5/8/18

Η κριτική και ο Θανάσης Βαλτινός

Κώστας Μπασσάνος, Je länger er hinsah, desto weniger erkannte er... (Όσο πιο πολύ κοιτούσες τόσο λιγότερα έβλεπες...), 2018, ξύλο, μελάνι, in situ εγκατάσταση, διαστάσεις μεταβλητές 


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
 
Ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός, στην εξηντάχρονη συγγραφική του διαδρομή, ευτύχησε να διαβαστεί από το αναγνωστικό κοινό, αλλά και να εισπράξει την αποδοχή του μεγαλύτερου μέρους της κριτικής και της φιλολογίας, όπως και της λογοτεχνικής συντεχνίας (πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων επί σειρά ετών), ενώ βραβεύθηκε επανειλημμένως, εισέπραξε τη θεσμική αποδοχή (μέλος, και πρόεδρος, της Ακαδημίας Αθηνών, επίτιμος διδάκτορας των τμημάτων Φιλολογίας Πελοποννήσου και Πατρών), και το έργο του μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν θα πρέπει να έχει κανένα «παράπονο», ενώ, από την άλλη πλευρά, πως η κοινωνία και οι λογοτεχνικοί/πνευματικοί θεσμοί της έκαναν το καθήκον τους απέναντι σε έναν σημαντικό συγγραφέα. Αν μάλιστα κάποιος ενσκήψει επί της ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, και αναλογιστεί την υποδοχή του έργου των σημαντικότερων συγγραφέων μας, ενόσω αυτοί ευρίσκοντο εν ζωή (Σολωμός, Κάλβος, Ροΐδης, Καβάφης, Καρυωτάκης, Εγγονόπουλος, κλπ), θα συμπεράνει πως ο Βαλτινός αποτελεί την εξαίρεση, ή πως επιτέλους η νεοελληνική λογοτεχνική και πνευματική συνθήκη ξεπέρασε τις δομικές και παροιμιώδεις παθολογίες της.
Όλα τα προηγούμενα ισχύουν, ως προφανείς διαπιστώσεις, όμως, κατά τη γνώμη μου, αφορούν την κοινωνική αποδοχή, του συγγραφέα και του έργου του. Δηλαδή, την προφάνεια του έργου του. Άλλωστε, η συντριπτική πλειοψηφία των δημοσιευμάτων για τον Βαλτινό τονίζει τη «δωρικότητα της γραφής του», την «πετραία μοίρα» της ελληνικής υπαίθρου, την εντοπιότητα, την λυρική τραχύτητα των εικόνων και των περιγραφών του, κλπ. Δηλαδή τονίζει –και εξαντλείται σε– στοιχεία που υπάρχουν και σε άλλους, άξιους συγγραφείς της περιόδου (π.χ. Χριστόφορος Μηλιώνης, Σωτήρης Δημητρίου, Μιχάλης Γκανάς, κλπ). Αντίστοιχα, το μεγαλύτερο μέρος της μέχρι τώρα φιλολογικής ενασχόλησης με το έργο του Βαλτινού εξαντλείται στις πολιτισμικές παραμέτρους, απ’ τις οποίες βρίθει το έργο του, όπως όμως και το έργο μιας σειράς άλλων συγγραφέων (από τον Δημήτρη Χατζή μέχρι τους πολυπληθείς σύγχρονους που ευδοκιμούν στην αχλύ των πολιτισμικών σπουδών). Τέλος, η πολιτικότητα της θεματικής κάποιων βιβλίων του Βαλτινού έφτιαξε ένα πεδίο αντιπαράθεσης, πλειοψηφικά όμως αποδοχής, με βάση τις κυρίαρχες, κοινωνικές ιδεολογικές ζητήσεις.
Καθ’ όσον με αφορά, εδώ και αρκετά χρόνια, και με άπειρες ευκαιρίες, έχω αναλάβει την κριτική ευθύνη να δηλώσω πως ο Βαλτινός είναι ένας μεγάλος συγγραφέας. Ακόμα και σε ένα βιβλίο πολεμικής που εξέδωσα, απέναντι στην Ορθοκωστά (με πολιτικές και ιδεολογικές αιτιάσεις που και σήμερα τις πιστεύω), δήλωνα ανεπιφύλακτα πως πρόκειται για ένα από τα μεγάλα νεοελληνικά μυθιστορήματα (παραδοχή «αντιφατική» για κάποιους, που σχολίασαν ή και σχολιάζουν ακόμη το βιβλίο μου). Γιατί  η σημαντικότητα και η μεγαλοσύνη του συγγραφέα Βαλτινού δεν αφορά τις θεματικές του έργου του, ούτε την προφάνεια της γραφής του, αλλά τη συγγραφική τεχνική του. Όπως ακριβώς η Πάπισσα Ιωάννα δεν μας ενδιαφέρει ως ιστορική, μεσαιωνική μελέτη (όπως ο δαιμονιώδης Ροΐδης την χαρακτηρίζει ήδη από το εξώφυλλο, και το υποστηρίζει σε σελίδες επί σελίδων –  ειρωνευόμενος βέβαια τον αναγνωστικό ορίζοντα προσδοκιών μας...). Τέτοιες ιστορικές μελέτες, και στην εποχή του Ροΐδη και σήμερα, υπάρχουν άπειρες. Η Πάπισσα είναι σημαντικό και μεγάλο βιβλίο, γιατί συνοψίζει, και κυρίως υπερβαίνει, τις μέχρι τότε αφηγηματικές τεχνικές του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Γιατί, διά της μορφής της, μας παρέχει ένα καινούριο κοσμοείδωλο, που μόλις τις τελευταίες δεκαετίες αναδύεται κοινωνικά. Δηλαδή, έναν καινούριο τρόπο να δούμε τον κόσμο, να ζήσουμε τη ζωή, να βιώσουμε την τέχνη· ένα αισθητικό πρόταγμα.
Γιατί η λογοτεχνία, και εν γένει η τέχνη, δεν είναι απλώς η αφήγηση μιας ευφάνταστης ιστορίας ή η σύλληψη μιας απροσδόκητης εικόνας, ενός στιγμιοτύπου. Και παλαιότερα, και ιδιαίτερα στις μέρες μας, υπάρχουν άπειρες και καλογραμμένες αφηγήσεις ιστοριών, πόσω μάλλον απροσδόκητες εικόνες/στιγμιότυπα. Το θέμα είναι τι ζητά κανείς από την τέχνη. Καθ’ όσον με αφορά, τις βραδινές ώρες προτιμώ να δω στην τηλεόραση μια περιπέτεια, παρά να διαβάσω ένα αντίστοιχο μυθιστόρημα...
Ο Βαλτινός, λοιπόν, συνεχίζει και διευρύνει την ιδρυτική τομή στη νεοελληνική λογοτεχνία, που συνιστά η Πάπισσα Ιωάννα. Γι’ αυτό είναι σημαντικός συγγραφέας, το δε έργο του μείζον. Όταν όμως, ενάμισι αιώνα μετά, η Πάπισσα παραμένει ακόμα ανείσπρακτη και ακατάτακτη, φιλολογικά και κριτικά (ούτε μίας φιλολογικής διατριβής, που να αντιμετωπίζει τα αισθητικά της διακυβεύματα, δεν αξιώθηκε ακόμη...), πώς να εισπραχθεί, και πού να ενταχθεί, λογοτεχνικά, το έργο του Βαλτινού;
Τα τελευταία χρόνια άρχισαν να εμφανίζονται κάποια κείμενα, φιλολογικά και κριτικά, που μιλάνε για το ρεύμα της μεταμυθοπλασίας, και μερικά από αυτά προσεγγίζουν από μια τέτοια οπτική το έργο του Βαλτινού, φωτίζοντας επιπλέον τα ελάχιστα κείμενα που μέχρι τώρα ευρίσκοντο «εντός πεδιάς». Αυτή η ωρίμανση εκφράστηκε εμφανώς στην κριτική υποδοχή του τελευταίου βιβλίου του συγγραφέα, Ημερολόγιο της Αλοννήσου, το οποίο, από άποψη συγγραφικής τεχνικής, κατά τη γνώμη μου αποτελεί τον τρίτο αναβαθμό της διαδρομής του, μετά τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 και την Ορθοκωστά, χωρίς μάλιστα να «κλείνει» αλλά αντίθετα ανοίγει τον συγγραφικό ορίζοντα, όπως εξήγησα αναλυτικά από αυτές εδώ τις σελίδες (https://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2018/01/blog-post_93.html).
Μια τέτοια όμως, ουσιώδης, δηλαδή λογοτεχνική αποδοχή και είσπραξη του έργου του Βαλτινού, που άρχισε να συμβαίνει με το τελευταίο βιβλίο του, δημιούργησε αντιδράσεις, ακόμα και εμπάθειες, με σημείο τριβής τη συγγραφική συνείδηση του Βαλτινού, επί των θεωρητικών διακυβευμάτων με τα οποία είναι συνδεδεμένο το έργο του.
Γιατί όσο η συζήτηση έμενε στην προφάνεια, ο Βαλτινός αντιμετωπιζόταν ως ένας ταλαντούχος μεν αλλά πάντως ναΐφ συγγραφέας. Και ετιμάτο, χωρίς κανένα πρόβλημα. Τώρα όμως που τα πράγματα σοβάρεψαν, δηλαδή άρχισε να αναδεικνύεται η λογοτεχνική και θεωρητική σημασία του έργου του Βαλτινού, κάποιοι ένιωσαν απειλούμενοι. Και δικαίως, θα έλεγα εγώ, αφού έχουν βασίσει τη λογοτεχνική και φιλολογική τους διαδρομή σε άλλες υποθέσεις, παραδοχές, κριτικά και θεωρητικά σχήματα. Ας πρόσεχαν! Το «παιχνίδι» της τέχνης αυτό ακριβώς είναι.
Το μόνο που θα ήθελα να προσθέσω είναι το εξής: ο Βαλτινός είναι καλλιτέχνης, και όχι λόγιος. Τη δε ευθύνη που του αναλογεί, απέναντι στην ανάδειξη των θεωρητικών διακυβευμάτων με τα οποία είναι συνυφασμένο το έργο του, την ανέλαβε ακέραια. Όχι μόνο με τις αφηγηματικές τεχνικές που μετήλθε, απογυμνώνοντάς τες (π.χ. στα Τρία ελληνικά μονόπρακτα), και κυρίως καθιστώντας τες αισθητικό πρόταγμα (ειδάλλως, μια τεχνική δεν είναι παρά μια τεχνική), αλλά και με άλλους τρόπους, αυτούς που ο ίδιος επέλεξε. Αλλά επειδή η καθ’ ημάς λογοτεχνική και φιλολογική συντεχνία δεν κατάλαβε ή δεν θέλησε να καταλάβει τίποτα, ο Βαλτινός προσέφυγε και σε έναν ακόμη, πιο άμεσο τρόπο: το διήγημά του «Ο τελευταίος Βαρλάμης», το οποίο μάλιστα εκφωνήθηκε κατά την εισδοχή του στην Ακαδημία Αθηνών, αποτελεί μια αναλυτική παρουσίαση της αφηγηματικής μεθόδου του, σημείο προς σημείο, με άπειρες θεωρητικές συνδηλώσεις. Αυτό σημαίνει συγγραφική εντιμότητα.
Όσοι, λοιπόν, όλα αυτά τα χρόνια, διαβάζουν τα βιβλία του Βαλτινού ή ακόμα και το εν λόγω διήγημα «λαογραφικά», απλώς υποβιβάζουν εαυτόν στη θέση του λογίου, και εξ αυτής της θέσης μιλάνε σήμερα, εκφράζοντας απλώς την παροιμιώδη αδράνεια της νεοελληνικής κουλτούρας απέναντι σε οτιδήποτε καινοφανές. Αντίθετα, ο Βαλτινός δεν είναι λόγιος, αλλά συγγραφέας που κομίζει πράγματα στην τέχνη, διά της μορφής των έργων του: ανήκει στην παρέα του Ροΐδη, του Γιάννη Πάνου, του Τόμας Πύντσον, του Μπόρχες, του Κορτάσαρ, του Ντος Πάσος, του Εγγονόπουλου, του Λάγιου... Γιατί τόλμησε και εκτέθηκε σε περιοχές άγνωστες, έχοντας πλήρη συνείδηση από ποιο σημείο παραλαμβάνει τη σκυτάλη, δηλαδή τη γλώσσα της πεζογραφίας, προχωρώντας την αρκετά βήματα πιο πέρα. Παραμένοντας πάντα συγγραφικά ακμαίος, ως εκείνος ο νεαρός που έφθασε στο κλεινόν άστυ κουβαλώντας όλη την αρκαδική αψάδα. Γιατί, όπως και ο Καρυωτάκης, κι αυτός πρωτοείδε τη θάλασσα από ψηλά – έτσι είδε και την τρέχουσα λογοτεχνία (και κριτική).
Ως εκ τούτου, οι τρέχουσες αντιρρήσεις δεν αγγίζουν το έργο του Βαλτινού, ούτε ακόμα και οι μίζερες υπερασπίσεις του. Αντίθετα, η νεοελληνική λογοτεχνία και κριτική θα πρέπει να αντιληφθούν ότι αναβαθμίζουν τη θέση τους στον λογοτεχνικό χάρτη, όταν στο νεοελληνικό λογοτεχνικό corpus περιλαμβάνεται ένα τέτοιο έργο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: