Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, Δύο παιδιά στην παραλία, πριν το 1919, λάδι σε μουσαμά, 54,5 x 75 εκ. |
ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΒΑΣΣΗ
ΝΑΤΑΣΑ
ΠΑΝΔΗ, 24 ποιήματα για τη μετακόμιση,
εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2019
Είκοσι πέντε ποιήματα (προφανώς το
πρώτο επέχει θέση ποιητικού προπομπού –προλόγου) άτιτλα, αυτόνομα και συγχρόνως
αλληλεξαρτώμενα όπως η ανθρώπινη ζωή, όπως οι ζωές μας στα σπίτια (μ’ ό,τι αυτά
συμβολίζουν) που μείναμε κι αφήσαμε γι’ άλλα…
Το ποιητικό «Εγώ», εξομολογούμενο
διαρκώς, περιπλανιέται σε σπίτια (και στο εσωτερικό τους), σε δρόμους, θάλασσες
κι αναμνήσεις. Μεταμορφώνεται σε ποίημα, σε κορίτσι, σε «γυάλινη» κούκλα,
μπαίνει κρυφά στα δικά της όνειρα και τα όνειρα των άλλων. Ο πόνος της ζωής
–λάθη, απώλειες (κυριολεκτικές ή μεταφορικές) αγαπημένων προσώπων (ερωτικών,
φιλικών, συγγενικών) –που δεν είναι άλλος από τον πόνο του χρόνου, δηλαδή της
μνήμης, καταγράφεται ήσυχα, απλά, με μια φυσική, θα ̛ λεγε κανείς, ζεστασιά, με
μια ενδιάθετη γλυκύτητα που μας απορροφά και μας θερμαίνει. Για την ποιήτρια
–παρατηρώντας τα βήματά της στο χρόνο –το νόημα είναι το ταξίδι, η αναζήτηση, η
μετα-κίνηση στο χώρο και το χρόνο, η μετα-κόμιση, με την έκπληξη να καραδοκεί
στο τέλος· έκπληξη –αφορμή για ένα νέο ταξίδι… Λυρικά
χαμηλόφωνα επεισόδια, λιτά, καίρια, τα οποία συναιρούν (με «ζεστά» χρώματα) τον
πόνο και την καλοσύνη, τη σκληρή –μα κι ονειρική –πραγματικότητα. Η μεταφορική
εικόνα, εναρμονισμένη με τη σύνολη χρήση της γλώσσας, απέριττη, ουσιαστική:
διακριτικά υποβάλλει το «Άλλο», το «Παραπέρα», το άγνωστο…
Ενδεικτικά συγκρατούμε:
α΄.
την επικράτεια του ονείρου, όπως ευφυώς δίνεται μέσα από την περιγραφή του
κοιμώμενου –κι ονειρευόμενου –σώματος (με την «αποκάλυψη» να καιροφυλακτεί
στους ακροτελεύτιους στίχους): Στη χώρα
που δεν θυμάμαι/ κάνω μικρά βήματα/ μπρος πίσω μπρος πίσω/ αριστερά δεξιά/ και
μετά κύκλους γύρω από τον εαυτό μου·/ γιατί αν χαθώ στα άγνωστα στενά/ δεν θα
ξέρω πώς να γυρίσω/ στο άβολο μαξιλάρι μου/ να θυμηθώ. (σ. 10)
β΄. το
απροσδόκητο αναποδογύρισμα των εννοιών «πόνος» και «έρωτας». Όχι το κοινότοπο
«ο έρωτας είναι πόνος» αλλά το ανοίκειο «ο πόνος είναι έρωτας», με την εναλλαγή
των ρόλων ν’ ανανεώνουν την αίσθησή μας γι’ αυτούς τους όρους (θυμίζοντάς μας
εντελώς αβίαστα τους γεννήτορες της θεωρίας της λογοτεχνίας, τους Ρώσους
φορμαλιστές, που μίλησαν για την ανοικειωτική γλωσσική λειτουργία ως θεμελιώδες
γνώρισμα της καλλιτεχνικότητας /λογοτεχνικότητας ενός κειμένου): Αυτός ο πόνος ήρθε ξαφνικά βράδυ/ στο χέρι στην κλείδα στα πλευρά./ Ήρθε
κρυφά σαν έρωτας/ ο πρώτος ή ο τελευταίος στη σειρά των ερώτων. […]/ Αχ πόνε τόσο δυνατός/ σαν έρωτας/. Εγώ κι
εσύ. (σ.13)
γ΄. τα
ωραία, εύστοχα ποιήματα με θέμα την ποίηση /τον ποιητή. Από αυτά τα
αυτοαναφορικά ποιήματα «τροχιοδεικτικά» στεκόμαστε: i) στην επίπονη
κυοφορία του ποιήματος που άυπνο και
ξαφνικά θυμωμένο (κι εδώ η πρωτότυπη προσωποποίηση του ποιήματος· αντί του
ποιητή που παλεύει να ολοκληρώσει το ποίημά του άυπνος) γίνεται: σκιά που
σκάβει να βρει το βάθος της/ και μετά γλιστράει αφήνοντάς μου/ ένα σπασμένο
φτυάρι στα χέρια. (σ.14) – υπόμνηση του επίμοχθου υπαρξιακού
προβληματισμού, της αέναης, εντατικής εσωτερικής αναζήτησης, του (αυρηλιανού)
«ένδον σκάπτε» που τελειωμό δεν έχει και που τόσο κοστίζει ψυχικά. ii) στον
(επίσης πρωτότυπο) παραλληλισμό του ποιητή με άστεγο της γειτονιάς που
κοιμάται καιρό τώρα με το επόμενο ποίημα: δυνατή σύλληψη του άγχους της
ποιητικής δημιουργίας που σιγοτρώει τα σωθικά του ποιητή, του οποίου μόνη
περιουσία είναι η γραφή του επόμενου ποιήματος·
με άλλα λόγια, νύξη πάνω στην αγωνία του ποιητή για την ατελεύτητη πραγμάτωση
της τέχνης του. Ειδικά οι τελευταίοι στίχοι του, όμορφα αλληγορικοί, μπορεί να
«διαβαστούν» όχι μόνο ως (εμφανής) αναστολή της ποιητικής έμπνευσης αλλά και ως
υπαινιγμός της κλασικής αισθητικής αντίληψης σχετικά με την αυτονόμηση κι
αποκοπή (αποξένωση) του καλλιτεχνήματος από τον καλλιτέχνη, από τη στιγμή που
αυτό πραγματώθηκε-γράφηκε: Ο άστεγος της
γειτονιάς/ κοιμάται καιρό τώρα με το επόμενο ποίημα./ Κοιμούνται στο ίδιο
κρεβάτι αγκαλιά/ τσιμπολογάνε φόβους και αναφιλητά./ Νοικοκυρεύουν κάθε πρωί το
βιος τους/ τρώνε λίγο φαΐ με τ’ αδύνατα χέρια τους/ και μετά χωρίζουν./ Ο
άστεγος δεν έχει φωνή το ποίημα δεν ακούει πια./ Καιρό τώρα ο αέρας μετράει
λευκές σελίδες. (σ.15)
δ΄.
τη συγκρατημένα δοσμένη εξπρεσιονιστική ατμόσφαιρα του φόβου και των αναβαθμών
του (τρόμος, φρίκη) που στωικά αποδέχεται το ποιητικό υποκείμενο: i) Χαϊδεύω
τα σπίτια σαν ήσυχα ζώα στα πόδια μου./ Φοβάμαι τα σπίτια όταν θα μείνουν
μόνα./ Υποψιάζομαι τα σπίτια ότι τις νύχτες/ συνωμοτούν μυστικά να με ξεκάνουν.
[…]/
θα με φυλακίσουν τα σκεύη/ και τα
στολίδια τους./ Θα με φασκιώσουν τα ασπρόρουχά τους. (σ.17). ii) Τα
δέντρα έξω από το παράθυρό μου/ ριγούν τρέμουν […]/
τα φύλλα τους πυκνώνουν/ έρχονται πιο
κοντά μου/ κι όταν σχεδόν με πνίξουν/ θα μου πουν μυστικά/ πώς θα μαραθώ ήσυχα.
(σ.32)
Last
but
not
least:
ε΄. δε γίνεται να μην ξεχωρίσουμε
την αρμονικά ενσωματωμένη στην ποιη(μα)τική ολότητα δημοτικότροπη πνοή, η οποία
–σε συνδυασμό με το αργόσυρτο βάδισμα του πολυσύνδετου σχήματος (προφορικής
λαϊκής υφής κι αυτό) –αναδίνει πειστικά τη ζεστασιά του λαϊκού παραμυθιού (του
δημοτικού τραγουδιού /νανουρίσματος) και –ως προς το νόημα –τη στοργή του
ακριβοθώρητου «κλέφτη ονείρων» μοναδικά αγαπημένου προσώπου: Αν
πριν ακόμα ξημερώσει/ μπω σιγά στην κάμαρά σου/ και κλέψω/ μια γραμμή από τον
πυρετό σου/ τα στρογγυλά σου γράμματα/ τη ρυθμική σου ανάσα·/ τα κάνω φυλαχτό
και φύγω/ και περπατήσω δρόμους
σαράντα/ και σαράντα κύματα περάσω/ και
με βρουν βοριάδες καταιγίδες και φονικά/ και μπλέξω σε καυγάδες με ληστές και
μισθοφόρους/ και πουλήσω δυο φορές την ψυχή μου/ και λιώσω τα παπούτσια μου στα
βράχια/ και μετά γίνω γυναίκα/ άντρας
και παιδί και πάλι γυναίκα/ και γυρίσω πριν ξυπνήσεις.
(σ. 21)
Ο
Θεόδωρος Βάσσης είναι φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου