23/8/20

Ο ιός και η γλώσσα της ποίησης

Άγγελος Αντωνόπουλος, Περί τυφλότητας- Ράιχσταγκ


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΟΥΖΗ

ΚΩΣΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Μη άρτιος Μάρτιος, εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 45

Η μεγάλη και εγγενής αντίφαση της βιοπολιτικής, της οποίας το παράδειγμα έχει πλέον επιβληθεί στον πλανήτη, έγκειται σε ένα προφανές επιστημολογικό λάθος: στο γεγονός ότι  ανατίθεται σε άτομα με στενή εξειδίκευση η διαχείριση ευρύτερων και ασύμβατων με την επιστήμη τους πεδίων. Κατά συνέπεια, άνθρωποι οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν για να εργάζονται σε ένα ιατρικό εργαστήριο ή σε μια κλινική αντιμετωπίζουν ολόκληρη την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα ως εργαστηριακό ή ως κλινικό χώρο, και προωθούν μέτρα ετεροβαρή, συχνά ατελέσφορα ή και ολέθρια. Στα επιφαινόμενα της βιοπολιτικής αντίφασης ανήκει και το σύνθημα «Ο άλλος είναι ο εχθρός», με το οποίο έκλεισε τη συνέντευξή της, σε γνωστό κανάλι, μία καθηγήτρια επιδημιολογίας.
Ας παραμεριστεί για λίγο ή άμεση επίδραση της υπερπληροφόρησης σχετικά με την πανδημία, για να εκτιμηθούν ο αντίκτυπος και οι αρνητικές προεκτάσεις αυτού του συνθήματος: Ο άλλος μετατρέπεται στον επικίνδυνο άγνωστο και ο φόβος του αγγίγματός του υψώνεται στον απόλυτο βαθμό. Η έννοια της συλλογικότητας πλήττεται ανεπανόρθωτα. Το χειρότερο, η ενσάρκωσή της, η σφικτή πολυάριθμη ανθρώπινη συνάθροιση, η οποία –όπως επισημαίνει ο Ελίας Κανέττι από την πρώτη ήδη σελίδα του βιβλίου του Μάζα και Εξουσία– καταλύει τον φόβο του αγγίγματος του ξένου, τίθεται υπό απαγόρευση.

εδώ φτάσαμε με τον φόβο / κι εδώ ένα χέρι ανθρώπινο χρειάζεται / για να ανοίξει μια κι έξω ο πλανήτης / αλυσιδωτή μετάδοση / ο ένας με τον άλλον / να μπουν όλα ισότιμα μαζί / διαφορετικές φυλές τάξεις φύλα περιοχές ηλικίες / για έναν άλλο κόσμο / που τώρα μπορούμε να φανταστούμε / σε ανοιχτούς ορίζοντες («υγειονομική αυτοάμυνα»)
Η καινούργια ποιητική συλλογή του Κωστή Τριανταφύλλου, περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα τον Μάρτιο του 2020, από την ημέρα της έναρξης της καραντίνας και εξής, και αποδεικνύεται εξόχως επιτυχής για δύο, κυρίως, αιτίες: πρώτον, επειδή, επινοείται, εδώ, ένα μεταϊικό ιδίωμα, μια, δηλαδή, μορφή της γλώσσας η οποία αντιπροσωπεύει την κοινόλεκτο, όπως αυτή θα έχει, ενδεχομένως, εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας· δεύτερον, επειδή σκιαγραφείται μια προσεχής πραγματικότητα η οποία βρίσκεται στον αντίποδα της βαθμιαία επιβαλλόμενης νέας πραγματικότητας.
Αναλυτικότερα, διαμορφώνεται μια θέση ενάντια στη βιοπολιτική επιχειρηματολογία, η οποία ρίχνει, υποτίθεται, το βάρος στην έμβια ύπαρξη την απογυμνωμένη από κάθε κατηγόρημα και νοηματοδότηση, ώστε οι άνθρωποι πείθονται πως πρέπει να εγκαταλείψουν όσα τους καθιστούν ανθρώπους, προκειμένου να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Πρόκειται για εξαπατητικά επιχειρήματα, γιατί σε καμία κοινωνία η ζωή δεν ταυτίζεται με την απλή έμβια ύπαρξη, αλλά συνιστά ένα φορτισμένο σημείο του κυρίαρχου λόγου και προσδιορίζεται από συγκεκριμένες ιδιότητες, άρα νοηματοδοτείται με έναν ορισμένο τρόπο. Η ζωή ως μόνο βιολογική ζωή δεν υφίσταται μέσα στα όρια κανενός ανθρώπινου συνόλου. Αποτελεί πάντοτε μία αφήγηση, μία φαντασιακή σύλληψη. Εάν, συνεπώς, επιχειρείται, σήμερα, να επιβληθεί το αξίωμα της γυμνής επιβίωσης, αυτό συμβαίνει, επειδή, στην ουσία, επιδιώκεται η τέλεια υποβάθμιση: ο άνθρωπος χωρίς προσδιορισμούς, η φτωχότερη αφήγηση που έγινε ποτέ και η ευτελέστερη φαντασιακή σύλληψη. Στον Μη άρτιο Μάρτιο διαλύεται, επιπλέον, η ψευδαίσθηση που κυκλοφορεί πως η πανδημία ισοδυναμεί με ένα σημείο τομής, αφού αίρονται οι μέχρι πρότινος ισχύουσες τοξικές αξίες και σχέσεις. Υπογραμμίζεται ότι, αντιθέτως, αυτές υποβάλλονται σε μία ποιοτική μεταβολή, με αποτέλεσμα την εκθετική επιδείνωση της πραγμοποίησης, του καταναλωτισμού, της μανίας για κέρδος, του ολοκληρωτισμού, της οικολογικής καταστροφής, του προσφυγικού ζητήματος, της απάθειας, των ανισοτήτων, της βαρβαρότητας. Στη συλλογή, λοιπόν, αναζητείται το περιεχόμενο το οποίο αφαιρείται συστηματικά από τον άνθρωπο, εξαιτίας του αξιώματος της γυμνής επιβίωσης και, επιπρόσθετα, προβάλλεται το αίτημα για μία ουσιαστική ιστορική τομή, η οποία θα οδηγήσει σε μία ανοιχτή κοινωνία διαρθρωμένη βάσει της επαφής και, μάλιστα, της σωματικής, βάσει της συλλογικότητας και της προσωπικής διαχείρισης της ζωής.
Συνακόλουθα, διορθώνεται η διαστρεβλωμένη, σήμερα, σημασία κάποιων λέξεων και φράσεων. Η ατομική ευθύνη, η οποία έχει εξομοιωθεί με την τυφλή συμμόρφωση, διορθώνεται σε ευθύνη να υπάρχουμε / να διεκδικούμε και να ανατρέπουμε (σελ. 21). Η σιωπή, η οποία κατέληξε να αντιστοιχεί στον μονότονο και μονοσήμαντο ορυμαγδό των μέσων ενημέρωσης, ανακτά την προγλωσσική αυθεντικότητά της. Τέλος, στον φόβο –ο οποίος, κατά τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν στη διαδικτυακή Παρέμβασή του στις 13 Ιουλίου, ταυτίζεται πλέον με τη θέληση για πλήρη αδυναμία μπροστά στο αντικείμενο που φοβίζει– επιστρέφεται το χαϊντεγγεριανό σημασιολογικό βάθος του. Δηλαδή, προσεγγίζεται, όπως από τον Μάρτιν Χάιντεγγερ, ως τρόπος με τον οποίο ανοίγεται η πραγματικότητα στον άνθρωπο.
Ένα, επίσης, σημαντικό στοιχείο το οποίο χαρακτηρίζει τον Μη άρτιο Μάρτιο συνιστά το γεγονός ότι, ενώ διαμορφώνεται από τη συγκυρία της πανδημικής κρίσης, δεν παρασύρεται από τη γενικότερη τάση αλλά ακολουθεί μία ιδιαίτερη κατεύθυνση. Αρκετές από τις πρόσφατες ποιητικές συλλογές, κάτω από την επιρροή αυτής της συγκυρίας, απαρτίζουν ήδη μία ομάδα, η οποία εγκολπώνεται απολύτως τη ρητορική των μέσων ενημέρωσης. Έτσι παρουσιάζεται ένα αρνητικό φαινόμενο: η ποίηση, αντί να λειτουργεί πρωτότυπα, αντί να ασκεί κριτική ή, έστω, να υποψιάζεται ό,τι προωθείται ως αυτονόητο, αναπαράγει τις κρατούσες αντιλήψεις, συναινεί, συντάσσεται, αναμεταδίδει μιντιακά μηνύματα και συνθήματα. Από την άλλη πλευρά, το τελευταίο βιβλίο του Κωστή Τριανταφύλλου, αποτελεί ένα μοντέλο για μία ουσιαστική ποίηση της πανδημίας, καθώς, εδώ, προτείνονται ένα νέο ύφος και μία στάση η οποία αποστρέφεται την τυραννία των ειδήσεων, τους ηττημένους ποιητές και τα σβησμένα από τις μάσκες πρόσωπα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: