ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ
Πάνε κιόλας τριάντα χρόνια από τον θάνατο αυτού του σημαντικού,
αδογμάτιστου και διεισδυτικού μαρξιστή ιστορικού και δάσκαλου, που με το ήθος ,
την φυσική ευγένεια, την απλότητα και τον βαθιά κατασταλαγμένο ερευνητικά λόγο δίδαξε,
αρκετούς από μας, μια στάση άδολης συνέπειας ενεργού αριστερού πολίτη και κριτικού
στρατευμένου επιστήμονα. Ενός δάσκαλου που είχα την τύχη και την τιμή να διασταυρωθούν
τα βήματά μας, και ως διευθυντής της «Ιστορικής Βιβλιοθήκης» των εκδόσεων
«Θεμέλιο» να γράψει την εισαγωγή στην έκδοση της διατριβής μου για την «Β’
Ελληνική Δημοκρατία».
Μια βασική συνιστώσα του όλου έργου του, που ως κόκκινη κλωστή το
διατρέχει και το συνέχει, αφορά την «ιστορική
κατηγορία» Έθνος, και ιδιαίτερα την «πολιτισμική
συνέχεια» ενός πανάρχαιου ιστορικού λαού όπως ο ελληνικός, του οποίου γεννήματα
θρέμματα είμαστε όλοι μας, μέσα στο χώρο και το χρόνο.
Πρόκειται για μια σκέψη-βίωμα, η οποία για μεν την εποχή κατάκτησής
της στα χρόνια του εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου 1941- 44, αλλά και για τον
χρόνο αποκρυστάλλωσής της (1953-55), όπως αποτυπώθηκε στο άρθρο «Σκέψεις για μια εισαγωγή στη νεοελληνική
ιστορία» στην Επιθεώρηση Τέχνης
(τχ. 3 Μάρτιος 1955), ενέχει πρωτοποριακό χαρακτήρα. Χαρακτήρα που δημιουργεί διπλή
τομή, από την μια στην κυρίαρχη μέχρι και σήμερα σε μεγάλο βαθμό μαρξιστική και
μαρξίζουσα α-εθνική αριστερή αντίληψη, και από την άλλη στην ιδεοκρατούμενη
«εθνική» παπαρρηγοπούλεια ιστοριογραφία, όπου από φόβο ότι η προσέγγιση αυτή
μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ιδεολογικό όπλο από μια ανασυντασσόμενη μετά τον
εμφύλιο αριστερά, οδήγησε σύμφωνα με τον Χρ. Χατζηιωσήφ (Συνέντευξη στον Στρ.
Μπουρνάζο, Εποχή 18 Μαΐου 1997) στην
αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας του Σβορώνου, με Β.Δ της 29ης
Ιουνίου της ίδιας χρονιάς.
Ανεξάρτητα από τους τρόπους
υποδοχής και τις αντιπαραθέσεις που δημιούργησε και δημιουργεί αυτή η σκέψη και
από τις δύο πλευρές, οφείλουμε να αποδεχτούμε ότι για την κατανόησή της
απαιτείται υπέρβαση της ανιστόρητης ταύτισης της εθνότητας ως πολιτισμικής ταυτότητας,
της οποίας η πρωταρχή ανάγεται στην περίοδο του μεγάλου περάσματος από τις
αταξικές αδιαφοροποίητες, στις ταξικές διαφοροποιημένες κοινωνικές ολότητες, από
την γέννηση του πολιτικού αιτήματος της ανερχόμενης αστικής τάξης στα χρόνια των
Μέσων Χρόνων, για τη δημιουργία εθνικών κρατών, που ανάγεται στην περίοδο
μετάβασης από την φεουδαλική στην αστική κοινωνική οργάνωση. Αίτημα μάλιστα που
για τις πρώτες κρατικές οντότητες πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα για να
πραγματωθεί και ουδέποτε σε πλήρη μορφή. Η πορεία αυτή δεν ακολουθήθηκε
αναγκαστικά στις εθνικοαπελευθερωτικές διεργασίες του 19ου και 20ού
αιώνα από μια σειρά λαών, που έχοντας αποκτήσει εθνική συνείδηση αγωνίστηκαν,
και όχι πάντα με επικεφαλής την αστική τάξη, για τη δημιουργία κρατικής
οντότητας.
Επιπρόσθετα, πρόκειται για μια σκέψη που τα τελευταία χρόνια αποκτά
μια έντονη επικαιρότητα σε πλανητικό επίπεδο, όπου οι εθνικές ιδιαιτερότητες
προβάλλουν επιτακτικά στην πολιτική σκηνή, απαιτώντας την ανάδειξή τους ως
συλλογικά υποκείμενα. Τα πληρέστερα κι ανθεκτικότερα συλλογικά ιστορικά
υποκείμενα της ανθρώπινης ιστορίας, αποδεικνύοντας τις αρχαϊκές τους καταβολές.
Κάτι που είχαν διαισθανθεί οι κλασικοί του μαρξισμού, όταν τόνιζαν ότι πέρα από
τις σχέσεις μεταξύ έθνους και κοινωνικών τάξεων, τα έθνη θα εξακολουθούν να
υπάρχουν ακόμα και στην αταξική «κομμουνιστική» κοινωνία που ονειρεύονταν,
αποδεχόμενοι δηλαδή την υπεριστορική τους αναλλοιώτητα. Αντίθετα, ένας
παραδοσιακός μαρξισμός, με την μονιστική αναγωγή των πάντων σε μια
οικονομίστικη σύλληψη της πάλης των τάξεων ως κινούσας την ιστορική εξέλιξη, αδυνατεί
να συλλάβει την σημαντικότητα της πολυπλοκότητας των διαφόρων κοινωνικών
σχηματισμών και την επίδραση του πολιτιστικού παράγοντα. Γεγονός που οδηγεί σε
λογικά αδιέξοδα για την κατανόηση της δυναμικής της έννοιας του έθνους, όπως
και ενός κοσμοπολίτικου εκσυγχρονιστικού λόγου, που χωρίς ιστορικά
παραδείγματα, πολλές φορές και χωρίς επιστημολογικές πειθαρχίες, επιχειρούν και
οι δύο να δημιουργήσουν μια θεωρία pass partou, για όλες τις εθνικές ιδιαιτερότητες.
Σ’ αντίθεση με αυτές τις θεωρήσεις, ο Σβορώνος διατυπώνει ένα
ερμηνευτικό ιστορικό σχήμα, μια εμπειρική «θέση», με παραδείγματα όχι μόνο
λόγιων αναφορών, αλλά και άφατου λόγου κοινωνικών συλλογικοτήτων, απ’ όλη τη
διαχρονία του ελληνισμού, μια που ως ιστορικός κατανοεί πως για να γνωρίσεις πώς
ένας λαός συγκροτήθηκε σε εθνικό κράτος, οφείλεις να κατανοείς την όλη ιστορική
του διαδρομή.
Και έχει προς αυτή την κατεύθυνση ιδιαίτερο ενδιαφέρον
να θυμίσουμε τον τρόπο που αντιστέκεται, στην κυριολεξία, στην επιμονή των
φίλων και συναδέλφων Ν. Αλιβιζάτου και Στ. Πεσμαζόγλου, που του είχαν πάρει την
συνέντευξη στα Σύγχρονα Θέματα (τχ.
33-37 Δεκέμβρης 1988) και οι οποίοι επανέρχονται στο κεντρικό αυτό θέμα με
επιφυλάξεις ανάλογες της πλειονότητας των προοδευτικών μας διανοούμενων,
αναλύοντας ξανά και ξανά τη βασική του ιδέα, τονίζοντας:
«Φυσικά
και αποδέχομαι την κάποια πολιτισμική συνέχεια του Ελληνισμού… Σε ορισμένα
σημεία σαφώς και υπάρχει αυτή η συνέχεια. Το ξέρετε και το ξέρουμε όλοι. Θεωρώ
τη συνέχεια αυτή ως ένα δυναμικό φαινόμενο με διαφορετικές φάσεις. Δεν πιστεύω
βέβαια στη φυλετική συνέχεια. Δεν κάνω ζωολογία, κάνω ιστορία. Δεν ξέρω τι
είναι ανθρωπολογικά η ελληνική φυλή ή ο ελληνικός λαός, ή το ελληνικό έθνος,
είναι ανακατεμένα όπως συμβαίνει με όλους τους ιστορικούς λαούς του κόσμου. Για
το ότι υπάρχει όμως από παλιά, πολύ παλιά, ένας ελληνικός λαός που έχει
συνείδηση της ιδιαιτερότητάς του και της πολιτισμικής του συνέχειας, δεν
υπάρχει καμιά αμφιβολία»
Είναι σαφές ότι δεν μιλά για εθνικιστική
συνέχεια ούτε περί… ανάδελφου έθνους, το οποίο «επιχειρεί να σβήσει τον άλλο κόσμο, κλείνοντας τα μάτια με την
ψευδαίσθηση ότι καταφάσκει έτσι με τον εαυτό του». Αντίθετα, με βάση αυστηρή
μεθοδολογική πειθαρχεία αλλά και διαίσθηση του ιστορικού γίγνεσθαι, προσεγγίζει
τις προϋποθέσεις-περιπέτειες, συγκρότησης της εθνικής μας ταυτότητας και της αντιστασιακής
της διάστασης, που και αυτή δεν την βλέπει «ως
μοναδικό φαινόμενο του ελληνισμού ούτε ως το κύριο χαρακτηριστικό του Έλληνα,
αλλά της ιστορίας του»!
Άλλωστε, πάντα οι ταυτότητες συγκροτούνται
σε σχέση με τον Άλλον. Τον Άλλο ως διαφορετικό, με τον οποίο έχουμε συνεχείς
αλληλεπιδράσεις, και από αυτή την αντίληψη προέρχεται η θετική ανάγνωση του
έθνους, ο εθνισμός, σε ριζική αντίθεση με την πρόσληψη του Άλλου ως εχθρού με
τον οποί βρισκόμαστε σε διαρκή συγκρουσιακή κατάσταση, από την οποία προέρχεται
η αρνητική πρόσληψη του έθνους, ο εθνικισμός, και όσα αρνητικά συνακόλουθα αυτή
εμπεριέχει. Αρνητική πρόσληψη που δυστυχώς παραμένει σε μεγάλο βαθμό διάχυτη
στην κοινωνία μας, όπως αποδεικνύουν και οι άλογες κι ανιστόρητες αντιδράσεις
μερίδας συμπολιτών στην «Συμφωνία των Πρεσπών».
Στο θέμα έρχεται και επανέρχεται ο Σβορώνος τα τελευταία χρόνια της ζωής
του και στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις, αλλά και με μια δουλειά που ετοίμαζε και
που προφανώς παραμένει στα ανέκδοτα χειρόγραφά του. Είναι επίσης σαφές –αν και
προφανώς δευτερεύον– ότι αυτή τη θέση αποδέχεται και ο συντάκτης αυτού του
κειμένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου