Για την κατανόηση της «έκβασής» της...
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Όταν παρακολουθώ τα επετειακά κείμενα για τον
Λένιν, ιδίως φέτος που συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την Οκτωβριανή
επανάσταση σκέφτομαι πως και γι’ αυτόν ισχύει ό,τι ο ίδιος είχε τη δύναμη
κάποτε να ειρωνευθεί. Όταν δηλαδή δυο χρόνια πριν την αποδημία του έγραφε:
«Ουδέποτε ο Marx
σκέφτηκε
να γράψει, μια λέξη έστω, γι’ αυτό και πέθανε χωρίς να μας αφήσει ούτε ένα
ακριβές τσιτάτο ή μια αδιαφιλονίκητη υπόδειξη. Έτσι μόνοι μας τώρα πρέπει να τα
βγάλουμε πέρα» (27.3.1922 · LW, 3,264)[1].
Σήμερα
πολλαπλασιάσθηκαν τα ερεθίσματα, πολιτικής και ιστοριογραφικής υφής, για την
ανατοποθέτηση της Οκτωβριανής επανάστασης και, πολύ περισσότερο, για την
κατανόηση της έκβασής της. Θα μπορούσε να μνημονευθεί ξανά η ακαριαία αντίδραση
του νεαρού Gramsci που
διέκρινε στην επιτυχία των Ρώσων «μαξιμαλιστών» την «επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο». Στην προκλητική αυτή διατύπωση υπογραμμιζόταν η προτεραιότητα της
πρωτοβουλίας των «λαϊκών μαζών» που φαινόταν να διαψεύδει τις αναλύσεις του Κεφαλαίου. Ό,τι δηλαδή είχε συμπεράνει
στη μνημειώδη σύνθεσή του ο Marx
για
τους ιστορικούς νόμους που εμφανίζονται να επενεργούν με «χαλύβδινη
αναγκαιότητα» και επομένως να δείχνουν με ακρίβεια στις λιγότερο αναπτυγμένες
χώρες το δρόμο που αναπόφευκτα θα ακολουθήσουν, κατά το παράδειγμα των
προπομπών, δηλαδή των βιομηχανικά αναπτυγμένων χωρών.
Πρόκειται,
βέβαια, για την ερμηνεία που καθιέρωσε, στο πλαίσιο της κωδικοποίησης των αρχών
της «υλιστικής αντίληψης της ιστορίας», ο Kautsky και εκλαΐκευσε η γερμανική
σοσιαλδημοκρατία δίνοντας το προβάδισμα στην οικονομική νομοτέλεια και όχι
στους πολιτικούς αγώνες. Στην αντίστροφη φορά κινούνταν οι Μπολσεβίκοι που
τόνιζαν, με το στόμα του Λένιν, ότι η «πολιτική έχει αναγκαστικά το πρωτείο
αναφορικά με την οικονομία ˙ αν επιχειρηματολογούμε διαφορετικά, σημαίνει ότι
ξεχάσαμε το αλφάβητο του μαρξισμού».
Ο
τρόπος κατανόησης της Οκτωβριανής επανάστασης, τόσο ως προς τις συνθήκες
έκρηξης όσο και ως προς την έκβασή της, ας το επαναλάβω, συνιστά τη sine qua non προϋπόθεση
για την προσέγγιση του προβλήματος της αυτοδιάθεσης των λαών. Η προτεραιότητα
της πολιτικής, στην προετοιμασία (μέσω των «επαγγελματιών επαναστατών») και την
πραγματοποίηση της επανάστασης, υπονοείται στην κριτική που ασκεί ο Λένιν στη
θεωρία του «παγκόσμιου καπιταλισμού» και ιδίως στα συμπεράσματα που εξάγονται
για να χρησιμοποιηθούν στην τρέχουσα πολιτική πρακτική. Αν απαιτείται το
«σπάσιμο του πιο αδύνατου κρίκου της καπιταλιστικής αλυσίδας», η αδυναμία του
εντοπίζεται στην «πανεθνική κρίση» που χαρακτηρίζει τη Ρωσία. Όταν δηλαδή είναι
αναγκαίο (εκτός από τη διεκδίκηση της «αλλαγής» από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις)
και η ίδια η άρχουσα τάξη «να μη μπορεί να ζει και να κυβερνά όπως πριν».
Στην
επανάσταση του Φεβρουαρίου είχε προκύψει μια «πρωτότυπη ιστορική κατάσταση» που
έκανε δυνατή τη «συνένωση των πιο ετερογενών ταξικών συμφερόντων», ενώ στην
επανάσταση του Οκτωβρίου είχε γίνει αντιληπτό πόσο εύκολο ήταν –σύμφωνα με την
εκτίμηση του Λένιν– να ξεκινήσει η επανάσταση «σε μια χώρα πολύ καθυστερημένη»,
«τόσο ευχερώς όσο ένα παιδικό παιγνίδι». Οι επισημάνσεις αυτές αφορούσαν το
κράτος ως συμπύκνωση των σχέσεων εξουσίας που στο πλαίσιο της «καπιταλιστικής
αλυσίδας» εμφανίζεται ως ο συγκεκριμένος κρίκος της με διαφορετική ισχύ, η
οποία αποκτά τα όριά της στους κόλπους του εθνικού κράτους. Απ’ αυτή την άποψη
η αυτοδιάθεση των εθνών, ως δικαίωμα και για τον πλήρη αποχωρισμό τους,
εγγράφεται στην πολιτική που υπονομεύει τη συνάρθρωση των ιμπεριαλιστικών
κρατών και πρώτιστα εξασφαλίζει την εθνική-κρατική υπόσταση για την ευόδωση της
κοινωνικής επανάστασης.
Αν, στη συνέχεια, η οικοδόμηση του
σοσιαλισμού είχε περιορισθεί ασφυκτικά σε μία μόνο χώρα, η αυτοδιάθεση των
εθνών θα υπαχθεί στην υπεράσπιση του «πρώτου σοσιαλιστικού κράτους». Δηλαδή,
του μόνου ακόμα κρίκου της «καπιταλιστικής αλυσίδας» που έχει αυτονομηθεί και
έτσι δεν υπόκειται στη «γενική κρίση» του «παγκόσμιου καπιταλισμού». Στην αρχή
της επίγνωσης αυτής ο Λένιν θα σημειώσει αποκαλυπτικά: «Εκείνο που μας
ενδιαφέρει, δεν είναι καθόλου η αναπόφευκτη νίκη του σοσιαλισμού», αλλά η
«τακτική που οφείλουμε να ακολουθήσουμε εμείς, το Κομμουνιστικό Κόμμα της
Ρωσίας», για να «εμποδίσουμε τα αντεπαναστατικά κράτη να μας συντρίψουν». Για
να εξασφαλίσουμε, προσέθετε, την ύπαρξή μας «ώς την προσεχή στρατιωτική
σύγκρουση ανάμεσα στην αντεπαναστατική ιμπεριαλιστική Δύση και την επαναστατική
και εθνικιστική Ανατολή, ανάμεσα στα πιο πολιτισμένα κράτη του κόσμου και στις
καθυστερημένες χώρες της Ανατολής, που αποτελούν ωστόσο την πλειοψηφία, πρέπει
αυτή η πλειοψηφία να έχει την άνεση να εκπολιτισθεί» (για τα παραθέματα αυτά
βλ. Noutsos
1999: 16-17).
Σήμερα,
βέβαια, είναι αρκετά γνωστές οι λεπτομέρειες των «περιστατικών» που οδήγησαν
στην ανατροπή της προσωρινής κυβέρνησης του Κερένσκυ από τη «Στρατιωτική
επαναστατική επιτροπή των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών» της
Πετρούπολης και στη δημιουργία του «Συμβουλίου των Επιτροπών του Λαού» υπό την
ηγεσία του Λένιν. Η κατανόηση ωστόσο της δυναμικής και του ειρμού διέπει αυτά
τα γεγονότα και ειδικότερα των πτυχών συνάρθρωσης του κοινωνικού και πολιτικού στοιχείου, στη
συγκυρία μάλιστα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, εγείρει διχογνωμίες και απολήγει σε
διαφορετικές προτάσεις ερμηνείας.
Η
δομική πάντως κρίση του τσαρικού καθεστώτος, παρά το διστακτικό μεταρρυθμιστικό
εγχείρημα της κυβέρνησης Στολύπιν, είχε επικεντρωθεί στη βραδυπορούσα (και
συντηρούμενη με ξένα κεφάλαια) εκβιομηχάνιση της πολυεθνικής Αγίας Ρωσίας και
συνάμα στην ανεπαρκή παραγωγικότητα της υπανάπτυκτης αγροτικής παραγωγής. Στην
εποχή του πολέμου το κόμμα των Μπολσεβίκων (που αριθμούσε μόλις 23.000 μέλη)
προπαγάνδιζε την ειρήνη (ακόμη και με δυσμενείς όρους), την απόδοση ων χωραφιών
στους αγρότες και την κατάκτηση όλης της εξουσίας από τα «Σοβιέτ», δηλαδή από
τα συμβούλια των εργατών, αγροτών και στρατιωτών τα οποία λειτουργούσαν με τους
κανόνες της άμεσης δημοκρατίας. Μόνο που
το «Μάθημα ιστορίας» του Λειβαδίτη είναι πιεστικό (βλ. το βιβλίο μου: Τ. Λειβαδίτης, 2008: 47,49,66,79,83,100):
«Τώρα με τα κουρέλια που
μου απόμειναν
προσπαθώ να φτιάξω ένα ομοίωμα ανθρώπου»…
Μια
τέτοια περισυλλογή δεν σε μαραζώνει τελεσίδικα. Σε κάθε περίπτωση ο ίδιος ο Λένιν
από νέος προτιμούσε τις «πολύτιμες μεθόδους» της θεωρίας του Marx από την «τερατόμορφη και νεκρή
διδασκαλία» (1894 ˙ LW,1,189).
Ο
Παναγώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας
του Παν/μίου Ιωαννίνων
[1]
Από
τα αρχικά μου δημοσιεύματα (βλ. για παράδειγμα Θέματα κριτικής ιδεολογίας, 1979· G.
Lukács,
1982) ανέτρεχα στα έργα του Λένιν, αξιοποιώντας τη χρηστική γερμανική έκδοση
των Απάντων του (=LW
σε
σαράντα τόμους του εκδοτικού οίκου Dietz) που αποδελτίωνα στο Ελεύθερο
Πανεπιστήμιο του Δυτ. Βερολίνου καθώς και στη Βιβλιοθήκη του Παν/μίου
Ιωαννίνων. Το ίδιο συνέβαινε, πολύ περισσότερο, σε κατοπινά μου κείμενα, των
οποίων το ακροατήριο ήταν διεθνές. Ενδεικτικά μνημονεύω τα εξής: «The October Revolution and the National Question» (1999) καθώς και τη γερμανική
του εκδοχή: «Oktoberrevolution
und nationale Befreiungsbewegung», στο: Sozialpolitische Theorie und Geschichtsshreibung
(1993: 57-61). Πρόκειται για την ανακοίνωση στο συνέδριο: «The Role of the October Revolution in Comprehending Contemporary Reality» που οργάνωσε στη Barcelona η κίνηση:
«Symposium
’90», με προεξάρχουσα τη Vanessa
Redgrave (Νοέμβριος
1992).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου