Του Κώστα Βούλγαρη
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΟΥΝΙΑ, Αργοναύτες και σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ’30, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 408
Υπό τη βαριά σκιά της ιστόρησης του Κ. Θ. Δημαρά, έχουν ευδοκιμήσει αρκετοί επίγονοί του, οι οποίοι μέχρι τις μέρες μας επεξεργάζονται, και διευρύνουν, πτυχές και σημεία της νεοελληνικής λογοτεχνικής διαδρομής, υπό την δικιά του οπτική. Όσον αφορά όμως την συνέχεια της δημαρικής ιστόρησης, δηλαδή από τα χρόνια του 1930 και εντεύθεν, δηλαδή από εκεί όπου θεματολογικά αυτή σταματά, το πεδίο είναι ανοικτό, χωρίς να έχουμε μια ιστόρηση φέρουσα την αίγλη εκείνης του Δημαρά (η αστεία επιμέριση, έκτοτε, των λογοτεχνικών «γενεών» ανά δεκαετία, εκφράζει την αδυναμία, ή, πλέον, το εξ ορισμού έωλο αυτής της γενεαλόγησης).
Εδώ βέβαια εγείρεται το ερώτημα, αν η ιστόρηση του Δημαρά φθάνει μέχρι τα χρόνια του 1930, ή, μάλλον, αν καταλήγει εκεί, παρ’ ότι τους συνομήλικούς του λογοτέχνες μόνο ακροθιγώς τους εξετάζει. Όμως, ναι, εκεί καταλήγει, γιατί την δικιά τους αντίληψη οργανώνει, για όλη τη νεοελληνική λογοτεχνική διαδρομή και κυρίως για την ίδια την νεοελληνικότητα. Γι’ αυτό άλλωστε στα χρόνια του 1930 επικεντρώνονται και όσες αφηγήσεις, μεγάλου χρονικού εύρους, επιχείρησαν να τροποποιήσουν ή και να υποκαταστήσουν εκείνη του Δημαρά, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις ιστορήσεις του Δημήτρη Τσάκωνα και του Μάριο Βίττι.
Αυτή την παράδοση συνεχίζει η Ντουνιά, της οποίας το μέχρι τώρα έργο αφορά τον Μεσοπόλεμο, κυρίως όμως την δεκαετία του 1920, με μη δηλωμένο αλλά αναπόδραστο σκοπό να αναδείξει τα μοντερνιστικά στοιχεία της λογοτεχνίας της, και κατά συνέπεια να αποδυναμωθεί η αφήγηση της γενιάς του 1930, ότι δηλαδή εκείνοι ήσαν που παρέλαβαν την νεοελληνική λογοτεχνία από την παρωχημένη «παράδοση» και την πέρασαν στην απαστράπτουσα «νεωτερικότητα».
Το ανά χείρας βιβλίο απογράφει ακριβώς αυτό το πέρασμα, από τη δεκαετία του 1920 στην επόμενη, τα διαδραματιζόμενα στην δεκαετία του 1930 και κάποιες μεταπολεμικές απολήξεις τους, όπου φτιάχτηκε το ακόμα και σήμερα κυρίαρχο παράδειγμα. Πώς το κάνει όμως, με ποια εργαλεία; Κατά τη γνώμη μου, με τα εργαλεία του Δημαρά, εκσυγχρονισμένα οριακά μέσα από τον Μάριο Βίττι, έστω και χρησιμοποιούμενα «υπό λοξήν γωνία». Το ερώτημα όμως είναι αν αρκεί το πλήθος των πληροφοριών και των παρατηρήσεων, που όντως εισφέρει η Ντουνιά, αξιοποιώντας την πολυετή ενασχόλησή της με τον Μεσοπόλεμο, όπως και ένα κεφάλαιο του βιβλίου, εκείνο για το «γλωσσικό ζήτημα», όπου φέρνει στο φως τελείως καινούρια στοιχεία∙ αν δηλαδή όλα αυτά αρθρώνονται σε μια σύγχρονη, σημερινή ιστόρηση της λογοτεχνίας του ’30, όπου μάλιστα επιστρατεύεται η έννοια του λογοτεχνικού πεδίου του Μπουρντιέ, όπως ήδη δηλώνεται στον υπότιτλο του βιβλίου, «Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ’30». Νομίζω πως όχι∙ μάλιστα, ο αυτο-χαρακτηρισμός του βιβλίου δεν θα έπρεπε να είναι «όψεις», αλλά «ψηφίδες» του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ’30.
Τα ιδεολογικά μέτωπα, παρ’ ότι συνεχώς αναφέρονται κρίσιμα στοιχεία τους, τελικά δεν συγκροτούνται, ώστε να δικαιολογούν τον κύριο τίτλο του βιβλίου, Αργοναύτες και σύντροφοι. Γιατί, τέτοιο είδους μέτωπα, προκειμένου να αναδειχθούν, και μάλιστα με όρους τόσο αντιθετικούς, σχισματικούς, όπως υπόσχεται ο τίτλος, προϋποθέτουν την εξέταση των φιλοσοφικών παραμέτρων των λογοτεχνικών έργων και των δημιουργών τους (κατεύθυνση που έδειξε, με τον δικό του τρόπο, ο Τσάκωνας), προϋποθέτουν την ψαύση των κοσμοειδώλων, τα οποία αναπόφευκτα συγκρούονται, και όλα τα συνακόλουθα. Τέτοιου είδους δουλειά δεν έχει γίνει, και κυρίως δεν εξετάζεται συστηματικά, παρ’ ότι συνεχώς αναφύεται, το κατ’ εξοχήν ιδεολογικό στοιχείο που χαρακτηρίζει όλη την μεσοπολεμική περίοδο, δηλαδή η ελληνικότητα, στις διάφορες μάλιστα εκδοχές της, με αποτέλεσμα, σε αρκετά σημεία οι χαρακτηρισμοί και οι τοποθετήσεις του βιβλίου να αστοχούν, όπως για παράδειγμα εκεί όπου συνδέεται, αφόρητα μάλιστα, η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου με τον Περικλή Γιαννόπουλο, ερήμην του ποιήματος, της αισθητικής του, του λόγου του.
Η βασικότερη έλλειψη του βιβλίου είναι η απουσία του αισθητικού κριτηρίου. Η τότε διαμορφούμενη ιστορική και κοινωνική αντίληψη του Σεφέρη τελικά θα κυριαρχήσει, με όχημα τον συντηρητικό και περιοριστικό μοντερνισμό του. Όσο και αν πολλοί και πολλά συνέπραξαν στην κυριάρχηση της αντίληψης του Σεφέρη, ο βασικός λόγος που έγινε «εθνικός ποιητής», η ιστορική αντίληψή του εθνική αφήγηση και η γλώσσα του γλώσσα της εκπαίδευσης και του κράτους, είναι πως αυτός ο μοντερνισμός αντιστοιχεί, είναι απολύτως συμβατός με την συντηρητική δομή της νεοελληνικής κουλτούρας.
Αντίθετα, ο μοντερνισμός του Κάλας, και κυρίως του Εγγονόπουλου, είναι πολύ πιο πλούσιος, ποικίλος και πολύτροπος, και φυσικά επαναστατικός, τόσο αισθητικά όσο και ιδεολογικά-πολιτικά, γι’ αυτό και παραμένουν μια διαρκής «εκκρεμότητα», μια λαμπερή παρακαταθήκη, τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον. Πρώτα απ’ όλα, όμως, υπάρχει ο μοντερνισμός του Καβάφη: με ποιον άλλο συγγραφέα ξεκινά ο μοντερνισμός στα καθ’ ημάς; από πού αλλού θα πρέπει να ξεκινά μια ιστόρηση του Μεσοπολέμου, αν όχι από το κύριο λογοτεχνικό διακύβευμα της περιόδου, που αυτό καθορίζει εν τέλει το λογοτεχνικό πεδίο; από πού αλλού, αν όχι από τον εισηγητή του, που ταυτόχρονα είναι και ο κορυφαίος εκφραστής του μοντερνισμού; Άλλωστε, η συζήτηση για τον Καβάφη κυριαρχεί σε επίπεδο δημόσιου λογοτεχνικού διαλόγου στα χρόνια του ’30, δηλαδή στο λογοτεχνικό πεδίο, ενώ αυτή για τους τότε νεώτερους ποιητές είναι περιθωριακή.
Η ιστόρηση που επιχειρεί το βιβλίο υπολείπεται από τις σημερινές απαιτήσεις. Αυτού του είδους η ιστόρηση, στις βασικές παραδοχές της ήδη οριακά ανεπαρκής, αν και χρήσιμη όταν επιχειρείτο πριν από σχεδόν μισό αιώνα από τον Βίττι (με τις «δύο πρωτοπορίες του Μεσοπολέμου»), σήμερα έχει υποκατασταθεί από τις επιμερίσεις των πολλαπλών ψηφίδων του λογοτεχνικού πεδίου, διά των πολιτισμικών σπουδών. Τούτο βέβαια δημιουργεί ένα άλλο αδιέξοδο, γιατί μας επιστρέφει σε απλουστευτικές, επίσης κοινωνιολογίζουσες προσεγγίσεις του λογοτεχνικού φαινομένου, αναβιώνοντας λογικές των αρχών του 20ού αιώνα. Κατά τη γνώμη μου, η υπέρβαση αυτού του αδιεξόδου είναι το σημερινό διακύβευμα μιας ιστόρησης.
Ίσως η υστέρηση του βιβλίου, σε σχέση με τα σύγχρονα αιτούμενα, οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελείται από κείμενα και συνεδριακές ανακοινώσεις, που έχουν δημοσιευθεί από το 1999 και εντεύθεν, έστω και επεξεργασμένα εκ νέου, όπως σημειώνεται. Αυτό βέβαια δεν θα σήμαινε τίποτα, αν εξ αρχής η συγγραφέας είχε καταθέσει ένα κριτικό σχήμα για τον Μεσοπόλεμο, με βάση το οποίο θα πορευόταν στις ολισθηρές εκτάσεις της περιόδου, ή αν, έστω, το βιβλίο τελείωνε με ένα τέτοιο, σημερινό δοκίμιο, που θα συνόψιζε και θα αξιολογούσε την διαδρομή της συγγραφέως, ανατρέποντας και προηγούμενες, κατατεθειμένες βεβαιότητές της, και θα κατέληγε στα συμπεράσματα που οφείλει στον αναγνώστη.
Ο τρόπος που βλέπω εγώ το ανά χείρας βιβλίο είναι ως μια όψη του ακαδημαϊκού φιλολογικού πεδίου της τελευταίας εικοσαετίας, των θεωρητικών (τρόπος του λέγειν...) και γραμματολογικών δεσμεύσεων στις οποίες υπόκειται, αφού τον ορίζοντα αυτού του πεδίου αναπαράγει, παρ’ ότι ασφυκτιά μέσα σε αυτόν, και εν τέλει αδικείται. Επειδή όμως παρακολουθώ για χρόνια, και νομίζω συστηματικά, το έργο της Χριστίνας Ντουνιά, ελπίζω πως, τώρα που αφυπηρέτησε από το πανεπιστήμιο, το δοκίμιο και το κριτικό σχήμα για τα οποία έκανα λόγο θα έχει την ευκαιρία να μας τα δώσει. Χρειάζεται μόνο να ξαναδεί, κριτικά και συνθετικά, το σημαντικής έκτασης έργο της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου