Μάρω Μιχαλακάκου, Dear Prudence (λεπτομέρεια), 1996, επιχρυσωμένο ξύλο, ολόσωμος καθρέφτης και βελούδο, 196 x 60 εκ. |
ΤΗΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΡΟΥΣΣΟΥ
Το νέο βιβλίο της σειράς demo θα προκαλούσε εύλογα το ενδιαφέρον
των αριθμολόγων: είναι το τρίτο της σειράς και περιλαμβάνει τρία μελετήματα για
τρεις νεοέλληνες διηγηματογράφους με θεματική αντλημένη από την «εν πλω» (εξ ου
και ο τίτλος) εμπειρία: το πρώτο, του Κώστα Ιωαννίδη, για το αφήγημα του Μιχαήλ
Μητσάκη «Το βαπόρι», το δεύτερο, της Εμμανουέλα Κάντζια, για το «Μεταξύ
Πειραιώς και Νεαπόλεως» του Γ. Βιζυηνού και το τρίτο, που συνυπογράφουν και οι
δύο μελετητές για τη «Νοσταλγό» του Αλ. Παπαδιαμάντη.
Πέρα από την
κοινή θεματική τους, και η περίοδος συγγραφής συνδέει τα υπό συζήτηση τρία
πεζά: τέλη του 19ου αιώνα, από το 1883, οπότε δημοσιεύεται το
διήγημα του Βιζυηνού έως το 1894, έτος δημοσίευσης της «Νοσταλγού» και το 1895 όταν
βλέπει το φως της δημοσιότητας «Το βαπόρι»). Στην πορεία της ανάγνωσης αποκαλύπτονται και άλλα ακόμη στοιχεία τα
οποία εντάσσουν τα κείμενα σε κοινό πλαίσιο και προσδιορίζουν τους άξονες της
οπτικής των μελετητών: η ίδια η καλλιτεχνική (όχι μόνον η λογοτεχνική) δημιουργία
και η σχέση της με το αντικείμενο που επιχειρεί να αποδώσει, και, ως αποτέλεσμα
του προβληματισμού της αναπαράστασης, η σχέση των εν λόγω πεζών με τις
κατεξοχήν εικονιστικές τέχνες, τη ζωγραφική και τη φωτογραφία˙ οι έννοιες του τυχαίου
και του ενδεχόμενου κατά την αφήγηση˙
ο βαθμός που τα κείμενα εγγράφονται στην νεωτερικότητα˙ τα ειδολογικά χαρακτηριστικά των αφηγημάτων (ο όρος
πεζό ποίημα αφορά τον Μητσάκη και τον Βιζυηνό ενώ το θέμα μείξης ειδολογικών
στοιχείων επανέρχεται στον Παπαδιαμάντη).
Πρόκειται, όπως έγινε φανερό από τα παραπάνω, για
μελετήματα μεστά προβληματισμών, και μάλιστα ιδιαίτερα γόνιμο
καθώς η θεώρηση των τριών πεζών από έναν ιστορικό τέχνης (Κώστας Ιωαννίδης) και
μια συγκριτολόγο (Εμμανουέλα Κάντζια) διαφαίνεται προκλητική και πράγματι, παράγει
μια άκρως ενδιαφέρουσα συγκατοίκηση.
Ο Ιωαννίδης, εντάσσοντας το αφήγημα του Μητσάκη στη
νεωτερικότητα, το συναρτά με την εικόνα και τον ήχο, με την εικονιστική
καταγραφή, δηλαδή τη φωτογραφία, και την ηχητική αποτύπωση, καταλήγοντας ότι ο
αφηγητής λειτουργεί ως καταγραφέας ήχων και μάλιστα με τρόπο που απηχεί την αποσπασματικότητα
της νεωτερικής εποχής. Φαίνεται να εδράζεται η αντίληψη αυτή στην παλαιά θέση
(που φτάνει σχεδόν πίσω στο Μεσαίωνα με ακόμη παλαιότερες αρχές) περί της ακοής
ως εγγύηση έναντι της απατηλής όρασης. Επιπλέον, η πρόκριση της καταγραφής
ακροαματικών στοιχείων παρά οπτικών προτείνει μια διαφορετική διάσταση του
αφηγητή: οι αφηγητές του Μητσάκη ταυτισμένοι με την όραση, ως αφηγούμενοι το
θέαμα, οδήγησαν τον συγγραφέα στη σύνδεση με την οπτική αποτύπωση των
εντυπώσεων ενός αστικού περιπατητή. Ο Ιωαννίδης μας καλεί να ακροαστούμε αυτά
που ο αφηγητής του Μητσάκη ακούει, δίνοντας άλλη προοπτική στο συγκεκριμένο
αλλά και σε άλλα κείμενα του αθηναιογράφου αυτού.
Η Κάντζια ενώ ταυτόχρονα επανέρχεται στη συζητημένη
σχέση του Βιζυηνού με το ρομαντισμό συσχετίζοντας σημεία του διηγήματος με το
εμβληματικό έργο του Σίλλερ Περί αφελούς
και συναισθηματικής ποιήσεως και κάνοντας αναφορές στην έννοια του υψηλού. Η
Κάντζια ως συγκριτολόγος θέτει με ιδιαίτερη γνώση τα ζητήματα του ευρωπαϊκού
ρομαντισμού και της σχέσης του με το συγκεκριμένο κείμενο ενώ παράλληλα
αναδεικνύει τη σχέση τέχνης-φύσης, προβληματισμό που συνιστά το έρεισμα του διηγήματος.
Επίσης, αποδίδοντας τα γνωρίσματα του χαρακτήρα «κυρίου Π.» κάνει μια σύντομη αναφορά
στην οπτική του οριενταλισμού. Ενδιαφέρουσα
είναι η ανάδειξη της ειδολογικής αμφιθυμίας που ο ίδιος ο Βιζυηνός εμφανίζει
έναντι της γραφής του στη συγκεκριμένη περίσταση. Η Κάντζια παρατηρεί εύστοχα
την ταλάντευση που μεταφέρεται από τον συγγραφέα στον αναγνώστη και επισημαίνει
το εκτενές πεζό ποίημα που εγκιβωτίζεται σχεδόν στο διήγημα, στοιχείο που
τονίζει τον πρωτοποριακό χαρακτήρα του.
Στην «Νοσταλγό», που συνυπογράφουν ο Ιωαννίδης και η
Κάντζια τονίζεται η απώλεια ελέγχου του Παπαδιαμάντη επί των χαρακτήρων του που
υποκρύπτει, ενδεχομένως, το (σιλλερικής βάσης;) ερώτημα για το βαθμό μιας
ενδογενούς, στο ίδιο το έργο, ελευθερίας. Γενικά, από τα ενδιαφέροντα σημεία
του βιβλίου αναδεικνύεται η έννοια του ελέγχου επί του αναπαριστώμενου που
προβάλλεται ιδίως στην πραγμάτευση της «Νοσταλγού». Αποτέλεσμα της οπτικής της Κάντζια, ως
συγκριτολόγου, αποτελεί και η ενότητα που επιγράφεται «Σαιξπηρικό ιντερλούδιο»,
όπου παρατίθενται στοιχεία διακειμενικότητας μεταξύ παπαδιαμαντικού διηγήματος
και σαιξπηρικού έργου ενώ από την ίδια συγκριτολογική ματιά προκύπτει και ο
ενδιαφέρων παραλληλισμός του Μαθιού ως Έμμα Μποβαρύ. Στη «Νοσταλγό» γίνεται
εμφανέστερη η διακαλλιτεχνική προσέγγιση. Ο συσχετισμός του διηγήματος με
συγκεκριμένο πίνακα του Βολανάκη ή η προβολή της προβληματικής του θεατή εντός
του πίνακα φέρνουν στην επιφάνεια εμπλουτισμένη οπτική στη μελέτη της
λογοτεχνίας. Η σχέση της με τη ζωγραφική ή και τη φωτογραφία δεν αποτελεί
φυσικά νέο πεδίο αλλά με το Τρεις εν πλω
γίνεται ορατή η δυναμική του πεδίου αυτού και οι ερμηνευτικές προτάσεις που
μπορεί να συνεισφέρει.
Ολίγα από τα θέματα που θίγονται στο Τρεις εν πλω ανέφερα. Αν και στο βιβλίο η
λογοτεχνία παραμένει στο επίκεντρο, αν και στο αυστηρό πλαίσιο της φιλολογικής
κριτικής κατατίθενται ανανεωμένες θεωρήσεις, οι μετατοπίσεις προς τις άλλες τέχνες
εντάσσουν το βιβλίο στο ενδιαφέρον και ανοιχτό, ιδίως τα τελευταία χρόνια,
πεδίο της κριτικής των τεχνών, (όχι μόνον/αλλά και της λογοτεχνίας), στο
πλαίσιο διακαλλιτεχνικών μελετών.
Η
Βαρβάρα Ρούσσου είναι δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας και δρ Θεωρίας και Ιστορίας
Τέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου