Για 6 νέες
πεζογραφικές φωνές
ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ
ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ
Βάσω Κατράκη, Ζωγραφισμένα βότσαλα της εξορίας, Γιούρα, 1967, Αρχείο Βάσως Κατράκη |
Το θέμα των
λογοτεχνικών γενιών, της οριοθέτησης και της εν συνόλω αποτίμησης της
δημιουργικής παραγωγής σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο είναι ένα ακανθώδες πρόβλημα
των γραμματολογικών θεωριών, το οποίο απασχολεί συστηματικά τους μελετητές και
κριτικούς της λογοτεχνίας εδώ και αιώνες. Διαφωνίες, αμφισβητήσεις,
ανακατατάξεις και διορθωτικές παρεμβάσεις γίνονται συνεχώς, ανατοποθετώντας τα
όρια και επαν-ορίζοντας τις παραμέτρους. Αποτελεί, επομένως, ένα πολύ μεγάλο
πεδίο έρευνας, όπου είναι εξαιρετικά δύσκολο να δοθούν σταθερές επιλύσεις ή
απαντήσεις με ένα προσδόκιμο ζωής ρεαλιστικά αποδεκτό. Μπορούν, λοιπόν, μέσα
από μια τέτοια οπτική, να διατυπωθούν στέρεες σκέψεις για τα χαρακτηριστικά των
νέων πεζογράφων της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής του 21ου αι.;
Ωστόσο. Θα
επιχειρήσω την καταγραφή κάποιων τυπολογικών χαρακτηριστικών σε μια απόπειρα να
συμψηφιστούν, παρόλο που διαπιστώνονται μεγάλα περιθώρια παραλλαγών στις
επιμέρους εφαρμογές τους και παρόλο που τα παραδείγματα στα οποία θα αναφερθώ
είναι λίγα και άρα ο βαθμός αυθαιρεσίας της επιλογής αρκετά αυξημένος. Ενισχυτικά
σημειώνω ότι αφετηρία δεν μπορεί παρά να είναι η παραδοχή πως πρέπει να
αποφεύγουμε να είμαστε είτε ερμηνευτικά συμπερασματικοί είτε κριτικά
αφοριστικοί για μια σειρά από λογοτεχνικά θεωρήματα που βρίσκονται εν τη
γενέσει τους ακόμη. Παρολαυτά.
«Κρίση»
και «κρίσιμες φόρμες»
Η κρίση, όπως κάθε
«επιταχυντική» ιστορική συνθήκη, δεν μπορεί παρά να επηρεάζει όλα τα
πολιτισμικά γεγονότα, πολλώ δε μάλλον αυτά της λογοτεχνικής έκφρασης είτε με
άμεσο είτε με έμμεσο τρόπο, τροφοδοτώντας την ύλη, τη δομή και τις τεχνικές
της· ή/και προσφέροντας ένα ευρύτερο σκηνικό ως γενικότερο φόντο, για να ξεδιπλωθούν
άλλα αφηγηματικά πεδία, υπαρξιακά, ερωτικά ή/και αλληγορικά. Έχει ενδιαφέρον να
δούμε τις τάσεις των νεότερων συγγραφέων −με κυρίαρχη την τάση αμφισβήτησης των
ειδολογικών ή μορφολογικών συμβάσεων του πεζογραφικού λόγου− ιδίως στα βιβλία
τους εκείνα που εκδίδονται μετά το 2012.
Από τους/τις νεότερους/ες
πεζογράφους θα αναφερθώ σε περιπτώσεις από όσους/όσες γεννήθηκαν μετά το 1975,
δηλαδή από όσους/ες ηλικιακά βρίσκονται σήμερα στις κρίσιμες δεκαετίες που μας
διαπορθμεύουν από την νεότητα στην ωρίμανση. Θα αναφερθώ σε τρεις περιπτώσεις
αντρών και τρεις γυναικών αντιστοίχως. Κατά ηλικιακή σειρά, τον Γιάννη Τσίρμπα
(γενν. 1976), στου οποίου το πρώτο και μόνο μέχρι στιγμής βιβλίο, Η Βικτώρια δεν υπάρχει (Νεφέλη 2013), η
κρίση θεματικά πρωταγωνιστεί. Τον Θωμά Συμεωνίδη (γενν.1977), που στο πρώτο του
μυθιστόρημα Γίνε ο ήρωάς μου! (Γαβριηλίδης
2015) η κρίση είναι ο δευτεραγωνιστής, ο οποίος τροφοδοτεί την αλληγορική
αφήγηση γύρω από τα γρανάζια ενός ανθρωποφαγικού συστήματος, με παραβολικές και
εν τέλει διαχρονικές διαστάσεις, ενώ το δεύτερό του βιβλίο, με τίτλο Μυθιστόρημα (Γαβριηλίδης 2017)
απομακρύνεται από το φαινόμενο αυτό θεματικά, αλλά τρέφεται υπαρξιακά από τα
υλικά ενός πολιτισμού σε κρίση. Τον Σπύρο Μπρίκο (γενν.1979), που στην πρώτη
του συλλογή διηγημάτων Ιατρικό Παράδοξο
(Μανδραγόρας 2015), αλλά και στο δεύτερο βιβλίο του Αγία Παπαλίνα η καλλονή (Μανδραγόρας 2017) η κρίση αποτελεί ένα
μακρινό φόντο, που δίνει πρόσχημα να ειπωθούν άλλα πράγματα, περισσότερο ηθικής
τάξης και επιλογών ζωής, αναμειγνύοντας τοπικούς μύθους της Ηπείρου με την
Ιστορία της. Από την όχθη των γυναικών θα αναφερθώ στη Μαρία Γιαγιάννου (γενν.
1978) με το πρώτο της βιβλίο να εκδίδεται το 2006, την Τζούλια Γκανάσου (γενν.
1978) με πρώτο βιβλίο επίσης το 2006 και την Ούρσουλα Φωσκόλου (γενν.1986) με
ένα και μόνο βιβλίο με τίτλο Το Κήτος το
2016 (Κίχλη). Από τα βιβλία της Γιαγιάννου θα εστιάσω στο τελευταίο της πεζό με
τίτλο Μπαλαντέρ (Μελάνι 2015) και από
της Γκανάσου επίσης το τελευταίο βιβλίο με τίτλο Γονυπετείς: πορεία προς τα εμπρός (Γκοβόστης 2017). Η κρίση ως
κοινωνικό φαινόμενο στα τρία αυτά βιβλία αναπνέει μόνο στο περιθώριο της
αφήγησης, στο Γονυπετείς την
ψηλαφείς, στο Κήτος την μαντεύεις,
ενώ ο Μπαλαντέρ φαίνεται να την
αγνοεί.
Σχετικά με τις
τυπολογικές επιλογές αυτών των συγγραφικών θεωρημάτων, που φαίνεται −σε όσους
έχουν δημοσιεύσει μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς τους− ότι τείνουν να αποκτήσουν
αναγνωριστικά χαρακτηριστικά, θα είχαμε να κάνουμε ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις.
Ο Τσίρμπας ονομάζει νουβέλα ένα ιδιότυπο
σχήμα εγκιβωτισμένων, ελάχιστα σχετιζόμενων μεταξύ τους, μικροαφηγήσεων, οι
οποίες διασπούν τη συνέχεια της εναρκτήριας αφήγησης. Ο Συμεωνίδης χωρίζει το
πρώτο −με έντονα στοιχεία διακειμενικότητας− μυθιστόρημά του σε τρία ασυνήθιστα
ασύμμετρα μέρη Αρχή-Συνέχεια-Τέλος,
όπου η Αρχή καταλαμβάνει 1,5 σελίδα
περίπου, το Τέλος άλλη 1,5 και το
μεσαίο τμήμα της Συνέχειας 135
σελίδες, ενώ στο δεύτερο βιβλίο του Μυθιστόρημα
με 24 άνισα κεφάλαια (από 3 λέξεις έως 64 σελίδες) η κρίσιμη δομή μετατοπίζεται
και στην ίδια τη φύση της αφήγησης, μια που με έντονα ειρωνικό ύφος παρωδείται
η διαδικασία συγκρότησης ενός δομημένου, υπάκουου στη συμβατική διαδοχή του,
μυθοπλαστικού λόγου. Ο Μπρίκος ονομάζει Διηγήματα
κείμενα υβριδικά, τα οποία έχουν αρκετά οριακά −για τον ορίζοντα προσδοκίας
του διηγήματος− χαρακτηριστικά, καθώς αναμειγνύει χρονικογραφικά, ποιητικά και
μετακειμενικά στοιχεία δημιουργώντας ένα πολυκεντρικό αμάλγαμα. Η Γιαγιάννου
ονομάζει ερωτική εξτραβαγκάντσα ένα
αφήγημα σαν καταγραφή προσωπικού χρονικού, ανάμεικτο με προσπάθειες
μυθοπλαστικής αναδιήγησης και ανεπίδοτες επιστολές, κάτι σαν ένα ιδιότυπο
προσωπικό ημερολόγιο. Η Γκανάσου ονομάζει νουβέλα
μια διήγηση εσωτερικού μονολόγου που αναμειγνύεται με αναχρονικές αφηγήσεις, με
αποσπάσματα από θρησκευτικούς ύμνους, αναφορές σε άλλα κείμενα και στιγμιότυπα
ταινιών. Τέλος, η Φωσκόλου ονομάζει ως μικρά
και μεγάλα πεζά, αφηγήματα των οποίων τα μικρότερα μοιάζουν με στιγμιότυπα
που καταγράφουν υπερβατικά συμβάντα με ρεαλιστικούς όρους, ενώ τα μεγαλύτερα
συγκροτούν μια αφήγηση πλησιέστερη αυτής ενός διηγήματος, η οποία όμως διατηρεί
τον παρεκκλίνοντα πυρήνα των μικρών. Αξιοσημείωτο
ότι τα παραπάνω τα διακρίνει εντός του βιβλίου σε δύο χωριστές ενότητες.
Επιλέγοντας
Επανέρχομαι στον
προβληματισμό του προοιμίου. Ρισκάροντας να διατυπώσουμε συμπεράσματα για τη
σχέση των νέων πεζογράφων με το κεντρομόλο υπόβαθρο της κρίσης και τις
φυγόκεντρες τεχνικές της σύγχρονης μεταμυθοπλασίας, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει
ένα μεγάλο φάσμα. Από την επιλογή η κρίση να αποτελέσει έναν πρωταγωνιστικό
θεματικό πυρήνα (Τσίρμπας) μέχρι την επιλογή να υφίστανται μόνο τα σκόρπια
«κρισιακά» ψήγματα μιας κοινωνικής πραγματικότητας που εξαχνίζεται μέσα σε έναν
άχρονο τόπο (Γιαγιάννου). Και από την ένταση της αυτοαναφορικότητας που
αμφισβητεί την ίδια την αφηγηματική διαδικασία εν τη γενέσει της, δείχνοντάς
μας συνεχώς τους κόμπους της (Συμεωνίδης), μέχρι την εξάλειψη της φωνής του
εξωδιηγητικού αφηγητή, αλλά εν ταυτώ την υπογράμμιση της ύπαρξής του μέσα από
την διακειμενικότητα και τις επαναφορές που μετατοπίζουν συνεχώς την «αλήθεια»
του εσωτερικού μονολόγου (Γκανάσου). Θα ήταν παρακινδυνευμένο να πούμε, έστω
πιθανολογικά, πως η σχέση των δύο προηγούμενων αξόνων εμφανίζεται αντιστρόφως
ανάλογη;
Η πεζογραφία των
νεοτέρων του 21ου αι., απέναντι στο γεγονός της «κρίσης» της μυθοπλασίας, δεν
φαίνεται να συγκροτεί ένα ενιαίο συγγραφικό κοσμοείδωλο, με εντελώς
διαφοροποιητικά από το παρελθόν της, αφηγηματικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο.
Προσφέρει μια σειρά από αφηγηματικές μεταλλάξεις και ερμηνευτικά ενδεχόμενα, τα
οποία διαμορφώνουν έναν θελκτικό όσο και πολυπρισματικό πυρήνα, εντός του
οποίου ήδη πιστεύουμε (ή προσδοκούμε) ότι κυοφορείται κάτι καινούργιο. Γεγονός
πολύ σημαντικό σε μια εποχή, όπου όλα φαίνονται θανατολαγνικά πως καταρρέουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου