Κοιτούσε την έρημη ζωή του. Εκεί
στους δρόμους της Πλάκας σκεφτόταν την παρακμιακή Πλατεία. Εκεί που οι
σιδερόφραχτοι μπάτσοι του ρέκτη υπουργού άφηναν να εμπορεύονται οι ζωές και
κυνηγούσαν τα πιτσιρίκια που ψάχνανε γη και ελευθερία. Ή έναν
μύθο που θα τους έβγαζε ακόμη μια νύχτα γεμάτη καπνό και φτηνή μπύρα και λίγο
ηρωισμό για την επομένη.
Κομμάτια μνήμες είχε γίνει η ζωή
του. Χωρισμένη σε πολλά πριν και μετά. Αλλά μια φωνή που ούρλιαζε στα αυτιά
του, η φωνή του βιβλιοπώλη που φώναζε “να φύγουν να φύγουν να φύγουν”. Να
φύγουν οι Ματωμένες ζωές του πολέμου και της ανέχειας γιατί η αισθητική του
βιβλιοπώλη δεν τους αντέχει.
Σκεφτόταν έξω από μια μονοκατοικία,
εκεί στα Αναφιώτικα, εκεί στον ου τόπο του άστεως, εκεί που δεν θα ’φταναν ποτέ
οι μπουλντόζες, εκεί που τα χαρτιά με την επιγραφή «κατάσχεται» δεν είχαν λόγο.
Σκεφτόταν τις θαλερές μέρες που θα έρθουν, αυτές που κρύβουν την οργή και τον
έρωτα. Δεν ήξερε αν θα τις προλάβαινε, αν θα ζούσε να τις δει, αλλά ήξερε ότι
θα ’ρθουν.
Πώς θα ’ναι τότε τα πράγματα; Κανείς
δεν ξέρει. Αλλά εκείνος ένοιωθε μια παράταιρη αισιοδοξία. Ίσως εκείνη η
ανεπούλωτη πληγή να έφταιγε, που στάλα στάλα του έπαιρνε το αίμα του και του
δημιουργούσε μια ευχάριστη διάθεση, αυτή που νοιώθουν όσοι σε κάμπους μιας ευτυχίας
μυστικής απολαμβάνουν ενός θανάτου χωρίς τέλος το αγιοκέρι που κρατούν.
Άναψε ένα τσιγάρο κι άφησε τον καπνό
να ταξιδέψει μέχρι να συναντήσει το βλέμμα εκείνο που του είχε γίνει ο εαυτός
του.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Γιώργος
Ζογγολόπουλος, Χωρίς τίτλο, 1987, ακρυλικό και χαρτί σε καμβά, 133 x 64 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου