ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ
Αβραάμ Παυλίδης, Ψυχιατρείο, Χανιά, Κρήτη 2010 |
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΙΓΚΑΣ, Εξυπερύ σημαίνει
χάνομαι, εκδόσεις Μικρή άρκτος, σελ. 48
Κάτι παράξενο συμβαίνει με την ποίηση του Γιάννη Στίγκα: στην έκτη του
συλλογή εξακολουθεί να είναι το ίδιο ανατρεπτικός και απροσδόκητος όπως και
στην πρώτη. Κυρίως όμως εξακολουθεί να είναι το ίδιο αυθεντικός. Ένας από τους
βασικούς παράγοντες που κάνουν την ποίησή του επιτυχημένη είναι ότι παραδίδει τον
εσωτερικό του μονόλογο στον αναγνώστη, καταφέρνοντας να του δημιουργήσει την
εντύπωση ότι δεν χρησιμοποιεί φίλτρα. Όπως ένα παιδί που δοκιμάζει το σώμα του
στο τρέξιμο, φωνάζοντας την ίδια στιγμή στους γύρω του «κοιτάξτε με». Η ίδια η
φύση της απεύθυνσης, στη βάση της αθώα, ασκεί ιδιαίτερη γοητεία.
Έπειτα, είναι το περιεχόμενο αυτού του μονολόγου. Ο Στίγκας δεν είναι
σκοτεινός, είναι υπερρεαλιστής: του αρέσουν οι υπερβάσεις που μπορεί κάποιος να
βιώσει μέσω της γλώσσας. Μιλά sotto voce,
σε χαμηλό τόνο και τρυφερά, ενώ την ίδια στιγμή επιστρατεύει μια ειρωνεία που
κόβει σα νυστέρι, για αναστοχαστικούς σκοπούς, ενίοτε και θεραπευτικούς:
«... αμέτρητα
κρεβάτια ξέστρωτα
σαν να εξαφανίστηκαν μαζί όλες οι μανάδες του
κόσμου
Κάτι τέτοια οδήγησαν στο συμπέρασμα
ότι το ανθρώπινο είναι το πιο αποδημητικό είδος.
Δηλαδή, καμία
σχέση με τα χελιδόνια.
Τα χελιδόνια
πάντα γυρίζουν
- κι αυτό δεν
καταπίνεται εύκολα».
Ανάμεσα στα δύο σκέλη της ποίησης, το λυρικό και το ειρωνικό, ο
Στίγκας βρίσκεται πιο κοντά στο δεύτερο, χωρίς ωστόσο να αποποιείται το πρώτο.
Από αυτή τη θέση του ανάμεσα στα δύο παράγεται ένα πολύ ενδιαφέρον υβρίδιο που σηματοδοτεί
ένα άλλο, διαφορετικό ύφος:
«Ό,τι δεν γδέρνεται κάτω απ’ τα νύχια σου
έχει κάτι το
απάνθρωπο
Α, η αληθινή
εξερεύνηση
ξεκινά
απ’ το πιο
μαλακό σου σημείο
Τρώει πολλή
τρυφερότητα
Σιγά σιγά
βρίσκω μέσα
μου τις λέξεις
για να
επιζήσω κουβεντιαστά
Αυτό δεν
είναι σχέδιο πτήσης
Είναι το δικό
μου
επείγον
πολίτευμα».
Το Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι τιτλοφορήθηκε
έτσι από τον Στίγκα, επειδή ο συγγραφέας του Μικρού Πρίγκιπα έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια μιας πτήσης (ο Σαιντ-Εξυπερύ
πρωτοστάτησε στην κατάκτηση των αιθέρων από την πολιτική αεροπορία και γι’ αυτό
μάλιστα το διεθνές αεροδρόμιο της Λυών φέρει το όνομά του). Ο τίτλος είναι
απόλυτα συμβατός με όσα συναντάμε στις σελίδες του βιβλίου: διάφορα είδη
πουλιών και αεροσκαφών, πυραύλους, αστροναύτες και αστερισμούς, σύννεφα και
αερόστατα, κοντολογίς κάθε λογής ουρανούς και πτήσεις – αλλά και πτώσεις.
Πρόκειται για στοιχεία με εσωτερική συνοχή που συγκρατούνται ακόμη πιο
γερά μεταξύ τους μέσω δύο μηχανισμών: αφενός σκέψεων που επανέρχονται ολοένα στους
στίχους δημιουργώντας μια επωδό («όλα
αυτά θα πρέπει να κοπούνε μαχαίρι», «κομμένο
στα τέσσερα, τα έξι, τα οκτώ» διαβάζουμε σε διάφορα σημεία) και αφετέρου
νημάτων νοήματος που αφήνονται αρχικώς ελεύθερα για να μαζευτούν σε κάποιο
επόμενο σημείο, π.χ. «Σύννεφα είναι ο
όχλος του γαλάζιου/ Μα τι συμβαίνει μ’ αυτό το χρώμα/ και διαρκώς κινδυνεύει;»
(σελ. 26), που το ξαναβρίσκουμε λίγο παρακάτω σαν βεβαιότητα «Το γαλάζιο ζει και κινδυνεύει» (σελ.
29). Πρόκειται για μηχανισμούς που δένουν σφιχτά το σύνολο της συλλογής και την
εμφορούν με συνέπεια.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η εξέλιξη ορισμένων από τους συλλογισμούς
του Στίγκα που, ενώ ξεκινούν πειστικοί θυμίζοντας κάτι οικείο στον αναγνώστη,
λίγο πριν το τέλος ανατρέπονται, ολισθαίνοντας προς τον σουρρεαλισμό: «Ο πήγασος πεθαίνει στον αέρα όπως καθετί που
αρνείται τη φθαρτότητά του. Λένε πως τότε αναπτύσσει και τη μέγιστη ταχύτητά
του, η οποία υπολογίζεται (οι μαθηματικοί τύποι υπάρχουν) στα 382 χιλιόμετρα
ανά ώρα. Λίγο χαμηλότερη, δηλαδή, από την ταχύτητα του πετρίτη, και πάντως
αρκετά πιο κάτω από την ταχύτητα μιας κακής είδησης». Η γλώσσα του ποιητή
είναι όπως η γλώσσα των ονείρων: δεν είναι πάντα πρόσφορη για την εξαγωγή
ασφαλών συμπερασμάτων, ωστόσο περιέχει στοιχεία αληθοφανή που λειτουργούν μέσω
του συνειρμού.
Ανάμεσα στα δευτερεύοντα θέματα που συναντάμε στη συλλογή, ενδιαφέρον
παρουσιάζουν η μονομαχία και το γάντι. Η μονομαχία, την οποία παρακολουθούν από
ψηλά οι αστερισμοί, επικαλείται την ευγένεια αλλά μόνο κατ’ επίφαση (άλλωστε «η αληθινή ευγένεια καταλήγει πάντοτε στους
βουβώνες») και το γάντι πότε φεύγει από το χέρι του αστροναύτη και μπαίνει
σε τροχιά γύρω από τη γη σαν το «τελειότερο
ποίημα-μούντζα» και πότε πετάγεται σαν πρόκληση σε μάχη. Ενδιαφέρον επίσης
παρουσιάζει το γεγονός ότι παντού στη συλλογή ελλοχεύει μια λεπίδα, πότε
μαχαίρι και πότε νυστέρι, την ίδια στιγμή που «ο πολιτισμός του βλέμματος» προσφέρεται σαν φραστική πιρουέτα που
σαρκάζει τη σοβαροφάνεια. Από τη σοβαροφάνεια άλλωστε φυλάγεται και ο ίδιος ο
Στίγκας: «Κι εγώ δεν έχω ούτε έναν στίχο
που να σώζει απ’ τη φωτιά», δηλώνει στο ποίημα «Μικρό μου άγουρο
πετούμενο», για να αυτοσαρκαστεί αμέσως
μετά: «(Ίσως μόνο δυο-τρεις για το κοινό
κρυολόγημα)».
Ακόμη κι αν «ανάμεσα σε ειρωνεία
και κυνισμό,/ όλο και κάποιος θα χάνει τον δρόμο του», αυτός σίγουρα δεν
είναι ο Γιάννης Στίγκας. Ο Στίγκας ξέρει από λέξεις, από σίγουρα βήματα και
ξέρει επίσης να στροβιλίζεται «και να
στροβιλίζονται όλα γύρω του». Κυρίως όμως ξέρει να οδηγεί την ποίηση σε ένα
από τα καλύτερά της σημεία.
Η Χριστίνα Λιναρδάκη είναι μεταφράστρια και
επιμελήτρια εκδόσεων, http://stigmalogou.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου