11/10/20

Η λογοτεχνία μέσα μας

Γιώργος Τσεριώνης, Χωρίς τίτλο, 2020, πηλός, 25 x 12 x 12 εκ.

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗ

Με πολυετή πορεία στην ποίηση, η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη δοκιμάζει τις δυνάμεις της στην πεζογραφία. «Ο τόπος μέσα μας», εκδ. Αρμός, 2020, είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων που εκδίδει. 
Η συγγραφέας αντλεί το αφηγηματικό υλικό απ’ την προσωπική μνήμη, έχει κατά βάση αυτοβιογραφικό χαρακτήρα και η λογοτεχνική μετάπλασή του, αποφεύγοντας τα αφηγηματικά και εκφραστικά ψιμύθια, καταφέρνει να διατηρεί την ειλικρίνεια του προσωπικού βιώματος. Κάθε διήγημα αποτυπώνει και ένα διαφορετικό περιστατικό ζωής, στο σύνολό τους οι πενήντα αποτυπώσεις σκιαγραφούν έναν ολόκληρο βίο, έτσι όπως αυτός περιδιαβαίνει σε διαφορετικούς τόπους (Λιβαδοχώρι, Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Ουψάλα, Στοκχόλμη, Θεσσαλονίκη, Σίδνεϊ) και σε διαφορετικές ηλικίες (παιδική, εφηβική, νεανική, ενήλικη). 
Τούτη η περιδιάβαση φέρει το στοιχείο της κίνησης στον χώρο και στον χρόνο. Παρά την όποια αλλαγή προσώπων, ηρώων, προσωπείων, στην πραγματικότητα ενιαία είναι η αφήγηση, αφορά δε μια ζωή εν εξελίξει όπως αυτή βιώνει την ύπαρξή της, αντιμετωπίζει τα προβλήματά της, βλέπει τον κόσμο και τελικά ωριμάζει. Ο κίνδυνος μιας λογοτεχνικής αυτοβιογραφίας που αυτάρεσκα κλείνεται στον εαυτό της ομφαλοσκοπώντας με ψυχολογίστικη διάθεση στις οικογενειακές ή άλλες υποθέσεις δεν αφορά τη γραφή της Καϊτατζή-Χουλιούμη: μέσα απ’ τα πολλαπλά πρόσωπα ή προσωπεία της μίας και αυτής ηρωίδας της αναδεικνύονται πτυχές του ανθρώπινου δράματος εν τω ιδιωτικώ και κοινωνικώ συνόλω, μέσα δηλαδή στην πολύμορφη έκφρασή τους.
Μια απ’ τις πιο βασικές πτυχές τούτου του δράματος είναι το τραύμα της μετανάστευσης, έτσι όπως η ηρωίδα το βιώνει υποχρεωμένη στα δεκαοχτώ της χρόνια να εγκαταλείψει για οικονομικούς λόγους το χωριό της, για να σπουδάσει και να εργαστεί στη Σουηδία. Η εξιστόρηση της μετάβασης, η οδύνη του αποχωρισμού, οι δυσκολίες της εκεί εγκατάστασης μας δίνουν κάποια απ’ τα καλύτερα διηγήματα αυτής της συλλογής. Το βίωμα της ξενότητας και η αναζήτηση του εγώ εντός του νέου χώρου θα συνοδεύουν εσαεί τους ήρωες της Καϊτατζή-Χουλιούμη: μια πιο αγωνιώδης σχέση θα συνάπτεται πάντα με τον νέο τόπο, που θα κουβαλάει τον φόβο του εφήμερου και την αγωνία της φυγής, απ’ όπου και η συνεχής προσπάθειά της να τον εσωτερικεύσει, να βιώσει με ένταση αισθήσεων την επίδρασή του και να προλάβει να ριζώσει ψυχολογικά εντός του. 
«Ο τόπος μέσα μας» παντρεύει το έξω με το μέσα, τον ρεαλισμό με την ψυχολογία, την αντικειμενικότητα με την υποκειμενικότητα. Δεν υπάρχει τίποτα έξω από μας που να μένει ανεπηρέαστο στον τρόπο πρόσληψής του από μας: οι δικές μας ανάγκες, οι δικοί μας ακρωτηριασμοί, τα δικά μας τραύματα, τα δικά μας βιώματα, οι δικές μας ελπίδες ορίζουν τη σχέση μας με τον χώρο, με το παρόν, με το παρελθόν, με τους ανθρώπους και κυρίως με την κοινωνία, άλλοτε σε μια διαδικασία ωρίμανσης και άλλοτε σε σταδιακό εκφυλισμό. Σ’ ένα τουλάχιστον διήγημά της η συγγραφέας αναφέρεται στο σύγχρονο πρόβλημα της προσφυγιάς, όπου η οδύνη του δικού της αποχωρισμού δεν μεταφράζεται σε «όξου από δω» ή σε πιο καθωσπρέπει λογοτεχνικούς αφορισμούς, αλλά σε ένα βαθύ αίσθημα αλληλεγγύης προς το αντίστοιχο δράμα των άλλων, πράγμα που σημαίνει ότι στην περίπτωση της εξεταζόμενης συλλογής παρακολουθούμε τη διαδικασία ωρίμανσης της ηρωίδας. 
Τα θέματα του διηγήματος κουβαλούν μικρά ή μεγάλα αγκάθια, τσιμπάνε, πονάνε, ενοχλούν, καθένα και μια μικρή πληγή, μια πίκρα που ξεροκαταπίνεται ή ένας λυγμός που μένει βουβός, αλλά η τραχύτητά τους αντισταθμίζεται απ’ τη γλυκύτητα της έκφρασης, απ’ την ελεγχόμενη αφαιρετικότητα, απ’ τον πειθαρχημένο ποιητικό χρωματισμό, έτσι που η οδύνη να διοχετεύεται μέσα απ’ τις λέξεις και να εκτονώνεται μέσα απ’ τις σιωπές. Η ανάγνωση περιέχει και την κορύφωση και την ανακούφιση της έντασης όχι σαν στοιχεία της πλοκής αλλά σαν αρμονική συνέργεια του τι και του πώς της γραφής. 
Σκέφτομαι ότι η φιλολογική μου διαστροφή θα μπορούσε με τη χαρακτηριστική βιασύνη και ευκολία των κατατάξεων να μιλήσει για ένα ακόμη δείγμα νεοηθογραφίας, που τόσο δυναμικά επανακάμπτει στα λογοτεχνικά πράγματα του τόπου, ενίοτε δε και με θεσμική επιβράβευση, ανακαλώντας κείνον τον λαμπρό αφορισμό που ο Εμμανουήλ Ροΐδης επιφύλαξε πριν από εκατόν είκοσι ένα χρόνια για τους ηθογράφους του καιρού του: «Τὸ ἡμέτερον κοινὸν ἤρχισε, δὲν λέγομεν ν᾿ ἀηδιάζη, ἀλλὰ νὰ χορταίνη τὰς στάνας, τὰς στρούγγας, τὰ λημέρια, τὰς φλογέρας, τοὺς κολλήγους, τοὺς λεβέντηδες, τὰς ζηλεμένας κόρας, τὰ μοιρολόγια, τὰ ἀσημοχρύσαφα καὶ τοὺς κερατισμοὺς τῶν τράγων». 
Πράγματι πολλά διηγήματα της Καϊτατζή-Χουλιούμη ανασύρουν στιγμιότυπα του παρελθόντος, έχουν σαν σκηνικό πλαίσιο τους χωματόδρομους και ζωντανεύουν τον επαρχιακό βίο της δεκαετίας του ’60. Μόνο που η όποια ηθογραφική διάθεση εδώ βαθαίνει από την ψυχογραφία, υποστηρίζεται από τον κριτικό ρεαλισμό, πλαισιώνεται από το αστικό και δη κοσμοπολίτικο περιβάλλον και κυρίως αρνείται να προσχωρήσει στο επικίνδυνο ναρκωτικό της νοσταλγίας. 
Σε αντίθεση λοιπόν με την τάση της νεοηθογραφίας που ψάχνει σε μαντριά, βουνά και ποτάμια μιαν αχρονική ελληνικότητα για να ανακουφίσει το άγχος μπρος στους περισπασμούς του παρόντος, η Καϊτατζή-Χουλιούμη δεν αντιμετωπίζει εξωραϊστικά το παρελθόν, δε στέκεται φοβικά απέναντι στο παρόν. Ο αγροτικός βίος του χωριού δεν εκλαμβάνεται σαν απολυτοποιημένο μεγέθος μιας φαντασιακής κατασκευής αλλά στην εξελικτική, στην ιστορική του διάσταση, σαν μια παρελθούσα περίοδος ζωής, με τα καλά και τα κακά της, που έχει ευτυχώς παρέλθει, αφού καθετί το ζωντανό δεν μπορεί παρά να αλλάζει και όταν πια αρνείται να αλλάξει ή ακόμη χειρότερα όταν αναγνωρίζει σαν όραμα για το μέλλον μια ωραιοποιημένη εικόνα του παρελθόντος, τότε ήρθε η ώρα του για να πεθάνει. 
Η Καΐτατζή-Χουλιούμη μάς παραδίδει ένα βιβλίο που μέσα απ’ το ατομικό βίωμα κάνει πολλά και μιλάει για πολλά, υπηρετώντας μια αντίληψη για τη λογοτεχνία που δίχως να φωνασκεί αφηγηματικά και να ακκίζεται γλωσσικά, δίχως να εξωραΐζει το παρελθόν και να νοσταλγεί χαμένους παραδείσους πετυχαίνει υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα, που θεωρώ ότι θα ήταν ακόμη υψηλότερο αν έλειπαν πέντε-έξι διηγήματα. Μικρό το κακό, αφού ούτως ή άλλως το σύνολο είναι εξαιρετικό.
  
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

"αφού καθετί το ζωντανό δεν μπορεί παρά να αλλάζει και όταν πια αρνείται να αλλάξει ή ακόμη χειρότερα όταν αναγνωρίζει σαν όραμα για το μέλλον μια ωραιοποιημένη εικόνα του παρελθόντος, τότε ήρθε η ώρα του για να πεθάνει"
Η πιο εύστοχη για την εποχή ρήση.Οι θάνατοι γύρω μας αφορούν αυτή την προσκόλληση.
Βέρα Παύλου