Ο Καρλ Σμιτ και η Ρώσικη Επανάσταση
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ
H μετάβαση
από τις πατριαρχικές-προνεοτερικές κοινωνίες στο «σιδερένιο κλουβί» της
νεοτερικότητας άνοιξε μια μηδενιστική άβυσσο, αρχικά για τη ζωή της ευρωπαϊκής
ανθρωπότητας και στη συνέχεια για το σύνολο του πλανήτη: για τον όψιμο 19ο
και τις αρχές του 20ού αιώνα, ο καπιταλισμός, η γραφειοκρατία, η
επιστήμη και η τεχνολογία, ό,τι δηλαδή αποκαλούμε νεοτερικότητα, ήσαν «πηγή
δυστυχίας» για τις μεσαίες κι ανώτερες τάξεις και δείκτης απόλυτης εξαθλίωσης
για τη μεγάλη μάζα. Απ’ αυτήν την άβυσσο αναδύθηκαν «παλιές και νέες θεότητες» που
αξίωναν να δώσουν απάντηση στο κοινωνικό ζήτημα και να καλύψουν το υπαρξιακό
κενό με τη κοσμοθεωρία τους.
Η σύζευξη του κοινωνικού ζητήματος με το
σύνολο της ύπαρξης έφερε στο προσκήνιο τις σοσιαλιστικές ιδέες, με πρωτοπόρο
φορέα τους τη μποεμία, τη στρατευμένη διανόηση της εποχής. Ήταν όμως η ρωσική
επανάσταση και η κατίσχυση των μπολσεβίκων που έδωσαν την πρωτοκαθεδρία στην
κομμουνιστική ιδεολογία. Η στράτευση των Ρώσων επαναστατών στον κομμουνισμό έβγαλε από τη ναφθαλίνη τον
μαρξισμό για να τον μετατρέψει σε κυρίαρχο δόγμα –επιστημονική θεωρία– του
πρώτου «σοσιαλιστικού κράτους». Θα ήταν
μια ακόμη οδύσσεια έστω και να σκιαγραφήσει κανείς τον –αιματηρό– εσωτερικό
αγώνα γύρω από τις σοσιαλιστικές ιδέες. Χρειάζεται όμως να πούμε ότι ευθύς εξ αρχής η
κριτική της ρωσικής επανάστασης υπήρξε ένα μείζον ζήτημα για την αριστερή
–κομμουνιστική ή όχι– διανόηση. Κι ασφαλώς δεν ταυτίζεται με την αντικομμουνιστική
προπαγάνδα του μείζονος αντιπάλου, που ήταν η φιλελεύθερη ιδεολογία.
Επαναστάτες διανοούμενοι όπως ο Καρλ Κορς, ο Άντον Πάνεκουκ ή ο Πωλ Μάτικ και η
Ρόζα Λούξεμπουργκ, που ασπάζονταν τις κομμουνιστικές ιδέες, σύντομα βρέθηκαν
αντιμέτωποι με το σοβιετικό καθεστώς, με βάση τόσο το ιδεώδες της επανάστασης μα και την ευρωπαϊκή επαναστατική πράξη.
Καταπώς φαίνεται, ακόμη και σήμερα, παρά τον
εξαγγελθέντα θάνατο των «μεγάλων αφηγήσεων», η ρωσική επανάσταση δεν παύει να
ασκεί μια ιδιάζουσα γοητεία σε φίλους και εχθρούς και να συμπλέκεται με τις
πολιτικές διαμάχες του παρόντος. Έτσι, ο Έντζο Τραβέρσο στο βιβλίο του Διά πυρός και σιδήρου, αναβιώνοντας μια
αναλογία που προέρχεται από τον Καρλ Σμιτ, συγκρίνει την τριακονταετή περίοδο
των δύο παγκοσμίων πολέμων με τον πανευρωπαϊκό τριακονταετή πόλεμο, μεταξύ 1618
και 1648. Όπως συνέβη με τους θρησκευτικούς πολέμους, λέει, έτσι και στην
τριακονταετία των δύο παγκοσμίων πολέμων συγκρούστηκαν δύο βασικές ιδεολογίες ή
κοσμοθεωρίες: ο κομμουνισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός (με τη μορφή του ναζισμού
ή του φασισμού), αλλά αυτήν τη φορά σε παγκόσμια κλίμακα. Ό,τι όμως παραλείπει
στην ανάλυσή του είναι κατά πρώτον ο εσωτερικός
αγώνας με ιδεολογικά ρεύματα, όπως ο αναρχισμός (τόσο στη Ρωσία μα και στον
ισπανικό εμφύλιο), αλλά κυρίως ο αγώνας με τον μείζονα εχθρό της εποχής, που δεν είναι άλλος από τον
φιλελευθερισμό και την πολιτική του εκδήλωση: τον συνταγματικό κοινοβουλευτισμό.
Η εχθρότητα προς τον φιλελεύθερο
κοινοβουλευτισμό υπήρξε, για παράδειγμα, το κοινό υπόβαθρο της κριτικής τόσο του
ριζοσπάστη-κομμουνιστή (και στη συνέχεια καθημαγμένου σταλινικού) Γκέοργκ
Λούκατς, όσο και του αντεπαναστάτη (και στη συνέχεια ναζί αλλά πρωτίστως
καιροσκόπου) Καρλ Σμιτ. Πράγματι, ο Καρλ Σμιτ στην κριτική του προς τον
φιλελευθερισμό παρακολουθεί τόσο στενά και με τέτοιο ύφος την επιχειρηματολογία
τού έτερου αντιπάλου του, του μπολσεβικισμού, ώστε τα όρια μεταξύ φίλου και
εχθρού –δηλαδή του δικού του ορισμού για το πολιτικό– σ’ αυτήν την περίπτωση να
συγχέονται. Αυτό ασφαλώς σχετίζεται με τη συγκυρία και την δική του «συγκεκριμένη
ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», ήτοι τον εκάστοτε προσδιορισμό της
σχέσης φίλου-εχθρού. Για τους λόγους αυτούς, η σκέψη του γίνεται ιδιαίτερα
διαφωτιστική για ορισμένες πλευρές της ρώσικης επανάστασης που στις μέρες μας,
λόγω των «δημοκρατικών» μας ευαισθησιών, είτε παρασιωπούνται είτε περνούν σε
δεύτερη μοίρα.
Έτσι, στο σύγγραμμά του Δικτατορία (1921) ο Καρλ Σμιτ αναλύει τη νεοτερική πολιτική μορφή
της «κυρίαρχης δικτατορίας» σε αντιδιαστολή με την «εντεταλμένη δικτατορία». Σχηματικά, μπορούμε να πούμε ότι η μεν
εντεταλμένη δικτατορία αποσκοπεί στην αποκατάσταση της καθεστηκυίας τάξης, η δε
κυρίαρχη στην ανατροπή της. Σύμφωνα με τον δικό του ορισμό στην Πολιτική Θεολογία (1922) «κυρίαρχος
είναι όποιος αποφασίζει για την
κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Και η έκτακτη ανάγκη στην οποία απαντά η κυρίαρχη
δικτατορία είναι η ανατροπή της φιλελεύθερης τάξης με στόχο την ολοκλήρωση του
διαφωτιστικού προτάγματος. Η κυρίαρχη δικτατορία, η δικτατορία των γιακωβίνων ή
του προλεταριάτου στην περίπτωση της ρώσικης επανάστασης, είναι μια νεοτερική
μορφή πολιτικής στον βαθμό που συμπίπτει με την πρωτοκαθεδρία τής, νεοτερικής
και πάλι, βούλησης για κυριαρχία
(στη φύση και στον άνθρωπο). Ο βασικός ανταγωνιστής του φιλελευθερισμού, λέει λοιπόν
ο Σμιτ, είναι η εκπαιδευτική
δικτατορία των γιακωβίνων και των μπολσεβίκων, που αναστέλλει τη συνταγματική δημοκρατία
στο όνομα μιας πραγματικής δημοκρατίας που μέλλει να δημιουργηθεί μέσω της
εκπαίδευσης.
Στην Κρίση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (1923),
ο Σμιτ θα συνεχίσει και θα διευρύνει αυτήν τη γραμμή σκέψης, με κάποιες
μετατοπίσεις. Τα δύο τελευταία κεφάλαια του μικρού αυτού βιβλίου είναι μια
ανασκόπηση του μαρξισμού και της
μπολσεβίκικης εκδοχής του, με στόχο να καταδείξει τόσο τα κοινά σημεία μα και
τις διαφορές τους. Στη διαλεκτική του Χέγκελ, γράφει σε συμφωνία με τον
Λούκατς, δεν υπάρχει ζήτημα ηθικής
απόφασης, ενός είτε-είτε. Κοντολογίς, η διαλεκτική φανερώνει τη διαδικασία που το
είναι καθ’ εαυτό της φυσικής ύπαρξης (το είναι της εργατικής τάξης καθ’ αυτήν
στη μαρξική διάλεκτο), γίνεται είναι δι’ εαυτόν (η τάξη για τον εαυτό της), δηλαδή
υποκείμενο με αυτοσυνείδηση. Και αυτοσυνείδηση σημαίνει γνώση της
«αντικειμενικής αναγκαιότητας», του ορθολογικά πραγματικού κι εκείνου που το
αντιμάχεται. (Σ’ αυτήν την προοπτική, το Κεφάλαιο
είναι η ολοκληρωμένη γνώση του πραγματικού, της φιλελεύθερης αστικής
οικονομίας που χρειάζεται να ξεπεραστεί με την πολιτική πράξη). Παραφράζοντας
την περίφημη θέση για τον Φώυεμπαχ θα λέγαμε ότι αυτοί που έχουν ολοκληρωμένη αυτοσυνείδηση,
δηλαδή τη γνώση του πραγματικού, δεν είναι πια φιλόσοφοι αλλά σοφοί. Όταν,
όμως, μια εποχή έχει συλληφθεί από τη συνείδηση, από την πρωτοπορία της
ανθρωπότητας, έχει φθάσει στο τέλος της. Η πρωτοπορία δεν είναι κάποιος προφήτης
αλλά εκείνοι που γνωρίζουν το τέλος μιας εποχής, γνωρίζουν το αρνητικό, τα
σκουπίδια που πρέπει ν’ απομακρυνθούν· αυτοί είναι έτοιμοι τώρα να περάσουν από
την καθαρή θεωρία στην πράξη και να δώσουν την απαραίτητη ώθηση στον τροχό της
ιστορίας.
Ωστόσο στον Μαρξ το αρνητικό, η μπουρζουαζία, δεν
είναι μόνο μια στιγμή της ιστορίας, αλλά συμπυκνώνει την απανθρωπιά ως τέτοια. Το
καινοτόμο στον Μαρξ, συνεχίζει ο Σμιτ, δεν είναι η επικέντρωσή του στην ταξική
πάλη αλλά ότι στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο,
απαλείφοντας όλες τις ενδιάμεσες καταστάσεις, την ανήγαγε σε μια τελική μάχη
μεταξύ της μπουρζουαζίας και του προλεταριάτου. Και στη μάχη αυτή ο μπουρζουάς δεν πρόκειται να εκπαιδευτεί αλλά θα εξολοθρευτεί.
Παρ’ όλα αυτά ο Μαρξ, συνεχίζει ο Σμιτ,
παρέμεινε ένα ευρωπαίος «δημοδιδάσκαλος», πιστός στον Λόγο. Με τη ρώσικη
επανάσταση, με τον Λένιν και τον Τρότσκι, η μαρξιστική θεωρία αποκτά μια νέα πολιτική
ορμή που ξεπερνά την εκπαιδευτική δικτατορία και τον Λόγο. Εάν η «προλεταριακή
κουλτούρα» είναι η συνέχεια της εκπαιδευτικής δικτατορίας, η άλλη όψη της
ρώσικης επανάστασης είναι η υπαρξιακή απόφαση της σύγκρουσης μέχρις εσχάτων με
τη «δημαγωγική πλουτοκρατία» του δυτικού κόσμου και τους θεσμούς της. Η
μεταφυσική έποψη της θεωρίας και της πράξης των μπολσεβίκων (η πολιτική
θεολογία τους) είναι, θα λέγαμε, μια σύντηξη της μαρξιστικής διαλεκτικής και του
ρώσικου υπαρξισμού.
Ο Σμιτ προσεγγίζει μόνον έμμεσα τον ρώσικο
υπαρξισμό, με βάση τον αναρχοσυνδικαλισμό του Σορέλ, και τον αναρχισμό του
Μπακούνιν. Η απέχθεια του τελευταίου για
τη διαλογική συζήτηση και η προτροπή για δράση, είναι επίσης συστατικό της
μπολσεβίκικης θεωρίας και πράξης: η ζωτική ορμή του ρώσικου προλεταριάτου αφορά
στην αμεσότητα της δράσης, στη σύγκρουση με τον ταξικό εχθρό και στην κάλυψη
των ζωτικών αναγκών της «σλάβικης ψυχής», ενώ αντιπαρέρχεται τον φιλελεύθερο
«διάλογο» (την «επικοινωνία» για να χρησιμοποιήσω μια τρέχουσα έκφραση). Μια
τέτοια δικτατορία των λόγιων, όπως είχε πει ο Ένγκελς (κι επανέλαβαν αργότερα
οι τροτσκιστές), δεν μπορεί παρά να καταλήξει σ’ έναν γραφειοκρατικό και
στρατιωτικό μηχανισμό, παρόμοιο μ’ εκείνον των γιακωβίνων το 1793.
Ο Καρλ Σμιτ θα επανέλθει σ’ αυτά τα ζητήματα
με τη διάλεξή του «Η εποχή των ουδετεροποιήσεων και των αποπολιτικοποιήσεων»
(1929), που στη συνέχεια ενσωμάτωσε ως παράρτημα στην Έννοια του Πολιτικού (1932). Εδώ η αναφορά στον Εχθρό γίνεται
εγκώμιο και προειδοποίηση για τους κεντροευρωπαίους, οι οποίοι ζουν κάτω από το
«άγρυπνο μάτι των Ρώσων». Η ρώσικη
επανάσταση και η πρωτοπορία της, γράφει, έχει κατανοήσει το Πνεύμα της Εποχής
και διαθέτει τη ζωτική ορμή (την élan
vital του υπαρξισμού) για να καθυποτάξει
σαν όπλα την τεχνική και τις γνώσεις της νεοτερικότητας. Έχει συνδυάσει τον
σοσιαλισμό με τον σλαβισμό, και στη βάση αυτή ενσωμάτωσε το οικονομικό πνεύμα
του 19ου αιώνα. Στη Ρωσία οικοδομείται ένα κράτος με την πολιτική
βούληση να καθοδηγήσει την οικονομία, πιο αυταρχικό απ’ ό,τι εκείνο των
απολυταρχικών ηγεμόνων, κι εντελώς αντίθετο με το ουδέτερο κράτος, το
κράτος-νυχτοφύλακα του φιλελευθερισμού. «Ένα κράτος» γράφει, «που σε μια
οικονομική εποχή παραιτείται από τη διεύθυνση των οικονομικών σχέσεων πρέπει να
δηλώσει ουδετερότητα στα πολιτικά ζητήματα και στις πολιτικές αποφάσεις, γιατί
έτσι παραιτείται από την αξίωση να είναι κυρίαρχο». Σε αντιδιαστολή με τον φόβο
των δυτικών ελίτ απέναντι στην τεχνολογία και στην τεχνοκρατία, η ρώσικη
επανάσταση δεν δίστασε να δει στην αντιθρησκεία της τεχνικής και της επιστήμης
μια ουδέτερη δύναμη που μπορεί να τη θέσει στην υπηρεσία των δικών της
πολιτικών σκοπών. Η μεταφυσική πίστη
στην κυριαρχία πάνω στη φύση και στις απεριόριστες δυνατότητες που ανοίγει για
την ευημερία έγινε μια ενεργητική πολιτική θρησκεία (που συνδυάζεται βέβαια με
την κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο). Ο Σμιτ
καταλήγει με την επισήμανση ότι το οριστικό νόημα της ρώσικης επανάστασης, μα
και γενικότερα του πνεύματος που δέσποσε στον 20ό αιώνα, θα
αποκαλυφθεί όταν αποδειχτεί στην πράξη ποια πολιτική μπορεί να κυριαρχήσει πάνω
στην τεχνολογία και στην οικονομία, και ποιες σχέσεις φίλου-εχθρού θα αναδυθούν
απ’ αυτό το πεδίο της μάχης…
Ιδωμένη μέσα από τα μάτια ενός Εχθρού –του
Καρλ Σμιτ– που θέλει να συλλάβει το πνεύμα της εποχής του, η ρώσικη επανάσταση
φαντάζει σαν ο αρχάγγελος της νεοτερικότητας. Στη δική μας προοπτική, οι
περισπούδαστες ή υπερφίαλες ιστορικές αναλύσεις των συγχρόνων μας για τη ρώσικη
επανάσταση, μας φανερώνουν περισσότερο το Πνεύμα του Παρόντος απ’ ό,τι το
Πνεύμα της Επανάστασης. Επιπλέον, εάν θέλουμε να μιλήσουμε για τους ανθρώπους των
επαναστάσεων, σίγουρα δεν μπορούμε να τους κρίνουμε με τα τωρινά μέτρα και
σταθμά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι αυτοί, οι επαναστάτες, θέλησαν να
αντιμετωπίσουν την άβυσσο που ανοίχτηκε με τη νεοτερικότητα, κάνοντας ένα άλμα από
πάνω της, προς το κομμουνιστικό μέλλον. Γι’ αυτούς παραμένει ζωντανό το γνωμικό
του Νίτσε, πως άμα κοιτάζεις για πολύ ώρα την άβυσσο, στο τέλος και η άβυσσος
θα κοιτάξει εσένα.
Stella Baraklianou, Utopia, 2017, myler κομμένο με λέιζερ, 30 x 40 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου