25/2/18

Ο ποιητής Σωκράτης Καψάσκης

[Απόσπασμα από το κείμενο που εκφωνήθηκε στο αφιέρωμα που διοργάνωσαν οι φίλοι του στο χώρο του κινηματογράφου «Studio» για τα δέκα χρόνια από τον θάνατο του]

Στεφανία Στρούζα, “Modulor
Στις ποιητικές συλλογές του Σωκράτη Καψάσκη  διακρίνει κανείς όλα σχεδόν τα στοιχεία της μοντερνιστικής ποίησης: συνειρμική λειτουργία της μνήμης, εικονοποιεία, σκοτεινότητα συναισθημάτων και κυρίως το δραματικό στοιχείο της γραφής. Η κάθε έννοια που χρησιμοποιεί, η κάθε εικόνα γεννά πάμπολλους συνειρμούς και ερμηνείες. Είναι δηλαδή ποίηση που «σχηματίζεται» και «ανασχηματίζεται» με κάθε ανάγνωση, και επιδέχεται τόσες ερμηνείες όσες και οι αναγνώσεις.  Είναι επομένως πολύσημη, συμβολική, στοχαστική, συχνά αινιγματική, ξεκάθαρα περιγραφική και πάντοτε υπαρξιακή. ο ΣΚ αποτυπώνει με  ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο τη θέαση του για τον κόσμο και την ιστορία,  την ιδεολογία του, ενίοτε τις εμμονές και τους φόβους του, αλλά πάνω απ’ όλα την πολυπλοκότητα της ίδιας της ύπαρξης που είναι συχνά συνυφασμένη με τη μοναξιά, τη διάψευση των προσδοκιών και τη  βαθιά απογοήτευση για μια εποχή που έχει αλλάξει ριζικά, διαψεύδοντας τις προσδοκίες μας κι αποστερώντας μας ένα μέλλον πιο φωτεινό, τους ήρωες από την ηρωική τους διάσταση. Για αυτό και η μελαγχολία είναι διάχυτη σε όλους σχεδόν τους στίχους του για όλα εκείνα  που διασαλεύτηκαν ή χάθηκαν μέσα στο χρόνο.
«Οι ήρωες κοιμούνται τα χαράματα/ περπατάνε στους δρόμους με τα χέρια στις τσέπες/ συλλογίζουνται τους φίλους τους μα έχουν όλοι πεθάνει./ Οι ήρωες όταν περνάνε το γεφύρι σκέφτουνται τα βουνά/ όταν κοιτάζουν τ’ άστρα δε λησμονάνε τα δέντρα/ όταν μετανοιώνουν θλίβουνται αλλά δεν αλλάζουν./ Οι ήρωες είναι μονάχοι σαν τη θάλασσα/ είναι σιωπηλοί σαν τα φυτά/ είναι ανεξήγητοι χωρίς ένα δικό τους θάνατο./ Οι ήρωες, λένε, δεν υπάρχουν, είναι ένα φριχτό όνειρο/ που βλέπουμε περπατώντας στο δρόμο/ ανάμεσα σε δυο βιτρίνες νεωτερισμών.»

Η διαχρονία των θεμάτων που πραγματεύεται, η  θεωρητική διερεύνηση που αφορά σε κρίσιμα ζητήματα τη ζωής, έτσι όπως αναπτύσσονται μέσω του ποιητικού λόγου καθιστούν τον Καψάσκη  έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του. Ιδιαίτερα στις δυο πρώτες συλλογές του που τιτλοφορούνται «Αισθήσεις» (1953) και «Εφημερίδα» (1955), υπηρετεί ξεκάθαρα τη δραματική αφηγηματική ποίηση, ενώ συγκεντρώνει τις βασικές «προϋποθέσεις» της μεταπολεμικής ποίησης: έμφαση στο τοπίο, την αναπόληση του παρελθόντος με ένα αίσθημα δυσθυμίας, την αναζήτηση μιας αυθεντικότερης ζωής. Κι όλα αυτά με μια εκπληκτική νοηματική φόρτιση λέξεων και εννοιών και τη χρήση μιας πρωτότυπης συμβολικής γλώσσας.  Παρά το νεαρό της ηλικίας, η εμβάθυνσή του στα ουσιώδη νοήματα της ζωής, η οξύνοια, η διεισδυτικότητα και η βαθιά αίσθηση των πραγμάτων που τον απασχολούν είναι εντυπωσιακά. Η ιστορική μνήμη που αποτελεί ένα σπουδαίο τόπο της ποίησής του, επικρατεί στα περισσότερα ποιήματα του και εδώ συνταυτίζονται σχεδόν πάντα με το ατομικό ή προσωπικό βίωμα, ώσπου συχνά δεν μπορεί κανείς να διακρίνει  το ένα από το άλλο ως  υποκείμενα της ποίησής του.
Η φύση είναι ο τόπος πάνω στον οποίο διαδραματίζεται το υπαρξιακό δράμα του ανθρώπου· άλλωστε, η μοναξιά του ποιητή συγκρίνεται σχεδόν πάντα με άνυδρα ή σκοτεινά τοπία. Στα ποιήματα αυτά αποτυπώνει τους βαθύτερους προβληματισμούς του για τη ζωή, το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας εκείνης της εποχής, τον έρωτα, τη φιλία, τη μοίρα του σώματος στο πέρασμα του χρόνου, την αναπότρεπτη φθορά του, την αλλοίωση των πραγμάτων μέσα στο χρόνο. Στο ποιητικό του σύμπαν του Καψάσκη οι έννοιες και τα ποιητικά υποκείμενα αποκτούν σάρκα και οστά, αισθήματα και ανθρώπινες λειτουργίες. «Τον δρόμο τον βασανίζουν οι βροχές και τα άλογα, δεν ξαποσταίνει/ νυχτερινοί περιπατητές και το βαρύ άστρο της αυγής/ γέρικο δέρμα κάτω από τα πέλματα υποφέρει/ την τάξη της συμμετρικής παρέλασης/ και του νεκρού το σήκωμα με την επίσημη εκφορά/ ο δρόμος/ άσπρο κατέβασμα φωτός επίμονου/παραμένει».
Ο έρωτας συνυφαίνεται με υποβλητικά τοπία, που μοιάζουν να απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος της σκέψης του αλλά και της έκτασης των ποιημάτων, ενώ το αντικείμενο του πόθου είναι θολό και ουδέποτε  δεσπόζει στο κέντρο της «εικόνας» που περιγράφει με ευλαβική προσήλωση, αποδίδοντας στο ίδιο αυτό τοπίο, ανθρώπινα χαρακτηριστικά: «μα εκεί λίγο πιο πέρα χαμηλά η θάλασσα δροσερή/ σα μάνα που στοχάζεται λόγια παράξενα για αυτόν που λείπει/ έτσι περίπου/και το τοπίο αυτό αλλάζει κάποτε/ στενεύει, σκύβει και φοβάται σε ώρα βροχερή απλώνεται/ βράδια ζεστά με το φεγγάρι και μπορείς να το μετρήσεις/ αν θελήσεις/ μα έτσι καθώς το μεσημέρι βγήκες από τα νερά/ και επρόσφερες τις λέξεις «βάθυνα» κι «εσύ»/ η θάλασσα, έτσι όπως ξάφνου λύνεται μια κόμη, λύθηκε κι ανεβαίνοντας με μιας τα σκέπασε όλα./ Τα δέντρα, το λαγκάδι το αμμοχάλικο είχανε χαθεί ανεξήγητα/ κι εκείνο που χε μείνει μόνο μες στα δάκτυλα και τα μάτια μου/ ήταν το πρόσωπό σου.»
Το 1988 ο Σωκράτης Καψάσκης θα δημοσιεύσει τη «Σκάλα», ένα έξοχο δείγμα αλληγορικής ή μετα-υπερρεαλιστικής ποίησης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την  ποιητική αφήγηση ενός κατακερματισμένου ονείρου, στο οποίο ο ποιητής βλέπει πως κατεβαίνει μια σκάλα μαζί με αμέτρητους άλλους ανθρώπους: «Είδα μέσα στο όνειρό μου πως κατέβαινα μια σκάλα/ δεν ήμουν μόνος/ Είμαστε κι άλλοι πολλοί  στα σκαλοπάτια».  Η σκάλα συγκροτεί υπέρτατο συμβολισμό, οι εικόνες μοιάζουν να ανασύρονται ορμητικά από το υποσυνείδητο, ενώ παράλληλα δίνουν διαφορετικό νόημα στην ανθρώπινη εμπειρία.
Η αφήγηση διακτινώνεται σε περιγραφές ανθρώπων (συχνά τα πρόσωπα δεν έχουν «απτή» οντότητα) εικόνες και σκέψεις του υποκειμένου για τη απροσδιόριστη συχνά αλλοπρόσαλλη  συμπεριφορά, τη διάθεση, τις ενέργειές τους αλλά και τη θέση τους στα σκαλοπάτια: άλλο ένα σύμβολο που επαναλαμβάνεται διαρκώς.  Η σκάλα μοιάζει να έχει τη δική της «ζωντανή» παρουσία, την αυτονομία της, αφού μετασχηματίζεται και μεταμορφώνεται διαρκώς, «μου άρεσε να σκέφτομαι πως με κάποιο τρόπο έβρισκα τη δύναμη, σαν ασκητής ή σαν άγιος, να βγω έξω από το σώμα μου που ολοένα κατέβαινε και να υψωθώ πάνω από αυτή τη στριφογυριστή σκάλα, ψηλά, πολύ ψηλά, πολύ ψηλά, κερδίζοντας μια τέλεια εποπτεία του χώρου». Η χρήση του συγκεκριμένου συμβόλου αλλά και των εννοιών που περικλείει, οι σκοτεινές εικόνες που δημιουργεί, ο ασθμαίνων ρυθμός, η αγωνία που αποπνέουν οι στίχοι, η παραληρηματική διάθεση των υποκειμένων, παραπέμπουν  στην Κόλαση του Δάντη, την Έρημη χώρα του Έλιοτ και άλλες φιλοσοφικές  και λογοτεχνικές και  αφηγήσεις.
Η ίδια η έννοια της κατάβασης θυμίζει την κεφαλαιώδη περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης του Καμύ (μόνο που, εδώ, η ζωή είναι μια περιπέτεια καθόδου και όχι σκαρφαλώματος, μια περιπέτεια «σκοτεινής και απροσδιόριστης» κατάδυσης. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες συλλογές που απαρτίζονταν από μεγάλου μήκους αφηγηματικά ποιήματα, η ποίηση εδώ «συντομεύει», κυρίως προς το τέλος της συλλογής γίνεται ελλειπτική. Τα ποιήματα «συρρικνώνονται» σε μια ή δυο αράδες, χωρίς όμως ποτέ να χάνουν την συναισθηματική τους φόρτιση, συχνά θυμίζοντας αφορισμούς για τη ζωή και τον θάνατο: «κανένας δεν έτρεξε γρηγορότερα για να φτάσει». Κι όλα μαζί οι στίχοι απαρτίζουν ένα ποίημα εν προόδω, όπου πρωταγωνιστεί ο ίδιος  άνθρωπος που απεικονίζεται παραστατικά μαζί με την εναγώνια  προσπάθεια του να κατανοήσει τη σημασία της ζωής, το βαθύτερο νόημά της, να θυμηθεί, και να αξιολογήσει τα του βίου του και τέλος να «φθάσει» στον στόχο του που δεν είναι άλλος από το  να κατανοήσει το νόημα της ύπαρξής του μέσα στο χρόνο. Άραγε θα τα καταφέρει; Οι καταληκτικοί στίχοι της συλλογής δίνουν τη  φιλοσοφική θεώρηση του γράφοντος: «Και μείναμε ο ένας πλάι στον άλλο, πίσω από τον άλλο, μπρος από τον άλλο, σε ένα βαθύ σκοτάδι» και στο αμέσως επόμενο συμπληρώνει: «θα ‘λεγε κανείς, σε μια θέση αναμονής, που όμως τώρα ξέραμε πως δεν περιμέναμε τίποτα.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: