ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Από
το βιβλίο του Βαγγέλη Καραμανωλάκη, Ανεπιθύμητο
παρελθόν. Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ό αι. και η καταστροφή τους,
που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θεμέλιο
ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗ
«Όταν μιλάμε για βία - τρομοκρατία και προτάσσουμε τις
εκτοπίσεις ή ανάλογα μέτρα, δεν αξιολογούμε σωστά. Οι εκτοπίσεις απευθύνονται
σε λίγους, ψυχολογικά προετοιμασμένους, που δεν λυγάνε εύκολα. Τα πιστοποιητικά
κοινωνικών φρονημάτων σε ένα και πλέον εκατομμύριο».
Η διατύπωση του Ηλία Ηλιού σε εκτενή
έκθεση που είχε συντάξει για εσωκομματική χρήση προς την ηγεσία της ΕΔΑ, το
καλοκαίρι του 1962, είναι ενδεικτική της δύναμης των πιστοποιητικών και των
φακέλων για τον έλεγχο και την καταστολή της Αριστεράς. Ο ίδιος, άλλωστε,
χαρακτήριζε τα πιστοποιητικά ως το «ύπατο και δραστικότερο των όπλων» του
καθεστώτος. Γι’ αυτό το όπλο υπεύθυνα
ήταν τα σώματα ασφαλείας, τα οποία αποκτούσαν έναν ιδιαίτερα βαρύνοντα ρόλο: η ετυμηγορία τους καθόριζε ζωές, ρύθμιζε
την επαγγελματική και προσωπική ζωή την ανθρώπων.
Στην έκδοση αυτής της ετυμηγορίας δεν ήταν
μόνα τους. Οι φάκελοι δεν ήταν μόνο έργο της Αστυνομίας Πόλεων, αλλά και της
Χωροφυλακής ή του Στρατού, του Λιμενικού Σώματος, των συμβουλίων νομιμοφροσύνης
κ.ά. Εκατομμύρια φάκελοι, φάκελοι που συγκροτούνταν για το ίδιο πρόσωπο από
διαφορετικές υπηρεσίες, φάκελοι που αφορούσαν όλους όσων η εθνικοφροσύνη ή
νομιμοφροσύνη θα μπορούσε για οιονδήποτε τρόπο να αμφισβητηθεί.
Τι είναι αυτό που επέβαλε, εντέλει, την τόσο
εκτεταμένη παρουσία μηχανισμών καταγραφής των φρονημάτων; Για να απαντήσουμε σε
αυτή την ερώτηση, θα πρέπει να συνεκτιμήσουμε το πολιτικό κλίμα στη
μετεμφυλιακή Ελλάδα και παράλληλα να αναστοχαστούμε τις έννοιες στις οποίες
αναφερόμαστε. Η ύπαρξη των φακέλων συνδέθηκε με τη διερεύνηση της νομιμοφροσύνης των πολιτών. Ποιος ήταν
όμως ο νομιμόφρων πολίτης; Στον Α.Ν.
516 του 1948, το περιεχόμενο της έννοιας νομιμόφρων
οριζόταν μόνο αρνητικά: περιγράφονταν μια σειρά από περιπτώσεις όπου κάποιος/-α
θεωρείτο μη νομιμόφρων: κυρίως όποιος πίστευε στα κηρύγματα όσων
προπαρασκεύασαν και επιχείρησαν την ανταρσία,
εμφορείτο από αντεθνικές αντιλήψεις ή προπαγάνδιζε καθ’ οιονδήποτε τρόπο υπέρ
του κομμουνιστικού κόμματος κ.ά. Η έννοια της νομιμοφροσύνης, όπως και της
εθνικοφροσύνης, ήταν διασταλτική ή συσταλτική κατά περιόδους, μπορούσε να
διευρύνεται ή να περιορίζεται ανάλογα με τη συγκυρία και την περίπτωση. Εν
δυνάμει, μπορούσαν όλοι οι πολίτες να πάψουν να είναι νομιμόφρονες. Αντίστοιχα, ο ορισμός των κοινωνικών φρονημάτων ήταν
ιδιαίτερα ευρύς και γενικευτικός. Περιελάμβανε όχι μόνο τη δράση αλλά και τις
σκέψεις των ανθρώπων, ενώ το τι σήμαινε υγιή
φρονήματα καθοριζόταν από τις αρχές ασφαλείας, με βάση και τη συγκυρία.
Οι χαρακτηρισμοί των πολιτών δεν ήταν σταθεροί. Για
την ακρίβεια, υπήρχαν μια σειρά από κατηγορίες, στις οποίες οι πολίτες
εντάσσονταν. Η μετακίνηση από τη μια κατηγορία στην άλλη όχι μόνο δεν ήταν
απίθανη αλλά αποτελούσε ένα σοβαρό ενδεχόμενο, άξιο καταγραφής. Ήταν υποχρέωση
του κρατικού μηχανισμού να σκιαγραφεί ανά πάσα στιγμή το τοπίο των φρονημάτων
που είχαν οι πολίτες του. Πρόκειται για μια παλέτα χρωμάτων που ξεπερνούσε κατά
πολύ τη λογική άσπρο - μαύρο, τη λογική νομιμόφρονες - μη νομιμόφρονες. Είναι
αποκαλυπτικοί οι χαρακτηρισμοί που απέδιδε η ΚΥΠ, όπως το 1965 στους δημάρχους
που είχαν εκλεγεί στο λεκανοπέδιο της Αττικής στις δημοτικές εκλογές του 1964: «εθνικώς
ύποπτοι», «εθνικόφρων», «νομιμόφρων», «κομμουνιστής, συνοδοιπόρος», «αριστερός»,
«αριστερών φρονημάτων», «μη νομιμόφρων», «κομμουνιστής, μελετάται
αποχαρακτηρισμός», «επικίνδυνος κομμουνιστής», «κεντροαριστερός», «αποχαρακτηρισμένοι,
εθνικόφρονες με αριστεράν απόκλισιν». Πρόκειται
για ένα ευρύτατο και σύνθετο φάσμα χαρακτηρισμών, συνδεδεμένων με πολιτικές
αντιλήψεις, καθώς και με τη σχέση με το κράτος. Είναι
ιδιαίτερα ενδιαφέρων ο διαχωρισμός των χαρακτηρισμών εθνικόφρων - νομιμόφρων στην καταγραφή. Εάν ο νομιμόφρων ήταν
εκείνος που εντέλει υποστήριζε το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς, γεγονός που του
έδινε το δικαίωμα να το υπηρετεί, ο εθνικόφρων
ήταν κάτι διαφορετικό: ανήκε σε μια άλλη βαθμίδα, και αφορούσε όχι απλώς
την υποστήριξη αλλά την πίστη στις εθνικές
αρχές. Το ποιος ήταν ο πραγματικός εθνικόφρων
ήταν ένα από τα θέματα που βρέθηκε στο επίκεντρο των πολιτικών συγκρούσεων,
ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του ’60 και τη σύγκρουση Δεξιάς - Κέντρου.
Σε κάθε περίπτωση, η πολυπλοκότητα και το εύρος των
συγκεκριμένων χαρακτηρισμών δικαιολογούσε την ύπαρξη των μηχανισμών καταγραφής,
οι οποίοι είχαν αναλάβει την προστασία της ασφάλειας του κοινωνικού συνόλου.
Θεμέλιο της ύπαρξής τους ήταν ο φόβος της ανταρσίας,
η πίστη ότι ο κομμουνιστικός κίνδυνος όχι μόνο υπήρχε αλλά εξακολουθούσε να
δρα. Η προπαγάνδα και ο προσηλυτισμός στις κομμουνιστικές ιδέες ήταν τα
κυρίαρχα όπλα του, ιδιαίτερα για τις νεότερες γενιές. Θεμέλιο της ανάγκης
καταγραφής και ελέγχου ήταν η καχυποψία και ο φόβος, όπως είχε εδραιωθεί μέσα
από την εμπειρία των Δεκεμβριανών και του Εμφυλίου πολέμου. Ο τελευταίος δεν
είχε τελειώσει με τη στρατιωτική του λήξη· η επικινδυνότητα των κομμουνιστικών
και γενικότερα των αριστερών ιδεών εξακολουθούσε να υφίσταται. Ο κίνδυνος
μετακίνησης ενός πολίτη από το ένα στρατόπεδο στο άλλο ήταν απόλυτα υπαρκτός. Η
διατήρηση των έκτακτων μέτρων, το φακέλωμα, οι εκτοπίσεις, οι διακρίσεις των
πολιτών λόγω των πολιτικών τους αντιλήψεων αποτελούσαν στοιχεία απαραίτητα -όχι
τα μόνα- για τη διατήρηση της ηγεμονίας της νικήτριας παράταξης.
Η λειτουργία των φακέλων δεν αφορούσε μόνο την
προστασία της ασφάλειας των πολιτών, είχε και έναν «παιδαγωγικό» στόχο. Ο φόβος
του φακελώματος, η ιδέα μιας αρχής η οποία έλεγχε, γνώριζε και μπορούσε να
τιμωρήσει αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής περιόδου στην
Ελλάδα. Πρόκειται για έναν τεράστιο διαπαιδαγωγητικό μηχανισμό, στην ιδέα ότι ο
πολίτης θα πρέπει να παραμείνει ανενεργός, να μην αναπτύξει τη δική του
πολιτική δράση ή να βρεθεί με το μέρος της εξουσίας, η οποία αλλιώς έχει τη
δύναμη να τον συντρίψει. Μια εμπειρία που γεννούσε έναν εσωτερικευμένο φόβο,
την ανάγκη υποταγής σε μια ανώτατη αρχή που μπορούσε να παρακολουθεί τα πάντα,
τιμωρώντας ή επιβραβεύοντας. Επρόκειτο για ένα κράτος «τιμωρό», το οποίο
χρησιμοποιούσε ένα ευρύ ρεπερτόριο τιμωρητικών πρακτικών στο πλαίσιο της
αναδιοργάνωσης του διαλυμένου από την Κατοχή κρατικού μηχανισμού και μέσα από
την εμπειρία της εμφύλιας διαμάχης. Η δήλωση της νομιμοφροσύνης και ο έλεγχος
των κοινωνικών φρονημάτων μέσω των φακέλων στεγανοποιούσε θεωρητικά τον κρατικό
μηχανισμό.
Οι φάκελοι δεν υπήρξαν απλώς ένα από τα όπλα του
αστικού στρατοπέδου εναντίον των κομμουνιστών στην πολιτική και ιδεολογική τους
σύγκρουση. Αποτέλεσαν μέρος των πολιτικών συγκρούσεων· κατηγορήθηκαν οι
ιθύνοντες ότι τους χρησιμοποίησαν για την πολιτική περιθωριοποίηση όσων ήταν
πολιτικοί τους αντίπαλοι, μέσω της αμφισβήτησης της νομιμοφροσύνης και της
εθνικοφροσύνης τους. Σε αυτό το πλαίσιο, άλλωστε, πρέπει να γίνει και κατανοητή
όχι μόνο η καθολική αντίδραση της Αριστεράς, αλλά και κεντρώων πολιτικών
δυνάμεων στη συγκρότηση και χρήση τους.
Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, Χωρίς τίτλο, 2009- 2010, λάδι σε καμβά, 100 x 92 εκ., Μουσείο Μπενάκη |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου