Σχεδόν πάντα οι σύγχρονοί μας «maîtres à penser» υπήρξαν μεγάλοι όχι μόνο γιατί επινόησαν μια μέθοδο έρευνας, αλλά γιατί υπήρξαν δημιουργικοί και έγραψαν βιβλία που μπορούν να διαβαστούν με ευχαρίστηση, θαυμασμό, έκπληξη, ακριβώς «όπως ένα μυθιστόρημα». Αφηγήθηκαν: την Ιστορία κάνοντάς την να ξαναζωντανεύει σε κάθε μορφή της, ακόμη κι εκείνη της καθημερινότητας, χωρίς να εγκαταλείπει, εκεί που ήταν επιτρεπτό, τη φαντασία και την φαντασίωση∙ τη Λογοτεχνία ως μια γιγαντιαία Μίμηση, μια γλωσσική διαδικασία που αναπτύσσεται ως μια λαμπρή πορεία ενός επικού ποιήματος∙ την ανάλυση ενός κειμένου καταφέρνοντας σχεδόν να αντικαταστήσει και να ξεπεράσει τον συγγραφέα: κατάφεραν να διηγηθούν τις ανθρωπολογικές ανακαλύψεις εμπλέκοντας τον αναγνώστη και παρασέρνοντάς τον μέχρι τους Τροπικούς σε μια περιπετειώδη «recherche» του Άλλου. Συνέβαλαν έτσι στο να καταστήσουν ποικίλο και ενδιαφέρον το πολιτισμικό πανόραμα της εποχής μας, να εμβαθύνουν τις γνώσεις, να ανυψώσουν το επίπεδο των σπουδών, και να εμπλουτίσουν και αλλάξουν με πολλούς τρόπους την παράδοσή μας.
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Τι ακριβώς συνέβη στις δεκαετίες ’70 και ‘80, σε μια Ελλάδα ιδεολογικά κλειστή, ακόμη διαιρεμένη ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον μαρξισμό, με την προέλαση των ανθρωπιστικών επιστημών και των νέων κατευθύνσεων της κριτικής; Τι ακριβώς συνέβη όταν τα διασταυρούμενα μηνύματα που εξέπεμπαν φορμαλιστές, στρουκτουραλιστές, σημειολόγοι, γλωσσολόγοι, επιστημολόγοι έφτασαν όλα μαζί, και τα βιβλία του Άουερμπαχ, του Λεβί-Στρος, του Σκλόφσκι, του Αντόρνο, του Μπένζαμιν, του Φουκώ, του Γιάκομπσον, του Λακάν, του Μπροντέλ, του Μπαρτ, του Μπάχτιν, και ούτω καθεξής, εισέβαλλαν στα βιβλιοπωλεία και στα μυαλά; Συνέβη αυτό που μοιραία έπρεπε να συμβεί σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, δηλαδή η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών και των μελετητών αμέσως οικειοποιήθηκε με ζήλο τη μέθοδο των μαέστρων, αλλά σπάνια κατάφερε να εκφράσει εκείνο το ελάχιστο της δημιουργικότητας που ήταν αναγκαία για να τη ζωντανέψει. Η υποχρέωση της εξειδίκευσης οδήγησε τους λάτρεις των λεγόμενων ανθρωπιστικών επιστημών περισσότερο προς τη μεριά της επιστήμης παρά προς τη μεριά του «ανθρώπου», και η επιστημονική σκέψη οικειοποιήθηκε μια προηγούμενη μέθοδο για να προχωρήσει, χρησιμοποιώντας την για περισσότερες κατακτήσεις. Βέβαια, αν μια μέθοδος μπορεί να αποκτηθεί με την ευφυΐα, η δημιουργικότητα απαιτεί ένα σύνολο από αρετές ακριβώς ανθρώπινες (όπως φαντασία, ευαισθησία, έμπνευση) που δεν τις έχουν όλοι οι άνθρωποι. Έτσι συνέβη ότι σήμερα αυτή η μέθοδος είναι στη διάθεση του καθενός, αλλά η ουσία που ήθελε να δώσει η μέθοδος αυτή –η ποίηση, μια ιδέα της λογοτεχνίας, μια στιγμή της Ιστορίας, ή τον Άλλο, τον Διαφορετικό- ολοένα και χανόταν, γιατί για να την αποκτήσεις έπρεπε να έχεις για όπλο, κυρίως, τη δημιουργικότητα.
Στυφοί δασκαλάκοι κριτικών στρατηγικών, ραφινάτοι καθηγητές και μικρές αλεπούδες της ερμηνείας, συχνά μπέρδεψαν τη δημιουργικότητα με την αυθαιρεσία και το ψεύδος, και υπήρξαν εξαιρετικοί στο να αναρριχηθούν στους γυάλινους τοίχους! Όταν αναλύουν ένα κείμενο αυτό γίνεται ένα είδος νεφελώματος που πότε μοιάζει με ελέφαντα και πότε με καμήλα, και καταλήγει να είναι οτιδήποτε άλλο, εκτός από αυτό που πραγματικά είναι. Ο καθένας πιστεύει ότι μπορεί τώρα πια να παραχωρήσει την αφαιρετική συλλογιστική του, και όσο πιο δυσνόητη είναι, τόσο πιο αυθεντική φαίνεται. Πώς έγινε τόσο απάνθρωπη, στα χέρια τους, η συζήτηση γύρω από τις ανθρωπιστικές επιστήμες!
Φοίβος Γκικόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου