Γιώργος Ζογγολόπουλος, Χέρια, 1992, ορείχαλκος, 33 x 13,5 x 10 εκ |
ΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΗ ΚΟΥΜΑΣΙΔΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ, Αίμα Μηχανή, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 429
Πρώτα και κύρια, δεν
μπορούμε να κρίνουμε ένα λογοτεχνικό κείμενο χώρια από τα κείμενα που
συνομιλεί. Ορισμένα από τα βασικότερα κείμενα που συνομιλεί είναι του ίδιου του
συγγραφέα, επομένως καταλήγουμε στο συγγραφικό υποκείμενο, στον άνθρωπο (και
στη γλώσσα, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση): εν προκειμένω, έχουμε να
κάνουμε με έναν πολυσχιδή, ακάματο εργάτη του εν-γράμματου μόχθου. Από το
συγγραφικό, μεταφραστικό έργο του Λαμπράκου ξεχωρίζω, με δυσκολία επιλογής, τη
νουβέλα Αναμνήσεις από το ρετιρέ, το
δοκίμιο για τον Μπουκόφσκι Ο κυνικός Κυνικός
(αλλά και τα ποιήματά του ιδίου), τις μεταφράσεις του Τζον Γκρέι και του Τζορτζ
Στάινερ – ενώ από κριτικογραφίες, δυσκολεύομαι να επιλέξω κάποια από τις
υποδειγματικές που έχει δημοσιεύσει, τα τελευταία χρόνια στη bookpress: Περιορίζομαι να πω ότι η
κριτικογραφία Λαμπράκου αποδεικνύει για ποιον λόγο ακριβώς η κριτικογραφία δεν
πρέπει να θεωρείται, όπως κακώς συμβαίνει, πάρεργο της δουλειάς του γραφιά ή
όχημα βελτίωσης διαπροσωπικών σχέσεων.
Αίμα
Μηχανή λοιπόν, ή Μηχανή Αίμα,
καθώς το lay out του βιβλίου παίζει με το μάτι του αναγνώστη σχετικά με το
ποιο προτάσσεται. Ειδολογικώς, το Αίμα
Μηχανή κινείται μεταξύ επιστημονικής φαντασίας και κοινωνικής φαντασίας,
είδη με ισχνή έως ανύπαρκτη παρουσία στην ελληνική πεζογραφία, με μία όμως,
θαρρώ, μικρή ενισχυτική τάση και σε αναμονή ένταξης στον λογοτεχνικό κανόνα
διεθνώς (εικάζω ότι εφόσον έχει σχεδόν ολοκληρωθεί η εισδοχή του αστυνομικού
μυθιστορήματος σε αυτόν, σε μία δεκαετία περίπου θα έχει ολοκληρωθεί και της
ε.φ.). Είδος που θέλγει τον συγγραφέα∙ παραπέμπω στο εξαιρετικό σχετικό του
κείμενο με τίτλο «Προσοχή, επιστημονική φαντασία!»
Μελλοντολογικό μυθιστόρημα, λοιπόν,
φουτουριστικό, δυστοπικό. Η τάση αυτή είχε ήδη εμφανιστεί σ’ έναν βαθμό στο
προηγούμενο fiction βιβλίο
του, σε ορισμένες από τις ιστορίες που συναπαρτίζαν τον Ψηφιακό Νάρκισσο. Στο Αίμα Μηχανή παίζει με τη διττή
υπόσταση/φύση ανθρώπων και μηχανών. Στη σκληρά ιεραρχικά δομημένη κοινωνία που
περιγράφεται στο βιβλίο, η εξουσία διαχέεται με ποικίλους τρόπους, συχνά
υπόρρητους. Ωστόσο, κάθε φαινομενικά αψεγάδιαστη ευταξία παρουσιάζει και τα
αδύναμα σημεία της, κάτι που αφενός πυροδοτεί την πλοκή, αφετέρου ενισχύει τον
πολιτικό χαρακτήρα του έργου.
Παραλείπω να αναφερθώ στην καθ’ εαυτό πλοκή
του μυθιστορήματος κι αναφέρω πως στο επίκεντρο, ενταγμένο σε αυτήν, βρίσκεται
το έργου Σάμουελ Μπάτλερ, προάγγελου του ερωτήματος της τυχόν μελλοντικής
κυριαρχίας των μηχανών. Μέσα από αυτό, ο Λαμπράκος κάνει μια έμμεση
δοκιμιογραφία.
Το κρίσιμο σημείο για το ξεκλείδωμα του
κειμένου είναι το συνεχές μπες-βγες του στην παρωδία: εικάζω πως συνειδητά,
συνειδητότατα ο Λαμπράκος έκανε αυτή την επιλογή ως παιγνιώδη εκφορά ύφους. Τούτο
το μπες βγες στην παρωδία είναι συχνά απολαυστικό, καθώς ενισχύει τον
χιουμοριστικό χαρακτήρα του κειμένου, χαρακτήρας διακριτός και σε άλλα σημεία
και σε διαφορετικού είδους αφηγηματικές εκφορές του. Ποσώς μας ενδιαφέρει αν
αυτή η παρωδία είναι μόνο κειμενική ή αφορά και παρώδηση του ίδιου του είδους
(ή, τυχόν, παρεκτροπών του): Ο ίδιος ο συγγραφέας ως υπερασπιστής του είδους,
αυτονομιμοποιείται να το πράξει, διατηρεί τούτο το δικαίωμα. Επιλέγει ξεκάθαρα
την αποστασιοποίηση από τη σοβαροφάνεια του είδους (σε εμπειρικό επίπεδο, έχω
γνωρίσει κι εγώ μορφωμένους ανθρώπους που υποστηρίζουν «η ε.φ. προορίζεται για
ευφυείς αναγνώστες, σχεδόν επιστήμονες!) κι εδώ αποκαλύπτεται μια –αδύνατον να
κρυφτεί- συγγένεια με τον Φίλιπ Ντικ, τα Τρία
Στίγματα του Πάλμερ Έντριτζ θαρρώ πως ρίχνουν αρκετή από τη σκιά τους πάνω
στο έργο.
Νομίζω μια ακόμη βασική συζήτηση που σηκώνει
το βιβλίο αφορά την καθαρά μεταμοντέρνα τεχνοτροπία του: πέραν της ίδιας της
καταχώρησης του είδους της ε.φ. στα
μεταμοντέρνα στυλ –κάτι το οποίο δεν μας λέει και πάρα πολλά, καθώς το
μεταμοντέρνο ως όρος συχνά χρησιμοποιείται και ως κάδος απορριμμάτων στον οποίο
στιβάζουμε ό,τι δεν κατανοούμε, ό,τι μοιάζει ακατάτακτο και ό,τι μοιάζει να
προηγείται της εποχής του–, το Αίμα
μηχανή είναι μεταμοντέρνο αφηγηματικώς, πέραν της διαρκώς παρούσας
διακειμενικότητας, κυρίως για δύο λόγους: τα κεφάλαια διακόπτονται από εμβόλιμα
ερωτηματολόγια (o συγγραφέας
τα αποκαλεί «στάσιμα») που απευθύνονται στον αναγνώστη και του ζητούν τη γνώμη
του, προκαλώντας τον καθώς του παρέχουν επιλογές (multiple choice πέραν της λογικής του σωστού και του
λάθους) επιλογές αιρετικές, παραβατικές, ανορθόδοξες. Διευκρινίζουμε πως οι
επιλογές δεν επηρεάζουν την εξέλιξη της πλοκής. Ο δεύτερος είναι τα πολλαπλά,
συνεκδοχικά φινάλε –εδώ δυσκολεύομαι να παραθέσω απόσπασμα χωρίς να κάνω spoiler– εάν υφίσταται κάτι τέτοιο στα
συνεκδοχικά φινάλε, στην πραγματικότητα έχω ήδη πράξει ενός είδους spoiler αναφερόμενος σε αυτά.
Οι χαρακτήρες είναι εύστοχα δομημένοι,
ακριβώς επειδή δεν αποτελούν ακριβώς ανθρώπους.
Νομίζω πως θα συνιστούσε μια εκκωφαντική αποτυχία στο εν λόγω μυθιστόρημα που
χρησιμοποιεί τον υβριδισμό, οι χαρακτήρες να ήταν εξαιρετικά ανθρωπινότατοι ή
εξαιρετικά άψυχοι.
Εάν ο Σάμουελ Μπάτλερ στο Erewhon: or, over the Range σατίριζε
τα ήθη της βικτωριανής εποχής, το Αίμα
Μηχανή σατιρίζει τα ήθη μιας μελλοντικής κοινωνίας βάσει της αμφισβήτησης
της ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Το λογοτεχνικό του εγχείρημα ενέχει ενός
είδους ηρωισμό: υπηρετεί ένα είδος αφήγησης δίχως εμπορική αφήγηση, το οποίο
συνάμα τολμά, σε έναν βαθμό, να το υπονομεύσει.
Κρατώ κι έναν τελευταίο, συνειρμικό
συμβολισμό: τι είναι σήμερα η ανάγνωση, το κείμενο, η λογοτεχνία, αν όχι Αίμα
και (ταυτόχρονα) Μηχανή; Δηλαδή, πάθος, ζωή, κόπος (αίμα) και συνάμα σύστημα,
εκλεπτυσμένη τεχνική (μηχανή);
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου