Έβλεπε τον κυνισμό να αυξάνει. Έβλεπε τους αγροίκους κυβερνώντες να ποδοπατούν κάθε τι ανθρώπινο. Μα όταν άκουσε ότι ήταν ζηλευτή η θέση μας όσον αφορά στους νεκρούς, δεν άντεξε την ύβρη.
Ο ίδιος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας απόκληρος. Απόκληρος για τις ιδέες του, για τον τρόπο ζωής του, για το ντύσιμο μου. Ακόμη και για κείνη την παλιά πληγή που του είχε αφήσει ένας μπάτσος χρόνια πριν. Το μόνο που ήξερε ήταν να παίζει με τις λέξεις. Αλλά και να κάνει βόλτες στις παρατημένες γειτονιές του κόσμου. Δεν άγγιζε τίποτε που δεν ήταν δικό του. Όχι γιατί πίστευε σε αυτό που λένε ιδιοκτησία. Αλλά επειδή πίστευαν οι άλλοι, και το σεβόταν. Σήμερα όμως, στον καιρό της πανδημίας, που ο θάνατος ενδεχομένως καιροφυλακτούσε σε κάθε γωνιά της ταλαιπωρημένης πόλης, ένοιωθε πως σε όλους υπήρχε κάτι κοινό. Ένα σφίξιμο στην καρδιά, ένας υπόγειος φόβος και μια σιωπηλή οργή. Δεν ήξερε πώς θα έβγαζαν φωνή όλα αυτά, όταν θα σηκωνόταν κάποτε το πέπλο της πανδημίας και θα φαινόταν η έρημος χώρα.
Ένιωθε πως θα ήταν κάτι άσχημο και φαντάστηκε έναν καιόμενο ήλιο που παίζει με τις αισθήσεις και στο βάθος να εμφανίζονται οι πραιτωριανοί του μισάνθρωπου από την Βέροια, για να αποτελειώσουν ό,τι είχε μείνει όρθιο από την λαίλαπα. Και να κραδαίνουν ως λάβαρο την έκθεση του νομπελίστα. Αυτή η επόμενη μέρα τρόμαζε τον ρακοσυλλέκτη αισθημάτων. Και είδε ανθρώπους να κλείνουν τα μαγαζάκια τους και να αφήνουν καιόμενα αποχαιρετιστήρια για μια κυβέρνηση που τους σκότωσε.
Ένα δάκρυ μόνο είχε να αφήσει, ένα δάκρυ που έπεσε πάνω σε μια τέτοια επιστολή αποχαιρετισμού. Μέσα στην καρδιά του είχε και μια άλλη έγνοια. Θα ’μαι πάντα κοντά σου, του είχε πει, τότε που άνθιζαν οι αμυγδαλιές. Αλλά είχε περάσει καιρός και η σιωπή ήξερε ότι τον οδηγούσε εκεί που δεν υπάρχει αύριο. Όμως ήξερε ότι αυτό που θα συναντούσε την επόμενη μέρα θα ήταν μια κανονικότητα του ολέθρου. Μόνο σε κάτι ήλπιζε, σε κάτι ξαφνικό που θα ξεπερνούσε το τείχος των καναλιών και συγκλόνιζε την πλατεία. Θα ήταν τότε που η οργή θα νικούσε τον φόβο, τότε που το σφίξιμο στην καρδιά θα χαλάρωνε από ένα εγερτήριο τραγούδι.
Αλλά τώρα, αυτή τη στιγμή στην βόλτα που έκανε στις ματαιωμένες γειτονιές δεν άκουγε τίποτε. Μόνο τον αέρα και την βροχή. Περνούσε έξω από ένα νοσοκομείο και είδε κάποιον με ένα πρόσωπο εξαντλημένο από την κούραση και τον θάνατο, να προσπαθεί να κάνει ένα τσιγάρο. Να κερδίσει μια στιγμή ενός άλλου κόσμου, να κλέψει λίγα λεπτά μιας άλλης ανάσας, να φανταστεί πως τα πράγματα είναι κανονικά, και μετά θα γυρνούσε πάλι πίσω, στην πραγματική ζωή, στην εντατική του άκρου πόνου. Να προσπαθήσει να κρατηθεί όρθιος, κόντρα στις πιθανότητες, κόντρα στην αλητεία μιας κυβέρνησης που δεν τον λογαριάζει. Και αυτή ήταν η ελπίδα, μικρή ίσως, για την επόμενη μέρα.
Άναψε κι αυτός ένα τσιγάρο και ύστερα πήγε στο ταχυδρομείο. Ήθελε να στείλει ένα γράμμα μα τελικά δεν το έκανε, παρόλο που ήξερε ότι εκείνη θα το περίμενε. Ίσως μιαν άλλη φορά, ίσως σε κάποια άλλη στιγμή. Γιατί ο χρόνος άλλωστε δεν είναι τίποτε άλλο παρά το άθροισμα αυτών που νιώθουμε. Την επόμενη μέρα, ψιθύρισε, την επόμενη μέρα...
Σταμάτης Σακελλίων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου