδημίας. Εάν μάλιστα επαληθευθούν οι προβλέψεις για μια ολόκληρη σειρά από επικείμενες πανδημίες, λόγω της παραβίασης των ορίων των απομονωμένων οικοσυστημάτων από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και της συνακόλουθης μεταπήδησης (spillover) ιών από τα ζώα στον άνθρωπο, τότε η ουτοπία του πλήρως επιτηρητικού κράτους θα αποδεικνύεται για πολύ καιρό κυριολεκτική.
Εδώ τίθεται μία επιπλέον παράμετρος. Σε μια κοινωνία η οποία διέπεται από το επιδημικό αξίωμα, δηλαδή από την παραδοχή ότι υπόκειται στον μόνιμο κίνδυνο μολυσματικών νόσων, όλα της τα μέλη είναι εξ ορισμού ασθενείς. Κατ’ επέκταση, ο θάνατος ταυτίζεται συνηθέστερα με μία συγκεκριμένη ασθένεια. Το προηγούμενο πραγματεύεται ο Zygmunt Bauman στον Ρευστό Φόβο: O νεωτερικός άνθρωπος αναδεικνύει τους συμπτωματικούς παράγοντες που οδηγούν στον θάνατο, για να τον υποβαθμίσει από αναγκαιότητα σε πιθανότητα. Έτσι, αποκρύπτεται το αντικειμενικό και αναπότρεπτο γεγονός της βιολογικής θνητότητας. Στη σημερινή λοιπόν συγκυρία, ο θάνατος δεν παρουσιάζεται ως κάτι φυσικό αλλά συνδέεται άρρηκτα με ένα ορισμένο παθογόνο αίτιο. Προκύπτει άρα το παράδοξο συμπέρασμα, ότι η παγκόσμια εκστρατεία αντιμετώπισης του κορωνοϊού ισοδυναμεί με μια πλανητικής κλίμακας επιχείρηση κατίσχυσης επί του ίδιου του θανάτου.
Λένε ότι η πανδημία έφερε ξανά στο προσκήνιο την απωθημένη από τη σύγχρονη κουλτούρα έννοια της θνητότητας. Όμως τελικά οι άνθρωποι δεν έγιναν ούτε τώρα σοφότεροι. 

*Ο Παναγιώτης Βούζης είναι δρ κλασικής φιλολογίας

Ζήσης Κοτιώνης, «Πλοηγός- Πώς να επιστρέψεις στην πατρώα γη», από την ενότητα Μηχανές

1 σχόλιο:

Βέρα Παύλου είπε...

Ακριβώς. Οπως έχω αποτυπώσει σε πολλά κείμενα,ο θάνατος με τον σύγχρονο κρατικό λόγο για την πανδημία αποκλείεται από τη ζωή, γίνεται "άρνηση" στο όνομα της παντοδυναμίας. Απαραίτητος ο ψυχαναλυτικός λόγος σήμερα ώστε να αντιστρέψουμε το ερώτημα προς μια κατεύθυνση συμφιλίωσης με την ασθένεια και τον θάνατο. Αν η ιατρική, η λοιμωξιολογία και η βιοπολιτική εξ-αντικειμενοποιούν το σώμα και το υποκείμενο με σκοπό να το σώσουν, η ψυχαναλυτική οπτική οφείλει να ανασύρει το υποκείμενο και να το οδηγήσει να πάρει θέση και απέναντι στην αρρώστια του και απέναντι στην ενδεχόμενη "σωτηρία" του. Το ένα δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς το άλλο. Γιατί μόνο το υποκείμενο μπορεί να φτιάξει ακόμη και μια αρρώστια για να προστατεύσει την υγεία του, αλλά επίσης και να μη θέλει να σωθεί, παρότι δύναται. Η ελευθερία αυτή- σημαντική παράμετρος- δεν μπορεί παρά να συνοδεύει τη φουκωική προβληματική για το σώμα. Η πολιτική σκέψη μόνο δίχως την δομική αλλαγή/μετακίνηση που φέρει η ψυχαναλυτική πράξη φτάνει σε ένα αδιέξοδο επί του πραγματικού...ΒΠ.