24/1/21

Το γλωσσικό ζήτημα

Γιάννης Γρηγοριάδης, Χωρίς τίτλο, 2020, δοκάρια οικοδομής, μόνιτορ 32”, video, 210 x 80 x 60 εκ.

Του Αγαθοκλή Αζέλη* 

GUNNAR HERING, Η διαμάχη για τη γραπτή νεοελληνική γλώσσα. Σύντομη ιστορία του γλωσσικού ζητήματος, μτφρ. Μεταφραστικό Εργαστήρι Πανεπιστημίου Johannes Gutenberg, Mainz, Τομέας Νέων Ελληνικών, επιστ. επιμ. Χρήστος Καρβούνης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2020, σελ. 164. 

Μια πολύ σημαντική μελέτη για την ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος εκδόθηκε πρόσφατα. Πρόκειται για έργο του Γερμανού καθηγητή Gunnar Hering, ο οποίος στην τελευταία φάση της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Ο συγγραφέας είναι γνωστός από δύο εμβληματικές μελέτες του μεταφρασμένες στα ελληνικά, συγκεκριμένα Οικουμενικό Πατριαρχείο και ευρωπαϊκή πολιτική, 1620-1638 και Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα: 1821-1936, αμφότερες εκδόσεις του ΜΙΕΤ. 
Στο πρώτο, εισαγωγικό, κεφάλαιο ο συγγραφέας αναφέρεται στη χρήση μέχρι το β' μισό του 18ου αι. δύο διαφορετικών εκδοχών της ελληνικής ως γραπτής γλώσσας, με υποκατηγορίες. Από τη μια χρησιμοποιούνταν η αρχαία ελληνική και η «λόγια» γλώσσα των Βυζαντινών, από την άλλη η λεγόμενη δημώδης, η οποία αποτελούσε και την προφορική γλώσσα. Η προτίμηση για τη λόγια οφειλόταν σε εξωγλωσσικές αξιακές αντιλήψεις. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι τόσο η λόγια όσο και η δημώδης γλώσσα είχαν να δείξουν αρκετές ποικιλίες, με την τάση της υπερδιαλεκτικής τυποποίησης. Κλείνοντας το κεφάλαιο υποστηρίζει την ύπαρξη κοινωνικής διγλωσσίας, η οποία συνίστατο στη χρήση μιας επίσημης γλώσσας, κυρίως στον γραπτό λόγο, και μιας δημώδους κοινής στην καθημερινή προφορική επικοινωνία. 
Το δεύτερο κεφάλαιο εστιάζει στις απόψεις των διαφωτιστών για τη γραπτή γλώσσα, οι οποίες είχαν κοινό παρονομαστή «αφενός να αντιμετωπίσουν μέσα από την καλλιέργεια της παιδείας την πνευματική οπισθοδρόμηση [...] αφετέρου να συμβάλουν στην πολιτική χειραφέτηση [...] από τον δεσποτισμό του σουλτάνου». Διαμορφώθηκαν τρεις γενικές τάσεις. Η πρώτη υποστήριζε την καθιέρωση της αττικής διαλέκτου ως πρότυπης γραπτής γλώσσας, η οποία θα οδηγούσε στην αναβίωση του αρχαίου πνεύματος. Η δεύτερη προέκρινε τη χρήση της δημώδους ως γραπτής γλώσσας, καθώς ως καθολικό μέσο επικοινωνίας η γλώσσα έπρεπε να είναι κατανοητή από όλους. Η τρίτη, μια μέση οδός, αρνούνταν τόσο την αρχαία όσο και την καθομιλουμένη των αμόρφωτων, και πρότεινε μια γλώσσα «καθαρεύουσα», αποκαθαρμένη από ξένα στοιχεία, η οποία, σύμφωνα με τον Κοραή, αποκαθιστώντας την πραγματική σημασία των εννοιών θα οδηγούσε και στη βελτίωση των ηθών. Οι διαφωνίες για την επιλογή και την τυποποίηση της γλώσσας έλαβαν συν τω χρόνω τη μορφή σύγκρουσης και σταδιακά θα φανεί ότι αυτό οφείλονταν «στις διιστάμενες και ασύμβατες μεταξύ τους πολιτικές αντιλήψεις με τις οποίες κάθε ομάδα συνέδεε και τις γλωσσικές της απόψεις». 
Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται η διαμάχη για τη γραπτή γλώσσα από την Επανάσταση του 1821 έως τα τέλη του 19ου αιώνα. Ήδη από την περίοδο της Επανάστασης αρχίζει ένας γλωσσικός εξαρχαϊσμός, ο οποίος με την πάροδο των χρόνων θα γίνεται πιο ακραίος. Αυτό θα φανεί με σαφήνεια στο σχολικό ωρολόγιο πρόγραμμα, με την εισαγωγή π.χ. της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο δημοτικό σχολείο. Η ιδεολογική κυριαρχία της Μεγάλης Ιδέας, σε συνδυασμό με τη διατύπωση της άποψης για την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, έδωσε νέο ιδεολογικό χαρακτήρα στην κυριαρχία της αρχαΐζουσας, το δε κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο είχε συνδέσει, σύμφωνα με τον Hering, την επιστροφή στα αρχαία ελληνικά με την ανάδειξη ηθικής και πολιτικής πειθαρχίας, κάτι που θα ήταν προς όφελος της πολιτικής ηγεσίας. Στις αρχές του 20ού αι., σύμφωνα με τον συγγραφέα, η κοινωνία, εμφορούμενη από εθνικιστική ιδεολογία, ήταν έτοιμη να χρησιμοποιήσει βία για να υποστηρίξει την αρχαΐζουσα, πράγμα το οποίο φάνηκε στα επεισόδια των Ευαγγελικών και των Ορεστειακών. 
Η γλωσσική διαμάχη έλαβε επιστημονικό υπόβαθρο και έφτασε στο αποκορύφωμά της μέσω δύο πανεπιστημιακών καθηγητών της γλωσσολογίας, χωρίς όμως να χάσει τον πολιτικό και ιδεολογικό της χαρακτήρα, του Χατζιδάκι από τη μια και του Ψυχάρη από την άλλη, ο οποίος ήταν ο πρώτος γλωσσολόγος που υποστήριξε και παρουσίασε το γλωσσικό σύστημα της δημοτικής σε ένα βιβλίο γραμμένο στη δημοτική, Το ταξίδι μου. 
Στο τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι εξελίξεις του ζητήματος κατά τον ταραχώδη 20ό αιώνα. Στην αρχή του αιώνα έγινε αντιληπτή η συνύφανση του γλωσσικού με το κοινωνικό ζήτημα και συνδέθηκε με διάφορες πολιτικές ιδεολογίες. Οι δημοτικιστές συνέκλιναν στην άποψη ότι η θέσπιση της δημοτικής ως γραπτής γλώσσας ήταν προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό του κράτους και της κοινωνίας. Ο συγγραφέας παρουσιάζει αναλυτικά τον στοχασμό και την πορεία του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και τις δυσκολίες που συνάντησε, οι οποίες συνυφαίνονται με τις πολιτικές εξελίξεις, ολοκληρώνοντας τη μελέτη του με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας κατά τη μεταπολίτευση και την καθιέρωση του μονοτονικού. 
Κλείνοντας, κρίνουμε αναγκαίο να αναφέρουμε για τη μελέτη ότι ο συγγραφέας στηρίζεται σε ένα σοβαρό θεωρητικό υπόβαθρο, αποφεύγοντας την απλή γεγονοτολογική αφήγηση και σχηματοποίηση, ενώ προσεγγίζει το θέμα σε αναλογία προς αντίστοιχα βαλκανικά και ευρύτερα ευρωπαϊκά φαινόμενα, κερδίζοντας έτσι την αναγκαία αποστασιοποίηση· ότι μελετά τη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο· ότι σε ένα ευσύνοπτο κείμενο, το οποίο στην πρωτότυπη έκδοση αποτελούσε άρθρο ενός συλλογικού τόμου, πράγμα το οποίο δικαιολογεί την έκτασή του, κατορθώνει να δώσει μια εμπεριστατωμένη μελέτη της ιστορίας του γλωσσικού μας ζητήματος, εξαντλώντας την αξιοποίηση της σχετικής βιβλιογραφίας. Τα παραπάνω επισημαίνει και ο επιστημονικός επιμελητής της έκδοσης Χρήστος Καρβούνης στον πρόλογό του. Θα χαρακτηρίζαμε δε το βιβλίο αναγκαίο ανάγνωσμα για ειδικούς και μη αναγνώστες. 
Τέλος αξίζει να επισημανθεί ότι η μετάφραση της μελέτης αποτελεί συλλογικό έργο υπό τον συντονισμό και την επιστημονική επιμέλεια του πανεπιστημιακού υφηγητή Χρήστου Καρβούνη. Εντυπωσιάζει με την ενότητα ύφους και με τη δεξιοτεχνική μεταφορά στα ελληνικά του σύνθετου μακροπερίοδου λόγου του συγγραφέα, με την ειδική ορολογία και τις συχνές διαδοχικές υποτάξεις. Ιδιαίτερη μνεία απαιτεί η συμβολή του επιστημονικού επιμελητή, ο οποίος, όπου χρειάστηκε, πρόσθεσε εύστοχες επεξηγήσεις ή επισημάνσεις. 

* Ο Αγαθοκλής Αζέλης είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Βιέννης

Δεν υπάρχουν σχόλια: