18/8/19

Ο Μπρούκλης και τα χαμολούλουδα

ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ

Είχα ακούσει για τον Νίτσε που έσκυψε και φίλησε στη μούρη ένα πληγωμένο άλογο καταμεσής στα χιόνια, δεν μπορούσα όμως ποτέ να σκεφτώ πως θα μου ελάχαινε να δω –ιδίοις όμμασιν που λένε– τον μεγαλοσυνταξιούχο από το Μπρούκλιν να βγαίνει από την κατάμαυρη λιμουζίνα του αντίκα, να πατάει με ευλάβεια το χώμα της πατρίδας του, να γονατίζει με δέος και να χαϊδεύει τα χαμολούλουδα που μοιάζουν με καμπανούλες.
Μέσα Ιουνίου, στο δρόμο προς Δελφούς, λίγο πριν την πανσέληνο του Αγίου Πνεύματος. Κι έκλαψε. Έκλαψε δάκρυ πικρό. Κορόμηλα έτρεχαν από τα μάτια του. «Τον πήραν τα ζουμιά», όπως είπε μια εσχατόγρια που επέβαινε του επαρχιακού λεωφορείου, ξεχασμένου από τη μακρινή δεκαετία του εξήντα, τότε που δεν είχαν διαδοθεί τα κλιματιστικά και η ανάγκη της χρήσης τους. Τότε ιδρώναμε άνετα σκορδίλα και παστουρμά, φρεσκοκομμένο κρεμμύδι που «ανοίγει και τα αγγεία, καθαρίζει τα πλεμόνια κι εν γένει ξαναδυναμώνει τον άνθρωπο, σαν το κάρδαμο ένα πράγμα, αν όχι και καλύτερα».
Ο Μπρούκλης λοιπόν έμοιαζε ευσυγκίνητος αλλά δεν ήταν. Ποιος ξέρει από πότε είχε να κλάψει εκεί στη μαύρη ξενιτιά. Τι θα είδανε τα ματάκια του και πέτρωσε η καρδιά του. Στην αρχή έπλενε πιάτα, μετά πήρε προαγωγή, γιατί τον διάλεξε η γυναίκα του αφεντικού, πριν τον δηλητηριάσει εκείνον και μείνει χήρα με τρία παιδιά, όλες κόρες. Μετά έκανε την τύχη του, απλώθηκε σε κόλπα μεγάλα, απλώθηκε εκεί που δεν τον έπαιρνε.


Και ναι μεν γλίτωσε τη σωματική του ακεραιότητα, αν εξαιρέσεις εκείνη τη σκιά στον πνεύμονα που ανάγκασε τους θεράποντες ιατρούς από τη Νέα Υόρκη να του συστήσουν καθαρό αέρα κι εξοχή, βουνό και θάλασσα αν είναι δυνατόν. Κάτι που το χωριό του, ανάμεσα Δελφοί και Γαλαξίδι, «καλώς παρείχεν εις ιδανικόν συνδυασμόν», όπως έγραφαν τα παιδιά στις εκθέσεις του Δημοτικού Σχολείου, ξυπόλητα όλα και μουντζουρωμένα διαρκώς.
Όχι, δεν είχε διαβάσει Νίτσε ο μαγαζάτορας από το Μπρούκλιν. Μήτε είχε καμία διάθεση να προσέχει μην τύχει και πατήσει κανένα αγριολούλουδο. Πού καιρός για τέτοιες ευαισθησίες. Όμως σήμερα σαν κάτι να έσπασε μέσα του κι ήρθαν όλα τα ποτάμια της ζωής του κι έσμιξαν και ξεχύθηκαν έξω από τους δακρυϊκούς πόρους των κουρασμένων ματιών του.
Και καλά, χαμολούλουδο με χαμολούλουδο έχει διαφορά. Εκείνες τις ξεπλυμένες υφέρπουσες καμπανούλες μήτε οι βοτανολόγοι δεν τις προσέχουν. Άσε που κανένας, μα κανένας δεν τις κόβει για να στολίσει το βάζο του με την ταπεινή και πρόσκαιρη, την ευάλωτη ομορφιά τους. Πώς του ήρθε λοιπόν εκείνου του χοντρού ανθρώπου, που θα ορκιζόσουν πως ήταν και χοντρόπετσος; Κανείς δεν ξέρει.
Και θα έμενε μυστήριο μεγάλο, και αξιοθέατο πολύ, αν δεν έσπευδε να τον βοηθήσει ο τοπικός παπάς, συνομήλικός του, που εκτελούσε και χρέη ψυχαναλυτού. «Έλα βρε Γιάννη, για το Θεό, πώς κάνεις έτσι; Μια κατσικούλα ήτανε, η Μαρμάρω, που κυνήγαγε να φάει αυτά τα βρωμολούλουδα. Μόνο αυτά της άρεσαν. Κι εσύ έριξες κλάμα πολύ όταν τη σφάξανε για τη Λαμπρή. Πώς κάνεις έτσι βρε παιδί; Σύνελθε. Έχουν περάσει πενήντα-εξήντα χρόνια από τότε. Θα ήσουνα, δεν θα ήσουνα, οκτώ χρονώ παιδί. Στην τρίτη ή στην τετάρτη δημοτικού πηγαίναμε, όταν σε βρήκε το κακό κι έπαθες τον πρώτο νευρικό κλονισμό. Έτσι τον είπε ο γιατρός που ήρθε από την Αθήνα. Ποιος να το πίστευε πως εσύ, το νιάνιαρο, το ευαισθητούλι, θα γινόσουνα μεγάλος και τρανός στην αμερικάνικη μεγαλούπολη;».
Είπε κι άλλα το στόμα του. Κι άλλα πολλά και γλαφυρά. Κι αντί να σβήνει η περιέργεια ολοένα μεγάλωνε, για την αβυθόμετρητη για την ανεξιχνίαστη φύση του ανθρώπου, που ακόμα κι οι θεοί σαν έρχονται στη γη μπερδεύονται με αυτά τα θηλαστικά που έχουν φερσίματα φιδιών, αναρριχητικών ενίοτε, κι άλλοτε πέφτουν στους γκρεμούς σα να πετούν από τις ψηλές κι απάτητες βουνοκορφές.
Τελικά, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να αυτοκτονήσει κανείς. Πολλοί τρόποι για να τρελαθεί. Άπειρες στιγμές κατάλληλες για να λυγίσει ή να σπάσει, εκεί, σε κοινή θέα, προς τέρψιν των περαστικών. Θα βρούνε τώρα θέμα συζητήσεως για πολλά χρόνια. Μέχρι κι εγώ βρήκα θέμα απρόβλεπτο, μάννα εξ ουρανού, για ένα διήγημα που σκόπευα να γράψω με φόντο το ελληνικό καλοκαίρι. Και το φως, έτσι όπως κατεβαίνει στυγνό πέρα από το βουνά. Στεγνό από αισθήματα. Το λιπαίνουν τα δάκρυα των ανθρώπων.


Δεν υπάρχουν σχόλια: