[Προδημοσίευση από το τρίτο μέρος του
έργου του Σαρλ Μπεντελέμ Οι ταξικοί
αγώνες στην ΕΣΣΔ, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις «Κουκκίδα» σε μετάφραση του Σπύρου Κακουριώτη]
Lorna Bauer,
Blue Fountain Bamboo, 2016, χυτευμένος μπρούτζος
|
ΤΟΥ ΣΑΡΛ
ΜΠΕΝΤΕΛΕΜ
Όπως είναι
γνωστό, η εξέγερση του Οκτώβρη εντάσσεται σε μια πολύμορφη επαναστατική διαδικασία, που ξεκίνησε τον Φλεβάρη του
1917, με την πτώση του τσαρισμού και τη συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης.
Ένα πρώτο
συστατικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας υπήρξε το μεγάλης εμβέλειας
επαναστατικό αγροτικό κίνημα, που συντάραξε την «καθεστηκυία τάξη» στην
ύπαιθρο. Έτσι, η αγροτική επανάσταση οδήγησε σταδιακά στη διανομή των μεγάλων
ιδιοκτησιών των γαιοκτημόνων, που ξεκίνησε πριν από τον Οκτώβρη και συνεχίστηκε
και μετά απ’ αυτόν.
Ένα δεύτερο
συστατικό στοιχείο εμπνέεται από τις προσδοκίες χειραφέτησης ενός μέρους της
εργατικής τάξης και της ιντελιγκέντσιας. Οι προσδοκίες αυτές
συγκεκριμενοποιούνται με την ανάπτυξη της δραστηριότητας των σοβιέτ, με την
επέκταση των εργοστασιακών επιτροπών και τη διεύρυνση του ρόλου τους· εκδηλώνεται επίσης
με το κίνημα για τις δημοκρατικές ελευθερίες, για την εγκαθίδρυση
αντιπροσωπευτικού συστήματος και κράτους δικαίου. Ο αγώνας για τη σύγκληση συντακτικής συνέλευσης αποτελεί μέρος
αυτού του κινήματος.
Ένα τρίτο συστατικό
στοιχείο, τέλος, αποτελεί αυτό που μια εκδοχή της μαρξιστικής βουλγκάτας ήθελε
να παρουσιάζει άλλοτε σαν «δημοκρατική και αντιιμπεριαλιστική επανάσταση» κι
άλλοτε σαν «σοσιαλιστική επανάσταση», η ιστορική σημασία της οποίας, όμως, δεν
μπορεί να γίνει αντιληπτή με αυτούς τους όρους, που παραπέμπουν σε μια
επαναστατική μυθολογία, στην αντίθεση ανάμεσα στο παλιό (1789) και «το νέο»
(1917) που γεννιέται. Το τρίτο αυτό συστατικό στοιχείο της επαναστατικής διαδικασίας
αντιστοιχεί στην εξέγερση ενός τμήματος του ρωσικού λαού και της
ιντελιγκέντσιας, που δεν θέλουν να βλέπουν πια τη χώρα τους να αποτελεί όργανο
του ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών ομάδων για το ξαναμοίρασμα του κόσμου και
απορρίπτουν την υποδεέστερη θέση της Ρωσίας στη διεθνή οικονομική και πολιτική
σκηνή. Οι ηγέτες αυτής της τάσης δήλωναν έτοιμοι να κυβερνήσουν τη χώρα μέσω
των σοβιέτ, ενώ απέδιδαν σημαντικό ρόλο στην κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής,
προκειμένου να αναπτυχθούν ταχύτατα οι παραγωγικές δυνάμεις.
Σε πολιτικό επίπεδο, η
επαναστατική διαδικασία που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1917 χαρακτηρίζεται από
τον πολλαπλασιασμό των συμβουλίων,
των σοβιέτ, σε ολόκληρη τη χώρα, που
αποτελούνταν από εργάτες, αγρότες και στρατιώτες ή αντιπροσώπους τους. Μεταξύ
Φλεβάρη και Οκτώβρη 1917, η πραγματική πολιτική εξουσία (στο βαθμό που υπήρχε
ακόμη) είναι «κομμένη στα δυο», εξ ου και ο όρος της «δυαδικής εξουσίας» που
χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση την εποχή αυτή, μια κατάσταση επαναστατικής κρίσης. Αυτές οι «δύο
εξουσίες» (της προσωρινής κυβέρνησης, από τη μια, και των σοβιέτ, από την άλλη)
είναι ιδιαίτερα αδύναμες και η εξαιρετικά περιορισμένη δικαιοδοσία τους δεν
ασκείται καν σε ολόκληρη την επικράτεια.
Έτσι, η Επανάσταση του
Φλεβάρη σηματοδοτεί την αρχή μιας σειράς σύνθετων μετασχηματισμών, που
συνοδεύονται από έντονη λαϊκή κινητοποίηση, σχετική ενίσχυση της εξουσίας των
σοβιέτ και αύξηση της επιρροής των μπολσεβίκων σε ένα τμήμα των μαζών, καθώς
εκπροσωπούν τις προσδοκίες τους για άμεση ειρήνη και αιτήματα όπως η
απαλλοτρίωση της γης για τους αγρότες.
Η περιγραφή
του Λένιν για την επαναστατική κρίση που ξεκινά τον Φλεβάρη του 1917 (όταν μιλά
για τη σύνδεση «αστικοδημοκρατικής» και «προλεταριακής επανάστασης»)[1] δεν
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: είναι χαρακτηριστική της λανθασμένης
ανάλυσης μιας απείρως πιο σύνθετης πραγματικότητας, από την οποία, στο όνομα
του μύθου, απουσιάζει η έντονη διαφορετικότητα των κινημάτων. Σήμερα πιστεύω
ότι αυτή η ανάλυση εμπόδισε σε μεγάλο βαθμό την κατανόηση αυτού που ήταν
ριζοσπαστικά καινούργιο στην επαναστατική διαδικασία η οποία ήταν σε πλήρη
εξέλιξη μετά τον Φλεβάρη του 1917, το μέλλον της οποίας, αν δεν είχαν πάρει οι
μπολσεβίκοι την εξουσία διακόπτοντάς την βίαια, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε.
Η κατάληψη της εξουσίας σηματοδοτεί και το τέλος της πολύμορφης επαναστατικής
διαδικασίας που γεννήθηκε τον Φλεβάρη του 1917, έναν από τους τελευταίους
σπασμούς της οποίας θα αποτελέσει η Κροστάνδη, τον Μάρτιο του 1921. Τα σοβιέτ
μεταμορφώνονται σε μηχανισμούς επικύρωσης των αποφάσεων της κυβέρνησης και του
μπολσεβίκικου κόμματος, ενώ ταυτόχρονα η παρέμβαση των μαζών σε όλα τα πεδία
σταδιακά συντρίβεται[2].
Αντικαθίστανται από το πεδίο του (συντόμως μοναδικού) κόμματος, που ισχυρίζεται
ότι ενσαρκώνει τον λαό και δημιουργεί ιστορία, που αυτοπαρουσιάζεται σαν το
κόμμα που έκανε την επανάσταση και το μόνο που γνωρίζει πώς να την κρατήσει
ζωντανή. Σύντομα, κάθε λόγος διαφορετικός από τον δικό του απαγορεύεται. Κάθε
σκέψη διαφορετική αντιμετωπίζεται σαν αντεπαναστατική («όποιος δεν είναι μαζί
μας είναι εναντίον μας», λένε).
Ο Οκτώβρης
επέτρεψε σε μια ομάδα ηγετικών στελεχών, που εκμεταλλεύτηκαν τη συμπάθεια ενός
μέρους των μαζών των πόλεων, να τοποθετηθούν επικεφαλής του οργανωμένου
κινήματος και των νέων οργάνων εξουσίας, προκειμένου να προσπαθήσουν να
«καθοδηγήσουν» τη χώρα σε ένα συγκεκριμένο δρόμο: έτσι ξεκίνησε μια «επανάσταση
από τα πάνω», στην οποία αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν τα ηγετικά όργανα του
μπολσεβίκικου κόμματος.
Η απαγόρευση
των άλλων κομμάτων, όπως οι σοσιαλεπαναστάτες και οι μενσεβίκοι (στους οποίους
συμμετείχαν πάρα πολλοί εργάτες), η καθυπόταξη των συνδικάτων από το
μπολσεβίκικο κόμμα, αλλά και ο ίδιος ο τρόπος λειτουργίας του, απέκλεισαν
σταδιακά κάθε δυνατότητα οργανωμένης έκφρασης των εργατών, των αγροτών και των
διανοητικά εργαζομένων.
Έτσι, η
εξουσία που εγκαθιδρύθηκε τον Οκτώβρη του 1917 από τους μπολσεβίκους, που
παρουσιάζεται σαν «δικτατορία του προλεταριάτου», είναι, στην πραγματικότητα,
μια δικτατορία στο όνομα του προλεταριάτου, που ασκείται τελικά πάνω στην ίδια
την εργατική τάξη. Σε πολλές περιπτώσεις, ο Λένιν αναγνώριζε σιωπηρά αυτήν την
πραγματικότητα. Έτσι, το 1919 διακηρύσσει ότι η δικτατορία του προλεταριάτου
στη Σοβιετική Ρωσία αποτελεί μια «κυβέρνηση για τους εργαζόμενους» αλλά δεν
είναι μια «κυβέρνηση από τους εργαζόμενους». Προσέθετε μάλιστα ότι η εξουσία
δεν είναι αυθεντικά προλεταριακή[3].
Μολονότι ο Λένιν αποφεύγει να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, τα λόγια του
σημαίνουν πως η «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν είναι παρά καθαρή φαντασίωση, που παρουσιάζει με αντεστραμμένη μορφή τις πραγματικές
σχέσεις που έχουν διαμορφωθεί, αυτές μιας δικτατορίας
που ασκείται επί του προλεταριάτου.
Η
αντεστραμμένη παρουσίαση των πραγματικών αυτών σχέσεων έχει τεράστιες
συνέπειες. Από τη μια, αποτελεί τον ιδρυτικό μύθο της Σοβιετικής Ρωσίας, που
εμφανίζεται σαν χώρα της «δικτατορίας του προλεταριάτου» και της «μεγάλης
σοσιαλιστικής επανάστασης του Οκτώβρη». Από την άλλη, είναι σημάδι της υποταγής
του μπολσεβίκικου κόμματος σε μια αλλοτριωμένη ιδεολογία, όπου το κόμμα, όποιες
κι αν είναι οι πραγματικές σχέσεις του με το συγκεκριμένο προλεταριάτο, δηλώνει
πως αποτελεί την «πρωτοπορία» του. Έτσι, το μπολσεβίκικο κόμμα αποκτά μια
«προλεταριακή νομιμότητα», κατά κάποιον τρόπο «ομοούσια» με αυτό, που του
επιτρέπει να μη δίνει λόγο στην εργατική τάξη, η οποία θεωρείται
«καθυστερημένη» σε σχέση με το κόμμα. Οπωσδήποτε, πρέπει να το απασχολεί το τι
πιστεύουν οι εργάτες, προκειμένου όμως να τους «διαπαιδαγωγήσει», να τους
«καθοδηγήσει» και, αν χρειαστεί, να τιμωρήσει εκείνους που δεν αναγνωρίζουν την
εξουσία του. Έτσι, η «εξουσία της εργατικής τάξης» μπορεί να στραφεί και
ενάντια στην τάξη. Όπως έλεγε ο Λένιν στον Λουί Οσκάρ Φροσάρ, «η δικτατορία του
προλεταριάτου δεν ασκείται μόνο ενάντια στη μπουρζουαζία αλλά και πάνω στους
ασυνείδητους ακόμα και απείθαρχους προλετάριους και τους συμμάχους τους, τους
ρεφορμιστές. Όσο για τους ρεφορμιστές, αυτούς τους τουφεκίζουμε»[4].
Η
«προλεταριακή νομιμότητα» επέτρεψε στην εξουσία να αποφύγει μια πραγματική
«σοβιετική νομιμότητα», επικαλούμενη, παράλληλα, αυτήν την τελευταία όταν το
έκρινε χρήσιμο. Άλλωστε, η σοβιετική νομιμότητα δεν είναι παρά διακοσμητική και
διόλου «ιδρυτική», όπως δείχνει στην ανάλυσή του ο Μαρκ Φερό: το μπολσεβίκικο
κόμμα άρχισε ήδη κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Οκτώβρη να απογυμνώνει από
εξουσίες τα σοβιέτ και το 2ο Συνέδριό τους, την ίδια στιγμή που αυτό υποτίθεται
ότι εγκαθίδρυε συμβολικά την εξουσία τους[5].
Ταυτόχρονα, στη ρητορική του, το μπολσεβίκικο κόμμα εμφανίζει τον Οκτώβρη σαν
επακριβή εικόνα αυτού που φανταζόταν ότι είναι μια «σοσιαλιστική επανάσταση».
Παρόλα αυτά, αν αναλύσουμε τις πολιτικές και κοινωνικές
σχέσεις, την ανάπτυξη των οποίων προωθεί αυτή η αντίληψη περί επανάστασης, θα
συμπεράνουμε ότι η εξέγερση του Οκτώβρη έφερε στην εξουσία ένα
ριζοσπαστικοποιημένο τμήμα της ιντελιγκέντσιας, που στηρίζεται σε ένα τμήμα της
εργατικής τάξης και διατείνεται ότι μιλάει στο όνομα του προλεταριάτου. Όμως,
κάτω από τις σημαίες της σοσιαλιστικής επανάστασης, ουσιαστικά, έκανε την
είσοδό της στην ιστορία μια «καπιταλιστική επανάσταση», που οδήγησε τελικά στη
ριζική απαλλοτρίωση των άμεσων παραγωγών.
[1] Για τις
διατυπώσεις αυτές βλ. στον 1ο τόμο του παρόντος έργου.
[2] Για να
επαναλάβω τη διατύπωση του Claude Lefort στο «La question de la Révolution», L’Invention démocratique, ό.π., σ. 189.
[3] Βλ. επ’
αυτού τον τόμ. 1 του παρόντος έργου, σ. 83.
[4] Βλ. L.O. Frossard, «Mon
journal de voyage en Russie», L’Internationale,
2 Οκτωβρίου
1921, όπως παρατίθεται στο F. Kupferman, Au pays des Soviets, Gallimard/«Archives»,
Παρίσι
1979, σ.
40-41.
[5] Βλ. Marc Ferro, Des Soviets..., ό.π., σ. 186 κ.ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου