Συμπληρώνονται σήμερα 77 χρόνια από την ημέρα που από
τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης ξεκίνησε ο πρώτος από τους συρμούς που θα
μετέφεραν το σύνολο της εβραϊκής κοινότητας της πόλης, 46.091 ανθρώπους, στο στρατόπεδο
εξόντωσης Άουσβιτς Μπίρκεναου· μονάχα 1.500 επέζησαν. Μνημονεύοντας εκείνους
που είδαν κατάματα το Κακό, δημοσιεύουμε τη μαρτυρία του 95χρονου σήμερα Μωσέ
Αελιών για την επιβίβασή του στους συρμούς του θανάτου, όπως την καταγράφει το
βιβλίο του Ωδίνες θανάτου. Το χρονικό ενός Σαλονικιού Εβραίου στα ναζιστικά
στρατόπεδα εξόντωσης Άουσβιτς, Μαουτχάουζεν, Μελκ, Έμπενζεε και τα μετά την
απελευθέρωση (μτφρ.: Σπύρος Κακουριώτης, Αλεξάνδρεια, σελ. 368), που
μόλις κυκλοφόρησε.
Η
πρώτη αποστολή από τη Θεσσαλονίκη στην Πολωνία περιλάμβανε τους κατοίκους του
γκέτο Βαρώνου Χιρς, που βρισκόταν δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης.
Αναχώρησε το πρωί της 15ης Μαρτίου 1943. Σχεδόν 3.000 άνθρωποι, ανάμεσά τους
ολόκληρες οικογένειες, με τους γερόντους, τα παιδιά και τα μωρά τους, ακόμα και
τους αρρώστους, τους ανήμπορους και τους ανάπηρους, φορτώθηκαν σε εμπορικά
βαγόνια, 80-100 άνθρωποι στο καθένα. [...] Τις μέρες που δεν γίνονταν
αποστολές, οι Εβραίοι μεταφέρονταν από τα διάφορα γκέτο στο γκέτο Βαρώνου Χιρς,
ενώ μετά οι συρμοί συνέχιζαν να αναχωρούν για την Πολωνία.
Το
βράδυ της Δευτέρας 5 Απριλίου 1943, Γερμανοί στρατιώτες και Έλληνες αστυνομικοί
περικύκλωσαν το γκέτο μας και ανακοίνωσαν ότι την επομένη θα έπρεπε να
μετακινηθούμε στο γκέτο Βαρώνου Χιρς. [...] Το πρωί της ορισμένης ημέρας
συνειδητοποιήσαμε ότι οι δρόμοι του γκέτο ήταν γεμάτοι Γερμανούς στρατιώτες.
Είχε έρθει η στιγμή να εγκαταλείψουμε το σπίτι. Μερικοί από τους γείτονες μας
αποχαιρετούσαν με τα συνηθισμένα σε τέτοιες περιπτώσεις λόγια, με την ευχή να
ξαναϊδωθούμε σύντομα. Δεν γνωρίζω τι ένιωθαν εκείνη τη στιγμή η μητέρα μου και
η αδελφή μου. Εγώ είχα την αίσθηση, χωρίς να ξέρω πόσο λάθος έκανα, ότι σχετικά
σύντομα θα γυρίζαμε στο σπίτι μας.
[...] Νωρίς το πρωί της καθορισμένης ημέρας
μας ανακοίνωσαν πως έπρεπε να αφήσουμε τα σπίτια και να συγκεντρωθούμε στην
έξοδο του γκέτο. Με τις αποσκευές στα χέρια, μπήκαμε σε μια μακρά γραμμή
ανθρώπων που βάδιζαν προς την πύλη κι από εκεί προς την αποβάθρα, που βρισκόταν
μερικές δεκάδες μέτρα μακρύτερα. Πλησιάσαμε στο τρένο, μια ατμομηχανή και μια
μεγάλη αμαξοστοιχία από μεταφορικά βαγόνια. Οι Γερμανοί, ουρλιάζοντας, μας
οδηγούσαν στα βαγόνια και μας έσπρωχναν να κάνουμε γρήγορα και να ανέβουμε. Δεν
ήταν εύκολο. Όλοι σήκωναν στα χέρια τις αποσκευές τους και τις πέταγαν μέσα στα
βαγόνια. Όσοι μπορούσαν ανέβαιναν βιαστικά, προκειμένου να πιάσουν καλή θέση.
Οι συγγενείς βοηθούσαν τους ηλικιωμένους, τους ανήμπορους κι όσους δεν τα
κατάφερναν ν’ ανέβουν μόνοι τους. Περιττό να πω ότι αναμπουμπούλα και φωνές βασίλευαν
παντού.
Ήρθε
η σειρά μας ν’ ανέβουμε. Πρώτα πετάξαμε πάνω τις αποσκευές μας. Η αδελφή μου κι
εγώ σκαρφαλώσαμε σβέλτα, πρώτοι από την υπόλοιπη οικογένεια. Ο θείος μου από
την αποβάθρα κι εμείς από το βαγόνι βοηθήσαμε τον παππού, τη γιαγιά και τους
υπολοίπους ν’ ανέβουν. Κόσμος πολύς συνέχισε ν’ ανεβαίνει, θα ήταν 80-90
άνθρωποι. Το στριμωξίδι ήταν τρομερό. Ήταν σχεδόν αδύνατο να κουνηθείς
μπρος-πίσω χωρίς να πατήσεις κάποιον ή να σκοντάψεις σε κάτι. Με δυσκολία
καταφέραμε να κάτσουμε στο πάτωμα. Όταν το βαγόνι γέμισε, οι Γερμανοί έκλεισαν
την πόρτα και την αμπάρωσαν με τον σύρτη. Μια χαραμάδα δέκα περίπου εκατοστών,
ανάμεσα στην πόρτα και το τοίχωμα του βαγονιού, καθώς και δυο καγκελόφραχτα
παραθυράκια στις δύο γωνίες του, ήταν τα μόνα ανοίγματα προς τον έξω κόσμο, απ’
όπου πέρναγε φως και αέρας. Κάθε οικογένεια προσπαθούσε να βολευτεί μαζί με τα
μπαγκάζια της σε κάποιο σημείο του βαγονιού. [...]
Ξάφνου
κουνηθήκαμε ελαφρά. Το τρένο άρχισε να κινείται, ξεκινώντας αργά το ταξίδι του.
Για λίγο, μέσα στο βαγόνι όλοι έμειναν ακίνητοι, σαν να συνειδητοποιούσαν πόσο
μοιραία ήταν η στιγμή.
ΜΩΣΕ ΑΕΛΙΩΝ Studio Lialios Vazoura, Lost Bird, 2019 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου