24/1/21

Πανδημία

Απορίες για τη βιοπολιτική

Του Γιώργου Μερτίκα 

Ο περασμένος χρόνος κι ο μελλούμενος χρόνος 
Δεν επιτρέπουν παρά λίγη συναίσθηση. 
Μόνο μέσα στον χρόνο μπορεί η στιγμή μες στο ροδόκηπο 
«…» να ‘ρθει στη μνήμη∙ μπλεγμένη με το μέλλον και το παρελθόν. 
Μόνο με τον χρόνο ο χρόνος εκπορθείται. 

Τόμας Έλιοτ, τέσσερα κουαρτέτα 
(μετάφραση: Κλείτος Κύρου) 

Αναμφίβολα η άσκηση του επιτηδεύματος του ζην παίρνει στις μέρες μας αλλόκοτες μορφές. Λες κι ο χρόνος χάνεται σε μια αέναη επανάληψη, στο διαρκώς ίδιο της αιωνιότητας, μέσα σ’ ένα περίκλειστο χώρο. Στην ακραία κατάσταση της πανδημίας το άτομο, ο μεμονωμένος δυτικός άνθρωπος, ζει τον θρίαμβο και συγχρόνως τη συντριβή του. Απρόσωπος στους δημόσιους χώρους, με προσωπείο δημόσια, αλλά με τον κόσμο όλο, συμπυκνωμένο μέσα στα τετραγωνικά του διαμερίσματός του, χάρη στα συμπράγκαλα από την πολυτέλειά του (ηλεκτρονικές συσκευές, σκυλάκια, γατάκια, έπιπλα και σκεύη), έτοιμος από καιρό να ζήσει ειρηνικά και να επικοινωνήσει ή να πεθάνει μόνος∙ κι όλα αυτά βέβαια υπό την προϋπόθεση πως είναι από τους προνομιούχους, πως έχει μερίδα από τη φιλελεύθερη ουτοπία. 
Στο ακίνητο σημείο του περιστρεφόμενου κόσμου, όπως λέει και πάλι ο Έλιοτ, ο μικρόκοσμος του ατόμου διευρύνεται και μεγεθύνεται για να μας δώσει τον μακρόκοσμο της ιστορίας, καθώς κι οι δύο κυριαρχούνται από τις ίδιες ανάγκες και συμπεριφορές, από τους ίδιους φόβους και ανησυχίες: από το άτομο σαν βιολογική μονάδα, με τα ψυχόρμητα που πρέπει να αφοπλιστούν στις πηγές τους. Ιδού ο ακρογωνιαίος λίθος της κοσμοεικόνας και των πολιτικών της εποχής μας. Ωστόσο την ίδια στιγμή, της αιωνιότητας, προκύπτουν ερωτήματα από τον λόγο της κραταιάς προπαγάνδας, η οποία συνέχει και πειθαρχεί το κατ’ ευφημισμό κοινωνικό σώμα. 
Ισότητα ή αξιοκρατία; Βεβαιότητα, για παράδειγμα, ότι απέναντι στον θάνατο είμαστε όλοι ίσοι (η ατομική πολιτική της μνησικακίας), απέναντι δηλαδή σ’ ένα χωρίς εξαιρέσεις βιολογικό «νόμο» που μοιραζόμαστε με κάθε ζωντανό οργανισμό, ή παρέμβαση κάποιας αξιολογικής κλίμακας που θέλει για τον άλφα ή βήτα κοινωνικό ή αντικοινωνικό λόγο (χωρίς το ένα δεν προσδιορίζεται το άλλο) κάποιοι ή όλοι να είναι κάτι παραπάνω από ίσοι; 
Άραγε πόσοι από μας τούτες τις μέρες της απομόνωσης δεν έθεσαν κάποια ανάλογα ερωτήματα όπως το ισότητα ή ελευθερία (με κάποιες παραλλαγές αναντίρρητα που αντικατοπτρίζουν τη δημιουργικότητα της φαντασίας και όσα όρια της θέτει η δεσπόζουσα κοσμοεικόνα) φτάνοντας ίσαμε ακραίες σκέψεις, ανάλογες με τα δόγματα των μεσαιωνικών αιρέσεων. 
Κατά πόσον δεν ένοιωσαν πολλοί μια αξιοκρατική-πολιτική ή πολιτιστική απέχθεια μπροστά στο θέαμα από τα απίθανα καλικατζαράκια των οπαδών του Τραμπ, των χθόνιων δυνάμεων που κάνουν πάρτυ μια φορά τον χρόνο, για να χαθούν ξανά από το προσκήνιο τη μέρα του αγιασμού των Φώτων και του φωτισμού. Κατά πόσον δεν αισθάνθηκαν, μ’ άλλα λόγια, ότι δεν είναι ίσιοι κι όμοιοι, κατά κάποιον τρόπο πάντοτε, με τούτες τις καρναβαλικές, προσφερόμενες για διασυρμό, φιγούρες. Ή μήπως ένοιωσαν κάποια κρυφή ηδονή μπροστά στο παρακμιακό θέαμα της αμερικανικής αυτοκρατορίας, κατάλοιπο του αντιιμπεριαλιστικού τους παρελθόντος, της μεταπολιτευτικής πολιτικοποίησης που όλο και περισσότερο χάνεται αργά-αργά στο κόκκινο βάθος του ορίζοντα. Εικονικά όλα τούτα θα αναλωθούν από περισπούδαστους δημοσιογράφους οι οποίοι ανακυκλώνουν αγανακτισμένοι ό,τι άρπαξαν στα πεταχτά για τη νύχτα των κρυστάλλων. 
Η αμερικάνικη κουλτούρα είναι η πλανητική κουλτούρα. Κι απ’ αυτήν εμάς τι μας συνεγείρει, τι μας ιντριγκάρει; Η Αμερική των ταινιών του Γούντυ Άλεν ή των ταινιών του σκηνοθέτη Κλιντ Ίσγουντ; Προσωπική προτίμηση: το κλασικό φιλμ νουάρ που μιλά για γυναίκες με παρελθόν και γι’ άντρες δίχως μέλλον, με μια δόση δικαιοσύνης μπροστά σε μια μποτίλια Τζακ Ντάνιελς. Σε κάθε περίπτωση μια εικονική Αμερική που τα ‘χει όλα απλωμένα μέσα στον χώρο κι ας έρχονται από πολύ μακριά μέσα στον χρόνο. 
Η τέχνη του ζην είναι η τέχνη να πιστεύεις στα ψέματα λέει ο Παβέζε∙ στις μέρες μας είναι αδήριτη ανάγκη να αρπαχτούμε από κάποιο τέτοιο ψέμα, να νοηματοδοτήσουμε τις συμπεριφορές μιας πλανητικής, γενικευμένης αδιαφορίας για τη σχέση του ανθρώπου με τον άνθρωπο ή για να αποδεχτούμε το τέλος του ανθρώπου και της ανθρωπιάς (πρώτη ένδειξη γι’ αυτό η ίδια η λέξη άνθρωπος και η επίθεση που δέχτηκε για να εξουδετερωθεί η «πατριαρχική» χροιά της). 

Γιάννης Ισιδώρου, «Παντοδυναμία», 2020, μπάλα πιλάτες, ξύλο, μεταλλικό δόκανο, φωτισμός λεντ,
180
x 60 x 80 εκ.

1 σχόλιο:

Βέρα Παύλου είπε...

Ανοίγεις την πόρτα και βγαίνεις από την τεχνητή φυλακή με ρίσκο : να ξαναγίνεις άνθρωπος...θνητός στον κόσμο.ΒΠ.