3/2/19

Οι Μακεδονίες των Άλλων

ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ

ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΡΑΒΑΣ, Οι Μακεδονίες των Άλλων. Το μαχαίρι της Ιστορίας και οι νομοτέλειες της Γεωγραφίας, Αθήνα: Βιβλιόραμα, σελ.199

Ένα πολύ καλό βιβλίο, επίκαιρο και αποκαλυπτικό που αξίζει να διαβαστεί. Ο συγγραφέας του είναι ιστορικός, γνωστός από τις άλλες μελέτες του για τη Μακεδονία, και τον διακρίνει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για τη γεωγραφία. Το βασικό ερώτημα του συγκεκριμένου βιβλίου είναι «…σε ποιο βαθμό και ποιο τρόπο οι Νεοέλληνες έλαβαν γνώση, αρχικά στα σχολικά θρανία και εν συνεχεία από τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, για δυο θέματα που σήμερα ενοχλούν αλλά η ιστορία με τρόπο αδήριτο μας τα επέβαλε» (σελ. 9), δηλαδή την κατάτμηση της Μακεδονίας μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τη δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας το 1944.
Ο συγγραφέας το προσεγγίζει σε 4 ενότητες αναλύοντας τα περιεχόμενα των σχολικών εγχειριδίων ιστορίας, των εγχειριδίων γεωγραφίας, των εγκυκλοπαιδειών, και επιλέγοντας «στιγμιότυπα» από άλλα ιστοριογραφικά τεκμήρια. Περιορίζεται στην περίοδο 1912-1992, φθάνοντας δηλαδή χρονιά που ανέκυψε το «Μακεδονικό πρόβλημα» στην Ελλάδα μετά τη διάσπαση της τότε Γιουγκοσλαβίας, την ανεξαρτητοποίηση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας το 1991 και την εθνική υστερία που ξέσπασε τον επόμενο χρόνο.
Στην πρώτη ενότητα των ιστορικών εγχειριδίων, ο Καράβας σταχυολογεί πολλές αναφορές που αναγνωρίζουν έμμεσα την ύπαρξη και «άλλων Μακεδονιών», όπως π.χ., ενδεικτικά, στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού το 1929, σελ. 142, «…η Σερβία κέρδισε πολλά μέρη της βορινής Μακεδονίας» και με μεγαλύτερη σαφήνεια στην Ελληνική Ιστορία Νέων Χρόνων του 1950, «…η Σερβία πήρε τα βόρεια μέρη της Μακεδονίας και η Βουλγαρία κράτησε το Β.Α. της Μακεδονίας» (σελ. 122). Αμφιβάλω αν παρόμοιες εκτιμήσεις θα έβρισκαν χώρο στα σημερινά βιβλία, με εξαίρεση ίσως το εγχειρίδιο του 1983, σε χρήση μέχρι το 2007, Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη της Τρίτης Λυκείου, όπου γίνεται η μνεία της Βόρειας Μακεδονίας που παραχωρήθηκε το 1913 στη Σερβία.

Στα εγχειρίδια γεωγραφίας συναντάμε ευρύτερη αποδοχή της ύπαρξης τριών Μακεδονιών μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, σε σχέση με αυτά της ιστορίας, αλλά ο συγγραφέας σημειώνει ότι όσοι συντάκτες τους αποδέχονται την ύπαρξη τριών Μακεδονιών, δεν είναι πιο φιλελεύθεροι από τους συναδέλφους τους ιστορικούς. Απλά ακολουθούν την πεπατημένη της περιγραφικής φυσικής γεωγραφίας, χωρίς να είναι κανείς τους γεωγράφος. Ήταν στην πλειονότητα παιδαγωγοί, φυσικοί, και πιο πρόσφατα γεωλόγοι. Η άγνοια της γεωγραφίας, συμπληρώνω εγώ, τους ωθεί σε επανάληψη προηγούμενων απόψεων ή στην περίπτωση των φυσικών και γεωλόγων στον περιορισμό της γεωγραφίας σε αυτά που γνωρίζουν, δηλ. στη φυσική γεωγραφία.
Στις εγκυκλοπαίδειες που ορθότατα περιλαμβάνει ο Καράβας στην ανάλυση του, επαναλαμβάνονται οι αντιφάσεις και αποσιωπήσεις που εντοπίστηκαν και στα σχολικά εγχειρίδια. Στην εγκυκλοπαίδεια του «Πυρσού» συναντάμε τρεις Μακεδονίες , με κάποιες μικρές διαφορές στη μεταπολεμική έκδοση, και το ίδιο συμβαίνει στην εγκυκλοπαίδεια «Ελευθερουδάκη» και στην Παγκόσμια Γεωγραφία του ιδίου. Μετά το κρίσιμο 1991, η «εθνική τύφλωση» εμφανίζεται και στις εγκυκλοπαίδειες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Παγκόσμια Γεωγραφία της «Εκδοτικής Αθηνών» το 1992, όπου η Μακεδονία δεν βρίσκεται στο γράμμα Μ αλλά στο Σ και αναφέρεται με το σκωπτικό «Σκόπια».
Η τελευταία ενότητα αφορά σε «στιγμιότυπα» από ιστοριογραφικά τεκμήρια. Σε αυτά ο συγγραφέας συγκεντρώνει ένα μεγάλο αριθμό παραδειγμάτων από τα οποία, στο ένα άκρο ο αναγνώστης συναντά λίγες αλλά τεκμηριωμένες μαρτυρίες για την ύπαρξη τριών Μακεδονιών, όπως του Κ. Καραβίδα, το έργο του οποίου συγκροτεί μία από τις πλέον πολύτιμες πηγές για τη μεσοπολεμική Ελλάδα και τη Μακεδονία. Στο άλλο άκρο, όπου η «Μακεδονία είναι μία και ελληνική», συνωστίζονται δεκάδες τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και του Σαράντου Καργάκου το 1992, όπου εβραϊσμός και κομμουνισμός συμμαχούν για τον εκσλαβισμό της Μακεδονίας.
Το βιβλίο συνοδεύεται από μεγάλο αριθμό χαρτών, η συγκέντρωση των οποίων και ο σχολιασμός τους είναι από μόνο του κατόρθωμα και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προτερήματα του βιβλίου. Οι χάρτες του βιβλίου είναι παραστατικοί και αποκαλυπτικοί της αποσιώπησης ή της αποδοχής ύπαρξης των τριών Μακεδονιών, όπως, εντελώς ενδεικτικά ο χάρτης της Σχολής Ευελπίδων το 1962 και εκείνος του Γ. Ζωτιάδη που αναπαράγεται στο βιβλίο του Κ. Βακαλόπουλου το 1987.
Σημειώνω, διευρύνοντας λίγο την κουβέντα, ότι οι χάρτες και γενικότερα η εικονογράφηση των σχολικών βιβλίων, αντί να αναπαριστούν χώρους και κοινωνίες ως «κάτι που υπάρχει εκεί», κατασκευάζουν εικόνες και αντιλήψεις, δημιουργούν νέους χώρους και κοινωνικές συνδηλώσεις, εγκαθιστώντας βεβαιότητες και προκαταλήψεις που δύσκολα αποκαθηλώνονται. Οι χάρτες παράγουν τη φαντασιακή εικόνα των «Άλλων εκεί», η οποία προηγείται της εδαφικής και κοινωνικής πραγματικότητας, και όχι το αντίστροφο. Η έλλειψη αποικιοκρατικού παρελθόντος στην Ελλάδα δεν έχει απαλλάξει την ελληνική κοινωνία από τις επιπτώσεις ενός μικρομεσαίου ιμπεριαλισμού, όπου η θέαση από το «Εμείς εδώ», όπως την εποχή της αποικιοκρατίας, συνοδεύεται πάντα από άγνοια της περιοχής και υποτιμητικές περιγραφές για το ακατανόμαστο γειτονικό μας «κρατίδιο».
Επιστρέφοντας στο βιβλίο, πιστεύω ότι στις τέσσερεις ενότητες που το συγκροτούν, ο συγγραφέας προσφέρει μια πολύτιμη και καλογραμμένη μαρτυρία για τις εμμονές, τις παραποιήσεις και  κυρίως τις αντιφάσεις που υπάρχουν στα σχολικά βιβλία, στις εγκυκλοπαίδειες και σε ορισμένα ιστοριογραφικά τεκμήρια, περί της μοναδικότητας και ελληνικότητας της Μακεδονίας. Προξενεί έκπληξη στον αναγνώστη η συχνή παρουσία και «άλλων Μακεδονιών» στα σχολικά βιβλία και στις εγκυκλοπαίδειες, που εντοπίζει ο συγγραφέας. Στο «Αντί επιλόγου», υποστηρίζει ότι η πεποίθηση περί μίας και αποκλειστικά ελληνικής Μακεδονίας υπήρξε έργο των πολιτικών που, αδιαφορώντας για την ιστορία και τη γεωγραφία, έκτισαν πολιτικές καριέρες (συμπληρώνω: και εκκλησιαστικές και τηλεοπτικές) πάνω στην πατριδοκαπηλία, επανανομιμοποιώντας την άκρα δεξιά.
Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση του βιβλίου σημειώνω μια θεωρητική διαφωνία με τον συγγραφέα, η οποία όμως δεν μειώνει καθόλου την αξία και την ουσιαστική συμβολή του βιβλίου αλλά πιθανώς να ανοίγει άλλα ερευνητικά παράθυρα. Αφορά τις γεωγραφικές νομοτέλειες που αναφέρονται και στον υπότιτλο του βιβλίου. Ο Καράβας γράφει στις σελ. 55-56: «…Η παράκαμψη του φυσικού ανάγλυφου (…) ακυρώνει τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραμάτισε και εξακολουθεί να διαδραματίζει η Γεωγραφία (…) Ο αυθαίρετος τεμαχισμός μιας κοιλάδας, ενός οροπεδίου ή του ρου ενός ποταμού αντιβαίνει σαφώς στη γεωγραφική νομοτέλεια, η οποία υπάρχει ερήμην μας».
  Αυτή είναι μια γεωμορφολογική και στατική προσέγγιση της γεωγραφίας, την οποία συναντάμε ευρύτατα στη χώρας μας. Το πρόβλημα έγκειται στην έμφαση αποκλειστικά σε φυσική γεωγραφία, η οποία όντως έχει κάποιες νομοτέλειες, αλλά και αυτές υπόκεινται στην ανθρώπινη παρέμβαση και στη διαθέσιμη τεχνολογία. Στη σύγχρονη γεωγραφία και ιδίως στη ριζοσπαστική γεωγραφική προσέγγιση αποφεύγουμε τις νομοτέλειες και μιλάμε όχι μόνο για το χώρο με τις φυσικές του διαστάσεις, τον ευκλείδειο χώρο της φυσικής γεωγραφίας, αλλά και για το χώρο ως πεδίο άυλων σχέσεων, π.χ. τον σχεσιακό χώρο της οικονομικών ανταλλαγών αλλά και το χώρο ως αναπαράσταση, ως γεωγραφική φαντασία και ως συμβολισμό. Αυτή η τριπλή υπόσταση του χώρου μας επιτρέπει να υπερβούμε τις νομοτέλειες, όχι μόνο γιατί κάποια φυσικά στοιχεία του χώρου παραμένουν σταθερά μέχρι να αλλάξουν –ας θυμηθούμε τη λίμνη των Γιαννιτσών πριν και μετά την αποξήρανση της– αλλά γιατί δίπλα στα φυσικά χαρακτηριστικά που ορίζουν την Μακεδονία, όπως σωστά τα περιγράφει ο ΣΚ, υπάρχουν οι οικονομικές και φαντασιακές γεωγραφίες από τον 19ο αιώνα οι οποίες τα αμφισβητούν.
Η φαντασιακή γεωγραφία των σύγχρονων «Μακεδονομάχων» δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με φυσικογεωγραφικά και ιστορικά τεκμήρια. Η δύναμή της είναι ακριβώς η αδιαφορία της για τον ιστορικό χρόνο και το φυσικό χώρο γιατί λειτουργεί στο χώρο των αναπαραστάσεων και των συμβολισμών. Το πρόβλημα αυτό το εντοπίζει και ο Καράβας στη σελ. 90 και το περιγράφει ως «υπερβατική πρόσληψη» η οποία «δυσχεραίνει οποιαδήποτε ορθολογική ερμηνεία». Οι παραπάνω δυσκολίες ξεπεράστηκαν με μια ρήξη: από το πολιτικό θάρρος της Αριστεράς με τη συμφωνία των Πρεσπών και την ψήφισή της από την Βουλή.
Γιατί οι γεωγραφικές φαντασιώσεις είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ξεπεραστούν και μετά τη συμφωνία και το νέο όνομα Βόρεια Μακεδονία. Όχι μόνο λόγω της «ηδονής της ιστορικής ανακρίβειας», όπως την περιγράφει ο Κ. Θ. Δημαράς, αλλά και λόγω της «ηδονής της γεωγραφικής άγνοιας», κυρίως της ανθρώπινης γεωγραφίας. Όπως έγραφε το 1885 ο Ρώσσος αναρχικός γεωγράφος Pyotr Alexeyevich Kropotkin: «…το καθήκον της γεωγραφίας είναι να καταπολεμήσει την άγνοια για τον γείτονα, εκεί που είναι σκεπασμένη από προκαταλήψεις και εγωισμούς, να δείξει ότι δεν υπάρχουν ‘κατώτερες φυλές’ και ότι οι άνθρωποι είναι ίσοι μεταξύ τους». Το βιβλίο του Σπύρου Καράβα συμβάλλει ουσιαστικά προς αυτή την κατεύθυνση και γι’ αυτό αξίζει να διαβαστεί και να σχολιαστεί.

Ο Κωστής Χατζημιχάλης είναι ομότιμος καθηγητής, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο

Ελένη Μωραΐτη, Συνάψεις, 1992, μελάνι σε χαρτί σε πλέξιγκλας, 132 x 95 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: