Δημήτρης Ζουρούδης, Не сиди близко
птичкα кошки хитры (Πρόσεχε πουλάκι ο γάτος είναι πονηρός), 2017,
ακρυλικό και λάδι σε καμβά, βινύλιο, κεντημένες χρωματιστές κλωστές, καλώδια,
150 x
|
ΤΗΣ ΠΕΓΚΥ
ΚΟΥΝΕΝΑΚΗ
Στις αρχές
της δεκαετίας του ’80 ένα φάντασμα πλανιόταν τόσο στα δημοσιογραφικά γραφεία
όσων ασχολούνταν με το πολιτιστικό ρεπορτάζ όσο και στους χώρους των ιστορικών
τέχνης και των εικαστικών. Ο συλλέκτης Γιώργος Κωστάκης -ομογενής από τη Ρωσία-
είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και μιλούσε πλέον ανοικτά για τη συλλογή
του με έργα Ρώσων Πρωτοπόρων. Μιλούσε κυρίως για την καλλιτεχνική ή οικονομική
αξία της, τη μοναδικότητά της ως ντοκουμέντο μιας εποχής, αλλά δεν είχε το
ιδεολογικό υπόβαθρο για να την υπερασπιστεί. Τί
περιλάμβανε αυτή η συλλογή που περιπλανιόταν ως φάντασμα ανάμεσα στην
Αμερική και την Ευρώπη; Υπήρχαν τα αριστουργήματα που περιέγραφε ο κάτοχός της
ή αρκετά είχαν ήδη περάσει σε ξένα μουσεία που κυριολεκτικά συνωστίζονταν για
να την φιλοξενήσουν; Πόσα και ποια έργα είχε ήδη πουλήσει ο συλλέκτης για να
εξασφαλίσει τη φύλαξή της; Ήταν τα έργα γνήσια ή πλαστά; Τα ερωτήματα πολλά -άλλοτε
καλόπιστα κι άλλοτε κακόπιστα- και οι απαντήσεις σε σπασμένα ελληνικά ή αγγλικά
και άπταιστα ρωσικά.
Στην εξουσία ήταν ήδη το ΠΑΣΟΚ (18/10/1981),
που επεδίωκε πολιτιστικά να ενσαρκώσει
το όραμα του Ζυλ Ντασέν μέσω της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας
Μερκούρη και συζύγου του. Ελάχιστοι
αναφερόταν στη συγκεκριμένη ιστορικό-πολιτιστική περίοδο, δηλαδή, στην κρίσιμη
εικοσαετία 1910-1930, όταν έδρασε η Ρωσική Πρωτοπορία στην προεπαναστατική και
μετεπαναστατική Ρωσία. Κάποιες συζητήσεις ανακυκλώνονταν κατά καιρούς στους
αριστερούς κύκλους, εκτός του ΚΚΕ, που θεωρούσε ότι η Πρωτοπορία ήταν «μια
μικροαστική θεώρηση της τέχνης». Προϊδεασμένοι και γνώστες ήταν όσοι είχαν
σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης στο Παρίσι ή τη Γερμανία. Το ελληνικό ειδικό κοινό
(δημοσιογράφοι, τεχνοκρίτες ή καλλιτέχνες), μερικοί-μερικώς γνώριζαν, ελάχιστοι
είχαν εντρυφήσει, ενώ οι περισσότεροι ηθελημένα αγνοούσαν. Από τους
αντιπροσωπευτικούς καλλιτέχνες της Πρωτοπορίας ευρύτερα γνωστοί ήταν ο
Καντίνσκι, ο Σαγκάλ, ο Μάλεβιτς, όσοι έφυγαν πριν το 1930 από τη Μόσχα και
έκαναν καριέρα στην Ευρώπη. Το πρώτο βιβλίο που αναφερόταν στη θεσμική
κατοχύρωση της νέας κουλτούρας που πρέσβευε η επανάσταση στη Ρωσία, ήταν το
δίτομο έργο του Αντώνη Βογιάζου (μέλους και στελέχους του ΚΚΕ εσωτ.) «Σοσιαλισμός και κουλτούρα 1917- 1932», (Εκδόσεις Θεμέλιο, 1979). Αργότερα
κυκλοφόρησε το αφηγηματικό αλλά παθιασμένο βιβλίο της Καμίλα Γκρέυ Η Ρώσικη Πρωτοπορία. Προεπαναστατική και
Επαναστατική Τέχνη στη Ρωσία, 1863-1922 (μτφρ. Πέπη Ρηγοπούλου, Εκδ.
Υποδομή, 1987). Γραμμένο από τη συγγραφέα του το 1962, μετά από μακρόχρονη
επιτόπια έρευνα, συνέβαλε τα μέγιστα όταν η διεθνής επιστημονική κοινότητα
επιχείρησε να περιγράψει και να καταγράψει τα κινήματα των εικαστικών τεχνών,
της λογοτεχνίας, της αρχιτεκτονικής, της μουσικής, της τυπογραφίας και του
κινηματογράφου, που γεννήθηκαν στο ιδεολογικό πλαίσιο της επαναστατικής
περιόδου στη Ρωσία.
Ο συλλέκτης Κωστάκης
Συνάντησα για πρώτη φορά τον συλλέκτη
Γιώργο Κωστάκη ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, τον Δεκέμβριο του 1982. Θυμάμαι την
έντονη φυσιογνωμία του, το σκαμμένο του πρόσωπο, τα χοντρά του γυαλιά, την
αδυναμία του να εκφραστεί ελληνικά. Ξεδίπλωσε μπροστά μου όχι μόνο τη ζωή του
ολόκληρη, αλλά και εικόνες της Ρωσικής Πρωτοπορίας που δεν είχα ξαναδεί. Ένας
πραγματικός πλούτος όχι μόνο εικόνων, αλλά και γεγονότων, συναντήσεων,
συγκινητικές στιγμές απόκτησης μοναδικών έργων, αμέτρητων σχεδίων ή σημειώσεων.
Άκουσα ονόματα που δεν ήξερα. Γεννημένος το 1907 στη Μόσχα από πατέρα Ζακυνθινό
καπνέμπορο και μητέρα Σαμιώτισσα, που είχαν μετοικίσει προεπαναστατικά στη
Ρωσία. Πατέρας και γιός γεννημένοι συλλέκτες. Η συλλογή του πατέρα περιλάμβανε
πολύτιμα εκκλησιαστικά αντικείμενα και εικόνες που κάποια στιγμή δωρίθηκαν στον
Άγιο Διονύσιο Ζακύνθου. Ο Κωστάκης διέκοψε πολύ νωρίς τις σπουδές του κι
εργαζόταν αρχικά ως οδηγός στην ελληνική πρεσβεία της Μόσχας. Αργότερα ανέλαβε
υπεύθυνος προσωπικού της καναδικής πρεσβείας. Μεγαλύτερος μισθός, αμοιβή σε
δολάρια, περισσότερες οικονομικές δυνατότητες για επενδύσεις σε υλικά αγαθά.
Στα εφηβικά του χρόνια συνέλλεγε παλιά αντικείμενα, ασημικά, πορσελάνες, χαλιά,
έργα Ολλανδών Ζωγράφων του 16ου και 17ου αιώνα. Όλα,
δηλαδή, τα αντικείμενα που το νέο καθεστώς απέρριπτε και ενέτασσε στον «αστικό
τρόπο ζωής».
Δημήτρης Μεράντζας, Αυτοδικία,
2016-17, πέντε μαχαίρια, κρυσταλλικός ραγισμένος καθρέφτης που έχει υποστεί επεξεργασία θόλωσης, ξύλινη κορνίζα επιδερμικά απανθρακωμένη, 90 x 55 x |
Όπως έλεγε ο ίδιος, το 1946 προσκλήθηκε στο
σπίτι της ζωγράφου Όλγας Ροζάνοβα όπου είδε μερικά έργα της. Όλα άλλαξαν μέσα
του. «Η τέχνη της Πρωτοπορίας μου προξένησε τέτοια αναστάτωση, θαμπώθηκα,
ένιωσα ότι αυτή η τέχνη έλεγε πάρα πολλά». Ξεπουλάει ό,τι είχε και δεν είχε και
επαναπροσδιορίζει το περιεχόμενο της συλλογής του. Αρχίζει να συλλέγει έργα των
Ρώσων Πρωτοπόρων καλλιτεχνών. Προσέγγισε όσους ζούσαν ακόμη, κάθε πηγή. «Άρχισα
να μαζεύω αυτούς τους πίνακες γιατί μου άρεσαν τα χρώματα και τα σχήματά τους,
κι ήταν έξω απ’ ό,τι κυκλοφορούσε μέχρι τότε στην αγορά της τέχνης. Οι τιμές
των έργων ήταν πολύ χαμηλές, ενώ οι καλλιτέχνες στην απελπισία τους, διώκονταν
από τους σταλινικούς, με κάθε πίνακα που αγόραζα μου έδιναν και έναν δώρο. Αν
κάποιοι καλλιτέχνες είχαν πεθάνει ή είχαν φύγει στο εξωτερικό σίγουρα κάτι
είχαν αφήσει στους συγγενείς τους. Αγόραζα πολύ περισσότερο γιατί μου άρεσαν
και όχι γιατί αποσκοπούσα στο μετέπειτα κέρδος». Δεν συνέλεγε μόνο πίνακες. Τον
ενδιέφεραν κεραμικά, κατασκευές, σχέδια και προσχέδια, κείμενα, κάθε είδους
σημειώσεις, μανιφέστα, δημοσιεύσεις της εποχής, ό, τι μπορούσε να καταγράψει με
σαφήνεια την εξέλιξη της τέχνης των πρωτοπόρων. Χωρίς καμιά καλλιτεχνική
παιδεία, με μοναδικό κριτήριο το ένστικτό του, συνέλλεγε τα πάντα. Με τον χρόνο
άρχισε να τα κατηγοριοποιεί, να ψάχνει νέα στοιχεία. Σταδιακά απέκτησε κριτήρια
και συμπλήρωνε με τον τρόπο του ένα παζλ για δύσκολους λύτες.
Σπίτι- Μουσείο
Σχεδόν μέσα σε μια δεκαπενταετία συγκέντρωσε τόσα πολλά έργα τέχνης και
τεκμήρια, που το σπίτι του στη Μόσχα έγινε ένα άτυπο Μουσείο των Καλλιτεχνών
της Πρωτοπορίας. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά, κάθε Ευρωπαίος ή Αμερικανός
που επισκεπτόταν τη σοβιετική πρωτεύουσα, έπρεπε να περάσει από το σπίτι του
Κωστάκη για να πάρει μια γεύση των θησαυρών του. Ανάμεσά τους ο Ρόμπερτ
Κένεντυ, η οικογένεια Ροκφέλερ, διπλωμάτες από Ευρώπη και Αμερική, διευθυντές
ευρωπαϊκών και αμερικανικών μουσείων, τεχνοκριτικοί και δημοσιογράφοι. Ρώσοι
Ιστορικοί, διευθυντές μουσείων, ιστορικοί τέχνης έβρισκαν πάντα ανοικτή την
πόρτα του για να προσφέρουν τη γνώση τους, να συζητήσουν ελεύθερα, να
μελετήσουν και να διανοηθούν για τη δική
τους τέχνη, που επίσημα απαγορευόταν να το κάνουν. Ας σημειωθεί, ότι στη
Σοβιετική Ένωση η τέχνη των Πρωτοπόρων αναγνωρίστηκε επίσημα το 1985 επί Γκορμπατσώφ,
την εποχή της Περεστρόικα.
Ο Κωστάκης ήδη από το 1977 βρισκόταν στην
Ελλάδα και διέθετε μια μοναδική συλλογή Ρωσικής Πρωτοπορίας, ήταν νόμιμος
ιδιοκτήτης της, αφού προηγουμένως είχε προικοδοτήσει την περίφημη Γκαλερί
Τρετιακόφ με 144 πίνακες και 656 σχέδια, η διευθύντρια της οποίας Ναταλία
Αντασκίνα είχε αποφανθεί επίσημα -εκπροσωπώντας προφανώς το σοβιετικό κράτος-
ότι επρόκειτο περί σπουδαίας κληρονομιάς του σοβιετικού λαού που ένα μέρος της
δεν έπρεπε να εξαχθεί. Δεν ήταν τυχαίο, ότι το σπίτι του στη Μόσχα είχε
διαρρηχθεί δύο φορές (ο ίδιος απέδιδε τις διαρρήξεις στην περιώνυμη Κα-Κε-Μπε),
ενώ μια πυρκαγιά στην εξοχική του «ντάτσια» «έκαψε» 2000 σχέδια του Κλιούν και
της Έξτερ. Καθώς ο Κωστάκης μετακομίζει στην Ελλάδα η συλλογή -περιλάμβανε
τελικά το 20% των έργων που είχε αρχικά ο συλλέκτης- μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ για λόγους ασφαλείας,
έρευνας και διάδοσης. Η πρώτη έκθεση που έγινε στο Ντίσελντορφ το 1977 άλλαξε τα
δεδομένα για την ευρωπαϊκή τέχνη. Οι αναθεωρήσεις των ειδικών ανοίγουν νέους
ορίζοντες. Το 1981 εκτίθεται στο μουσείο Γκουγκενχάιμ της Νέας Υόρκης, όπου
γίνεται η πιο σοβαρή ερευνητική δουλειά και αποδεικνύονται τα πλαστά έργα που
κυκλοφορούσαν όχι μόνο στην αγορά της τέχνης αλλά και στα διάφορα μουσεία. Αργότερα η συλλογή φιλοξενείται στην Οττάβα,
την Ινδιανάπολη και αλλού. Ακολουθεί η εσπευσμένη μεταφορά της στην Κολωνία,
εξαιτίας των ανελέητων νέων φορολογικών νόμων που επέβαλε το αμερικανικό κράτος
για τα έργα τέχνης. Στη Γερμανία φυλασσόταν για αρκετά χρόνια.
«Τέχνη για τα σκουπίδια»
Όταν τον συνάντησα τα συναισθήματα του ήταν
διττά: από τη μια ήταν ενθουσιασμένος που η συλλογή του είχε εκτεθεί στο
Μουσείο Γκουγκενχάϊμ και είχε επιβεβαιωθεί ιστορικά και ερευνητικά. Ταυτόχρονα,
ήταν απογοητευμένος από το ελληνικό κράτος. Είχε συναντηθεί με τον τότε
διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Δημήτρη Παπαστάμο, προτείνοντάς του να
χαρίσει τη συλλογή του στο κράτος, εφόσον βοηθιόταν να πληρώσει τα ασφάλιστρα
στη Γερμανία. Εκείνος του ανέφερε ότι όχι μόνο ότι δεν υπήρχαν χρήματα για τα
ασφάλιστρα, αλλά και θεωρητικά, ποιόν θα ωφελούσε μια τέτοια συλλογή στην
Ελλάδα; Άρα ήταν ήδη αρνητικά προδιατεθειμένος. Τον τελευταίο λόγο είχε η τότε
υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη. Στην οποία, ο Παπαστάμος εισηγήθηκε πως
επρόκειτο για μια «τέχνη για τα σκουπίδια». Επίσημη απάντηση: Η Ελλάδα δεν
αποδέχεται τη δωρεά. Αυτή η άρνηση έδωσε λαβές σε πολλά σχόλια, όλοι κατάλαβαν
πως κάτι συνέβαινε, ακόμη κι όσοι δεν ήξεραν έψαχναν να μάθουν για την περίφημη
συλλογή και τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Η Μερκούρη παρέμεινε υπουργός
Πολιτισμού έως το 1989.
Τον Μάρτιο του 1990 ο Γιώργος Κωστάκης πεθαίνει
στην Αθήνα. Επιθυμία του, η συλλογή να πωληθεί ολόκληρη, να μην τεμαχιστεί, ενώ
τη διαχείρισή της πλέον αναλαμβάνει το Ίδρυμα Trust
στο οποίο συμμετείχαν ο γιός και οι τρεις κόρες του. Οι επιθυμίες του συλλέκτη
ταυτιζόταν μ’ αυτές της οικογένειάς. του.
Στις εκλογές του 1993 επανεκλέγεται ο
Ανδρέας Παπανδρέου και αναλαμβάνει πάλι υπουργός Πολιτισμού η Μερκούρη, με
αναπληρωτή υπουργό τον Θάνο Μικρούτσικο. Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης
ήταν ήδη η Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα. Ο θάνατος της Μερκούρη την επόμενη χρονιά
(6/3/1993), αλλάζει τα πράγματα. Αναλαμβάνει υπουργός ο Θάνος Μικρούτσικος, ο
οποίος είχε την πρωτοβουλία να διοργανωθεί έκθεση της συλλογής Κωστάκη στην
Εθνική Πινακοθήκη, αφενός ως φόρος τιμής στον διάσημο συλλέκτη που ήταν Έλληνας
και, αφετέρου, για να δουν κοινό και ειδικοί το περιεχόμενό της. Αποφασίζεται
να αναλάβει την οργάνωσή της η ιστορικός τέχνης Άννα Καφέτση ειδικευμένη στη
μοντέρνα και σύγχρονη τέχνη. Άτυπα αρχίζει μια συζήτηση ανάμεσα στην πολιτεία
και τους κληρονόμους για την απόκτηση της συλλογής μέσω της κόρης του συλλέκτη
Αλίκης, που ήταν ιστορικός τέχνης και θα βοηθούσε στην έκθεση.
Οι εργασίες προετοιμασίας διήρκεσαν δύο
χρόνια. Η συλλογή συμπληρώθηκε με έργα που είχαν παραμείνει στην γκαλερί
Τρετιακόφ και άλλα που υπήρχαν σε ρωσικά, ευρωπαϊκά και αμερικανικά μουσεία. Η
έκθεση εγκαινιάστηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 1995 και διήρκεσε έως τις 8 Απριλίου
του 1996. Και τότε συμβαίνει το θαύμα. Αν και το κοινό είχε προϊδεαστεί με την έκθεση που είχε προηγηθεί για το
Μπαουχάουζ στην Εθνική Πινακοθήκη, κυριολεκτικά συνέρρευσε μετά τα εγκαίνια.
Μπροστά του ξεδιπλώθηκε ένας κόσμος διαφορετικός, γεμάτος χρώματα και σχήματα,
κυριολεκτικά ονειρικός, όπου το επαναστατικό παρόν ανταγωνιζόταν το διαστημικό
μέλλον. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει το «Μαύρο τετράγωνο» ή το «Λευκό πάνω στο λευκό»
του Καζιμίρ Μάλεβιτς, τις σουπρεματικές συνθέσεις του με τους πλανήτες∙ την
απάντηση του Αλεξάντερ Ροτσένκο με το
«Μαύρο πάνω στο μαύρο», τις εξαιρετικές του φωτογραφίες με τις μοναδικές
«γωνίες», τις αφίσες, τα εκπαιδευτικά του προγράμματα∙ τον Βλαντίμιρ Τάτλιν με
τις ρηξικέλευθες αρχιτεκτονικές και γλυπτικές συνθέσεις ή το ανεμόπτερο που δεν
απογειώθηκε ποτέ∙ τους Νικολάι Σουῒτιν, Νάταν Άλτμαν, Βασίλι Καντίνσκι που
συνεργάστηκαν στο Κρατικό Εργοστάσιο Πορσελάνης για τη μαζική παραγωγή
χρηστικών αντικειμένων∙ τον Γκουστάβ Κλούτσις που οργάνωνε τη Δυναμική Πόλη του Μέλλοντος∙ τη Λιουμπόβ
Πόποβα με τη σπουδαία ζωγραφική, τις σκηνογραφίες, τη δουλειά της πάνω στα
υφάσματα∙ τη Βαρβάρα Στεπάνοβα με τη ζωγραφική, τους πειραματισμούς της πάνω
στη γραφιστική και την τυπογραφία. Αναφορά σε όλους δεν μπορεί να γίνει σε ένα
περιορισμένης έκτασης κείμενο.
Η αγορά του αιώνα
Το 1996 αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο Κώστας
Σημίτης αντικαθιστώντας τον Ανδρέα Παπανδρέου που είχε παραιτηθεί. Υπουργός
Πολιτισμού τοποθετείται ο Σταύρος Μπένος. Εκείνος δημιουργεί την Επιτροπή για
τις Εικαστικές Τέχνες, που θα εργαζόταν πάνω σε συγκεκριμένη θεματολογία:
Μουσεία, Παιδεία, Προώθηση της Ελληνικής Τέχνης στο εξωτερικό και υποστήριξής
της στο εσωτερικό, θεσμικά θέματα. Συμμετέχουν: Χρόνης Μπότσογλου ζωγράφος,
καθηγητής στην ΑΣΚΤ, Βάσια Γεωργίου προϊσταμένη Εικαστικών Τεχνών του ΥΠΠΟ,
Πόπη Σαρανταένα υπάλληλος του ΥΠΠΟ, Χαράλαμπος Δαραδήμος γλύπτης τέως πρόεδρος
του Εικαστικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Τζούλια Δημακοπούλου Πρόεδρος του
Πανελλήνιου Αιθουσών Τέχνης, Μαρίνα Ηλιάδη διευθύντρια της αίθουσας τέχνης
Μπερνιέ, Άννα Καφέτση ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης,
Νίκος Κεσσανλής ζωγράφος και αντιπρύτανης της ΑΣΚΤ, Σάββας Κονταράτος
αρχιτέκτονας και καθηγητής της ΑΣΚΤ, Βάσω Κυριάκη ζωγράφος και καθηγήτρια στο
Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Γιώργος Λαζόγκας ζωγράφος, τέως διευθυντής του Κέντρου
Σύγχρονης Τέχνης Λάρισας, Μαρία Μαραγκού τεχνοκριτικός, διευθύντρια του Κέντρου
Σύγχρονης Δημιουργίας Ρεθύμνης, Μανώλης Μαυρομάτης ιστορικός τέχνης και
καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Έφη Στρούζα τεχνοκριτικός
και Δημήτρης Τρίκας δημοσιογράφος. Στην επιτροπή προῒστατο ο Σταύρος Μπένος και
συντονίστρια ήταν η Κλεοπάτρα Δίγκα, ζωγράφος και σύμβουλος του υπουργού σε
εικαστικά θέματα.
Από τα πρώτα θέματα που θίχτηκαν ήταν η ίδρυση
ενός Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης -αίτημα πολλών γενιών καλλιτεχνών-
προικοδοτούμενο με τη συλλογή Κωστάκη που ήδη η πολιτεία προσανατολιζόταν να
αποκτήσει. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1996 γίνονται εκλογές και τις κερδίζει ο Κ. Σημίτης.
Υπουργός Πολιτισμού τοποθετείται ο Ευάγγελος Βενιζέλος πλην μιας μικρής
παρένθεσης με την Ελισάβετ Παπαζώη. Στις εκλογές του 2000 πάλι με Σημίτη
πρωθυπουργό, ο Βενιζέλος ξαναγίνεται υπουργός Πολιτισμού. Εκείνη την περίοδο
αποφασίζεται η αγορά της συλλογής, μετά από διαβούλευση με ξένους ειδικούς που
υποστηρίζουν τη μοναδικότητα, την αυθεντικότητα και τη μεγάλη σπουδαιότητά της.
Καταβάλλεται από το ελληνικό κράτος το ποσόν των 14, 2 δις δραχμών, ποσό αστρονομικό για την εποχή. Είναι άλλωστε
και η μοναδική τόσο μεγάλη αγορά έργων τέχνης του ελληνικού δημοσίου από συστάσεως
του κράτους. Η απόκτηση της συλλογής θα είχε στοιχίσει ελάχιστα αν είχε γίνει
αποδεκτή η πρώτη προσφορά του συλλέκτη και δεν του είχε φερθεί τόσο απαξιωτικά η
πολιτεία.
Στη συλλογή περιλαμβάνονται 1275 έργα
τέχνης: πίνακες ζωγραφικής, σχέδια, κατασκευές, κεραμικά, σημαντικών
καλλιτεχνών της ρωσικής πρωτοπορίας. Είναι αντιπροσωπευτική όλων τα τάσεων και
ρευμάτων της ρωσικής πρωτοπορίας και καλύπτει χρονικά σχεδόν ολόκληρη την
τριακονταετία που εμφανίστηκε, ήκμασε και παρήκμασε, με την επιβολή του σταλινισμού.
Θεσμικά όμως το πράγμα δεν τελείωσε εκεί.
Η επιτροπή του Μπένου έγινε αποδεκτή από τον υπουργό Βενιζέλο. Μόνο που στις
τελευταίες συνεδριάσεις της εμφανίστηκε ως μέλος ένα ακόμη πρόσωπο από τη
Θεσσαλονίκη. Ήταν ο ιστορικός τέχνης και καθηγητής του ΑΠΘ Μίλτος Παπανικολάου.
Οι δύο μαζί έπεισαν την επιτροπή ότι θα πρέπει να δημιουργηθούν δύο Μουσεία
Σύγχρονης Τέχνης, το Εθνικό και το Κρατικό. Το πρώτο θα γινόταν στην Αθήνα και
θα στεγαζόταν στο κτήριο ΦΙΞ και το άλλο στη Θεσσαλονίκη. Αμέσως μετά την αγορά
ο υπουργός Πολιτισμού αποφάσισε η συλλογή να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη, στη
Μονή Λαζαριστών, ως προίκα του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, καθώς ήταν
και η εκλογική του περιφέρεια. Πρώτος διευθυντής, δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν ο
Μίλτος Παπανικολάου. Άσχετα αν, όλη η εργασία είχε γίνει από την Άννα Καφέτση,
που έγινε διευθύντρια ενός μουσείου φαντάσματος που ουσιαστικά ακόμη δεν έχει
ανοίξει τις πύλες του στο κοινό. Ένα μουσείο που εκείνη πάλεψε για να
ολοκληρωθεί και όταν ανοίξει η ίδια δεν θα ’ναι εκεί.
Η
Πέγκυ Κουνενάκη είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου