9/6/19

Εξαντλώντας τον μοντερνισμό

Takis, Quiproquo, 1975, μεταλλικοί Δίσκοι (μαγνήτης) με καρφιά, διάμετρος 23 εκ.



ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΑΣΣΗΣ (ανθολόγηση), Για τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου. Κριτικά κείμενα, εισαγωγή-επιμέλεια Θεοδόσης Πυλαρινός, εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία, σελ. 564

Πολυσχιδής σαν προσωπικότητα ο Κ.Γ. Παπαγεωργίου, πολυσχιδές το έργο του, πολυσχιδείς και οι προσεγγίσεις του, πολυσχιδής και ο ανά χείρας τόμος. Όταν μάλιστα το χρονικό άνυσμα της διαδρομής του υπερβαίνει τα πενήντα έτη, μέσα στα οποία ο Παπαγεωργίου έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, ό,τι και να πω θα είναι φτωχό, και οπωσδήποτε αποσπασματικό.
Θα ξεκινήσω από την πλευρά εκείνη που δεν περιλαμβάνεται στο βιβλίο, δηλαδή την πλευρά του κριτικού. Κι εδώ ταιριάζει γάντι ο χαρακτηρισμός του «χαμηλόφωνου», χαρακτηρισμός που κατά κόρον χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η ποιητική και πεζογραφική διαδρομή του. Εκκινώντας από τους κοινούς τόπους της νέας κριτικής, ο Παπαγεωργίου ενσωματώνει τα εργαλεία που αντιστοιχούν στην περιπέτεια των κινημάτων του μοντερνισμού, όπως αυτή φθάνει μέχρι σήμερα, στις ύστατες απολήξεις τους.
Έχοντας την τιμή να συνεργαζόμαστε, επί 17 χρόνια, στις «Αναγνώσεις», έχω και το προνόμιο να παρατηρώ, πολύ συστηματικά, τόσο τις επιλογές του, επιλογές βιβλίων και συγγραφέων, ποιητών και πεζογράφων, όσο και τον τρόπο της δικιάς του προσέγγισης. Έχοντας επιπλέον το προνόμιο να επιμελούμαι τα προς δημοσίευση κριτικά κείμενά του, μπορώ να καταθέσω μια παρατήρηση, σχεδόν αθέατη διά γυμνού οφθαλμού: ο Παπαγεωργίου κάνει συστηματική χρήση της άνω τελείας, ένα σύμβολο που συνήθως δημιουργεί προβλήματα στις τυπογραφικές διορθώσεις. Τα κείμενά του βρίθουν άνω τελειών.

Νομίζω πως μιλάω ήδη για τη δομή του λόγου, για τη δομή της φωνής του Παπαγεωργίου, είτε αυτός ο λόγος είναι κριτικός, είτε ποιητικός, είτε πεζογραφικός. Το στοιχείο του χαμηλόφωνου, το οποίο έχουν επισημάνει όλοι, εκφράζεται στη φόρμα ενός λόγου διάστικτου με άνω τελείες, είτε αυτές είναι εμφανείς, στον δοκιμιακό του λόγο, είτε αφανείς, αλλά πάντως παρούσες στον ποιητικό του λόγο.
Ο λόγος λοιπόν του Παπαγεωργίου αποτελεί ένα συνεχές, με άπειρα τσακίσματα και εναλλαγές. Δεν είναι λόγος επίπεδος, αλλά πολύτροπος, και οργανώνεται, με τη σημαντική επικουρία της άνω τελείας, πάνω στην τιθάσευση. Ποια τιθάσευση; Των αισθημάτων, του κριτικού ή του ποιητή, σε σχέση με το κείμενο που κρίνει ή γράφει, την τιθάσευση των αποτιμήσεων, αλλά και των εννοιών που εισάγει μέσα στον λόγο.
Αυτή η τιθάσευση, συνεχώς παρούσα, δηλώνει βέβαια την ζέουσα πραγματικότητα, την οποία διαχειρίζεται το κείμενο και ο λόγος, τη ζέουσα σχέση του γράφοντος, με το θέμα του και με το κείμενό του. Πρόκειται για μια ισορροπία, ανάμεσα στον γράφοντα και το κείμενο, ανάμεσα στα όσα κομίζει το κείμενο, δικό του ή άλλου, και στη μορφική αποτύπωση του ίδιου του κειμένου του Παπαγεωργίου. Θέλω να πω, ότι η φροντίδα, η αγωνία, το πρόταγμα του κειμένου του Παπαγεωργίου είναι κατ’ αρχήν, και εν τέλει, αισθητικό.
Όντως, κάποιος θα μπορούσε να ανατρέξει στον ποιητή, και επίσης κριτικό, Τέλλο Άγρα, και να τον ορίσει ως πρόγονο του Παπαγεωργίου. Νομίζω, όμως, ότι μια τέτοια αναφορά είναι περιοριστική. Γιατί ο λόγος του Παπαγεωργίου –επαναλαμβάνω: ποιητικός και κριτικός– δεν είναι νηφάλιος. Την έντασή του προσπαθεί να τιθασεύσει, ένταση που συνεχώς αναβλύζει, σε κάθε φράση του. Ελάχιστες, σπάνιες, είναι οι φορές που αυτή έρχεται σε πρώτο πλάνο, που βλέπουμε το πρόσωπο αυτής της έντασης. Ποιο είναι το πρόσωπό της; Πάντως, δεν είναι του πάσχοντος γραφιά. Είναι μια ρωμαλέα ματιά, στα πράγματα και στα κείμενα, η οποία συνεχώς κατεβάζει τους τόνους, αφήνοντας το κείμενο να λειτουργήσει από μόνο του. Τι μας λέει αυτό; Ότι ο Παπαγεωργίου εμπιστεύεται το κείμενο, αλλά και τον εαυτό του. Αυτή η αυτοπεποίθηση, εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της κριτικής δραστηριότητας, είναι παντού εμφανής στον Παπαγεωργίου. Την έντασή της προσπαθεί να υποτονίσει, ώστε το κείμενο, κριτικό ή ποιητικό, να εξάγει το αισθητικό του πρόταγμα, δηλαδή το συνεχές, ένα φυσιολογικό, αβίαστο και σεμνό συνεχές, που αποτελεί το μείζον αισθητικό εξαγόμενο όλων των κειμένων του Παπαγεωργίου.
Θα έχετε ίσως παρατηρήσει, ότι μέχρι στιγμής αναφέρομαι στον κριτικό και τον ποιητή Παπαγεωργίου, και καθόλου στον πεζογράφο. Έτσι είναι, γιατί πιστεύω ότι τα πεζογραφικά του κείμενα ο Παπαγεωργίου τα γράφει ως ποιητής. Είναι πεζά, όχι ενός πεζογράφου αλλά ενός ποιητή. Θα πρόσθετα μάλιστα ότι και τα κριτικά του κείμενα είναι κείμενα του ποιητή Παπαγεωργίου. Όχι γιατί ποιητικίζει, όπως τόσο συχνά γίνεται στις μέρες μας. Το αντίθετο: στα κριτικά του κείμενα, τιθασεύει, πρώτα απ’ όλα, την λυρική υπερβολή.
Πώς, όμως, με τόσο μεγάλη διαδρομή στον συγχρονικό κριτικό λόγο, αλλά και στον δοκιμιακό, με τόσες ανθολογίες, δηλαδή με κατ’ εξοχήν κριτικές πράξεις, όπως είναι άλλωστε και η έκδοση και διεύθυνση λογοτεχνικών περιοδικών, λέω ότι κι εκεί ο Παπαγεωργίου λειτουργεί ως ποιητής και όχι ως κριτικός; Η απάντηση είναι ότι, όλη αυτή η πλούσια και αχανής κριτική δραστηριότητα του Παπαγεωργίου, η οποία τόσα έχει προσφέρει στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι μισού αιώνα, σε τελευταία ανάλυση δεν είναι παρά η διαδικασία μέσα από την οποία ο Παπαγεωργίου προχωρά ως ποιητής.
Δε είναι μια στάση ιδιοτελής, όπως θα μπορούσε να νομίσει κάποιος, γιατί η κριτική συνεισφορά του στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι είναι αναμφισβήτητη. Είναι μια στάση διορατική, γιατί ο Παπαγεωργίου γνωρίζει ότι η ποίηση, όπως και κάθε τέχνη, προχωρά και εξελίσσεται, μόνο με διάλογο. Διάλογο με ομοτέχνους, αλλά και με τις άλλες τέχνες. Διάλογο με ό,τι νέο προκύπτει στον καλλιτεχνικό στίβο. Συνεχή διάλογο με το ίδιο το κάθε φορά πραγματωμένο έργο του.
Όπως λοιπόν ως κριτικός ξεκινά από την νέα κριτική, έτσι και ως ποιητής ξεκινά από τις πλούσιες αισθητικές εκφράσεις των κινημάτων του μοντερνισμού. Την τεχνική του την περιέγραψα ήδη. Αντιμετωπίζει τη διαδρομή της τέχνης, εν προκειμένω της ποίησης, ως ένα συνεχές, χωρίς τομές και χάσματα. Ως ένα ασθματικό συνεχές, όπως το συνέχουν, και το επιμερίζουν, οι άνω τελείες στον κριτικό λόγο, και η απουσία σημείων στίξης στον ποιητικό λόγο.
Μέσα στην ποιητική διαδρομή του Παπαγεωργίου, με τρόπο πάντα χαμηλόφωνο, και πάντα διακριτικό, σχεδόν μινιμαλιστικά ατονικό, δεν έχουμε φωνασκούσες στιχουργικές ή θεματολογικές εξάρσεις. Οι αισθητικές μετατοπίσεις του, που βέβαια είναι εξαιρετικά μεγάλες και σημαίνουσες, πραγματώνονται σχεδόν αθόρυβα.
Ποιες είναι όμως οι βασικές αισθητικές αφετηρίες, αν θέλετε σταθερές, πάνω στις οποίες πραγματώνονται οι μετατοπίσεις; Ο Παπαγεωργίου είχε την εξυπνάδα, δηλαδή το ταλέντο, ταλέντο ακραιφνώς καλλιτεχνικό, να διακρίνει ποιες από τις εκδοχές του μοντερνισμού παραμένουν γόνιμες στην εποχή του. Και όντως, η επιλογή του ήταν διορατική: σουρεαλισμός και εξπρεσιονισμός. Η συνειρμική δομή του λόγου, και το εξπρεσιονιστικά επεξεργασμένο ύφος του λόγου. Ας ανοίξουμε το πλάνο, και ας δούμε τη σύνολη διαδρομή του δυτικού μοντερνισμού. Αυτές οι δύο εκδοχές του υπήρξαν οι πιο γόνιμες και ανθεκτικές, αλλά ταυτόχρονα υπήρξαν οι δρόμοι ακόμα και για την υπέρβαση του μοντερνιστικού ορίζοντα στις μέρες μας.
Στις τελευταίες ποιητικές συλλογές του Παπαγεωργίου, όπου νομίζω, δηλαδή είμαι βέβαιος, ότι συντελείται η διαύγαση του αισθητικού προτάγματός του, η διαύγαση όλης της διαδρομής του –κριτικής, ποιητικής, πεζογραφικής– βλέπουμε την απόσταση που έχει διανύσει από τις αφετηρίες του, με τη συνειρμική γραφή να δίνει τη θέση της στην αλυσιδωτή διαδοχή των λέξεων ενός συνεχούς, τη μετατόπιση από το πεδίο της έκφρασης των συναισθημάτων και της υπονόμευσης της ορθολογικής σκέψης, σε εκείνο της πολυφωνικότητας και της διαλογικότητας του κειμένου. Είναι η μετάβαση από τον θρυμματισμένο αλλά πάντως ομοιογενή λόγο, στον μη ολοποιητικό λόγο, αφού τώρα τα μέρη του υφίστανται αυτόνομα, συλλειτουργούν παράλληλα, το καθένα με τη δικιά του φωνή και το δικό του νοηματικό φορτίο, πλην όμως κανένα τους δεν διαθέτει εκείνη την αυτάρκεια, που θα το καθιστούσε ανεξάρτητη νησίδα, εν τέλει ένα τυπικό, δηλαδή συμβατικό ποίημα.
Αυτό λοιπόν που κομίζει εις ποίησιν ο  Παπαγεωργίου είναι μια συστηματική υπέρβαση του ορίζοντα της πρωτοπορίας του μοντερνισμού. Το ποίημα δεν οργανώνεται με κέντρο τον ποιητή και τη φωνή του, δεν εκπορεύεται ως αλήθεια, ως νόημα, ως συναίσθημα, ως ολοκλήρωμα. Αποτελείται από μέρη ανομοιογενή, ακόμα και ασύμβατα, που δεν συνθέτουν ένα αδιάσπαστο όλον, αλλά συνυπάρχουν, με εντάσεις και εμφανείς μεταξύ τους διαφορές. Έτσι το ποίημα παραμένει ανοιχτό, και επιτελεστικά λειτουργικό. Η εξπρεσιονιστική βιαιότητα επί της μορφής, καταλάγιασε, ως εμπεδωμένη, νηφάλια, ασυνέχεια της δομής.
Μιλάμε, προφανώς, για έναν απολύτως σύγχρονο ποιητή, ο οποίος, για να φθάσει να είναι αυτό που έγινε, ξοδεύτηκε επί πενήντα τόσα έτη, γράφοντας πολλές εκατοντάδες (ενδεχομένως και τετραψήφιο αριθμό) κριτικών, και σχετικά ολίγα, αλλά σημαντικά πεζογραφικά κείμενα. Συμπέρασμα; Από την προηγούμενη πρόταση, παρακαλώ να κρατήστε μόνο μια λέξη: ξοδεύτηκε. Γιαυτό και εισέπραξε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: