ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΙΩΣΗΦ: Η ευρωπαϊκή ενοποίηση, η Γερμανία και η
επιστροφή των εθνικισμών, εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2017
Η δημόσια παρέμβαση
διανοουμένων με έγκυρο λόγο -δηλαδή με λόγο που ξεπερνά τη ρητορική καταγγελία
και στηρίζεται στη γνώση του αντικειμένου-, είναι στις μέρες μας ένα ζητούμενο.
Ο «νόμος» που εδώ λειτουργεί είναι η πτωτική
τάση του ποσοστού των διανοουμένων, η αύξηση της παραγωγής –ο πληθωρισμός- μιας
αδιάφορης και ουδέτερης ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας που συνοδεύεται από την
ουσιαστική απουσία δημόσιου λόγου. Στη σφαίρα της ιστορίας είναι ό,τι ο Χρήστος
Χατζηιωσήφ αποκαλεί διαφορά μεταξύ δημόσιας-πολιτικής ιστορίας (το κατ’ εξοχήν
πεδίο της κριτικής θεωρίας που πόρρω απέχει από την «αγωγή του πολίτη») και
αποστειρωμένης ιστοριογραφίας.
Ο ίδιος ο Χ. Χατζηιωσήφ
είναι μια λαμπρή εξαίρεση ακαδημαϊκού διανοουμένου με δημόσια λόγο. Εμμένοντας
στο πρόταγμα του διαφωτισμού, δεν χάνει από μπροστά του τη σχέση του πολιτικού
και ιστορικού στοιχείου όπως αυτό εκδηλώνεται στην (πολιτική) οικονομία, μα και
στις σφαίρες των «υπερδομών». Καθηγητής της οικονομικής ιστορίας και της
ιστορίας των ιδεών, με έργο που ξεπερνά κατά πολύ τα στενά ελληνικά πλαίσια,
έρχεται με το πρόσφατο σύγγραμμά του με τίτλο «Η ευρωπαϊκή
ενοποίηση, η Γερμανία και η επιστροφή των εθνικισμών» να δώσει μια
ολοκληρωμένη και συνθετική έποψη -στηριγμένη σε πρωτογενείς πηγές- και για τα τρία
αυτά ζητήματα. Ζητήματα που ούτως ή άλλως θα όφειλαν να απασχολήσουν σοβαρά το
ελληνικό πολιτικό προσωπικό, και όχι μόνο.
Βέβαια, η δαιμονοποίηση
ή η εξιδανίκευση τέτοιων θεμάτων είναι μια συγκολλητική ουσία για τις εκάστοτε
συνομαδώσεις και ηγεμονικές αξιώσεις. Σ’ αυτήν ακριβώς την προοπτική, η ιστορία
γράφεται και ξαναγράφεται για να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του παρόντος και στις
μελλοντικές προσδοκίες, παρακολουθώντας, ας πούμε, τις πολιτικές αξιώσεις των
δρώντων. Έτσι, για παράδειγμα, εξηγείται η πρόσφατη αντικομμουνιστική εκστρατεία
στη συνάφεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα με βιτρίνα τους απελεύθερους του
πρώην σοβιετικού συνασπισμού. Εάν θα θέλαμε, όμως, να γνωρίσουμε τις τάσεις του
παρόντος στη συνάφεια τουλάχιστον του (στενού) περιβάλλοντος της Ευρώπης, χρειάζεται
να λάβουμε υπ’ όψη τις ιστορικο-πολιτικές κυμάνσεις του όψιμου εικοστού αιώνα, με
αφετηρία δύο κορυφαία συμβάντα: τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την
ενοποίηση της Γερμανίας.
Δεν είναι τυχαίο,
λοιπόν, που ο Χ. Χατζηιωσήφ παίρνει ως βασικό παράδειγμα για την επιστροφή των
εθνικισμών τη μείζονα ευρωπαϊκή δύναμη, τη Γερμανία. (Κι αυτό ασφαλώς δεν
σημαίνει ότι στην περιγραφή του δεν συμπεριλαμβάνονται οι αντίστοιχες τάσεις και
πραγματικότητες των υπόλοιπων κρατών-εθνών της Ευρώπης). Θεωρώντας τον
εθνικισμό ως ένα εσωτερικό φαινόμενο των εθνών-κρατών θέτει το ζήτημα της
χρήσης του εκ μέρους ισχυρών ομάδων (ηγεμονικών τάξεων και στρωμάτων ή
συνασπισμού τους) για να προωθήσουν τα
συμφέροντά τους εις βάρος και, θα έλεγε
κανείς, άλλων «ομοεθνών» τους.
Με μια αναδρομή στα
πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν παρά τη νόθα αποναζιστικοποίηση -τη «συνέχεια»
του γερμανικού κράτους- η συγκυρία και οι συσχετισμοί είχαν απαλείψει στη
Γερμανία κάθε αναφορά ακόμα και στον όρο έθνος, εξετάζει στη συνέχεια την διαμάχη
με τους αναθεωρητές ιστορικούς, φθάνοντας ίσαμε τη γερμανική ενοποίηση και την ισχυροποίηση
του δόγματος της εθνικής κυριαρχίας. Δόγμα που επιμέρους εκδηλώσεις του είναι η
άρνηση του συνταγματικού δικαστηρίου της Γερμανίας να επικυρώσει τη συνθήκη του
Μάαστριχτ, καθώς και η ενσωμάτωση στο συνταγματικό χάρτη της «κατάστασης
έκτακτης ανάγκης».
Ωστόσο, ο γερμανικός
εθνικισμός αυτή τη φορά βρήκε πρόσφορο έδαφος στην κάθε άλλο παρά ουδέτερη
σφαίρα της οικονομίας, που έχει ως βάση το (αγγλοσαξονικό) οικονομικό μοντέλο
της αγοράς. Η Γερμανία, επισημαίνει ο Χ.
Χατζηιωσήφ, όντας το πιο ισχυρό κράτος-έθνος της Ευρώπης, αποδέχτηκε και συνάμα
επέβαλε μια οικονομική πολιτική ανισοτήτων, που απορρέει από την αγοραία
οικονομία. Αυτό, σε συνδυασμό με το δόγμα της εθνικής κυριαρχίας σημαίνει την
άτεγκτη εφαρμογή των νόμων της αγοράς, πράγμα που ευνοεί την ισχυρότερη
οικονομία και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα άσκησης κυρίαρχης πολιτικής·
συγχρόνως, αφαιρεί τα δικαιώματα κυριαρχίας σε χώρες οι οποίες, όπως η Ελλάδα, αδυνατούν
να ανταποκριθούν σ’ αυτούς τους νόμους. Η ιδεολογία που συνοδεύει αυτήν την
πολιτική αντλεί τα ερείσματά της –τη νομιμοποίησή της- στον νεοσυντηρητικό
αριστοτελισμό της «μεσότητας», δηλαδή στην πολιτική ενός πεφωτισμένου
δεσποτισμού. Σύμφωνα μ’ αυτό το αφήγημα, το γερμανικό έθνος, ακολουθώντας μια
εξωστρεφή βιομηχανική πολιτική,
επωφελήθηκε από το άνοιγμα της αγοράς, χάρη στις αρετές της
εργατικότητας, της σοβαρότητας και της πειθαρχίας. Κι αυτό του δίνει τη
δυνατότητα να προβάλλει αξιώσεις κυριαρχίας τόσο στα πλαίσια της Ευρώπης μα και
στη συνάφεια της παγκοσμιοποίησης.
Αναμφίβολα,
μια τέτοια διαδικασία, για την οποία δεν είναι άμοιρες οι υπόλοιπες ισχυρές
ευρωπαϊκές δυνάμεις, έθεσε στο περιθώριο το πρόταγμα της υπέρβασης των
εθνών-κρατών μέσω μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης (εάν ποτέ είχε παρθεί στα σοβαρά).
Έτσι, γράφει ο Χ. Χατζηιωσήφ, το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών πολιτικών της τελευταίας
τριακονταετίας είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διέσωσε τον εθνικισμό και τα εθνικά
κράτη, αφού η ομοσπονδιακή διακυβέρνηση ουδέποτε προωθήθηκε. Κι αυτό εάν σε
περιόδους αύξησης της ευημερίας περνά σε δεύτερη μοίρα, σε μια περίοδο
οικονομικής και κοινωνικής κρίσης δημιουργεί φυγόκεντρες δυνάμεις που είναι
δύσκολο να χαλιναγωγηθούν. Το προηγούμενο της Σοβιετικής Ένωσης είναι ένα
κραυγαλέο παράδειγμα για τις αποσυνθετικές τάσεις μιας τέτοιας πολιτικής, αν κι
έχει ελάχιστα συζητηθεί. Οι Βέλκο Βουτζάσακ και Βίκτωρ Ζασλάφσκι σε μια εκτενή
μελέτη τους απέδειξαν ότι βασικό αίτιο για τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης
ήταν η συγκρότησή της σε εθνική βάση, σύμφωνα με τη σταλινική θεωρία περί
έθνους. Η εισαγωγή των μηχανισμών της αγοράς από την περεστρόικα είχε ως
συνέπεια τη διεύρυνση των εθνικών ανισοτήτων που, σε συνδυασμό με τη δημιουργία
τοπικών ελίτ, οδήγησε στην έκρηξη των εθνικών συγκρούσεων και τη διάλυση της
ένωσης (μια ανάλογη διαδικασία έλαβε χώρα στη Γιουγκοσλαβία).
Εν πάση περιπτώσει,
ακόμα και αν οι αναλογίες δεν αρκούν για να κάνουμε προβλέψεις, είναι φανερό
ότι οι φυγόκεντρες τάσεις είναι υπαρκτές στη συνάφεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο
Ντενί ντε Ρουζμόν, στην «Ανοιχτή επιστολή
στους Ευρωπαίους», έχει εύστοχα συνοψίσει τις κατά καιρούς εκκλήσεις των
διανοουμένων για μια ενωμένη Ευρώπη, με κύριο έρεισμα το κοινό πολιτιστικό
υπόβαθρο. Ωστόσο, αυτές οι εκκλήσεις φαίνεται να απασχολούν μία μικρή μερίδα
του μορφωμένου κοινού και δεν βρίσκουν απήχηση στις κυρίαρχες ελίτ μα και στη
μεγάλη «μάζα» των πληθυσμών. Όλως αντιθέτως, οι ιστορικές και πολιτιστικές
διαφορές ανασύρονται για να διαμορφωθούν αντιθετικά-διαφοριστικά προτάγματα,
όπως εκείνα του Καρλομάγνου ή της «Λατινικής Αυτοκρατορίας» στα οποία και
αναφέρεται ο Χ. Χατζηιωσήφ. Ο ίδιος κλείνει το βιβλίο του εισάγοντας έναν επιπλέον
παράγοντα επίτασης των εθνικισμών: τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα, προϊόν της
παγκοσμιοποίησης. Τα ρεύματα αυτά φέρνουν στον νου μία ακόμη αναλογία του
κοινού ευρωπαϊκού παρελθόντος όπως παρουσιάζεται από έναν άλλο σημαντικό ιστορικό,
τον Άρνολντ Τόυνμπη: η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γράφει ο Τόυνμπη, ήταν
αποτέλεσμα της πολιορκίας της από το εσωτερικό και το εξωτερικό προλεταριάτο,
δηλαδή τις μεγάλες μεταναστευτικές ροές της εποχής.
Παρ’ όλα αυτά, δεν
μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι ακόμη και οι διαλυτικές τάσεις,
ανεξάρτητα από την πολιτική μορφή που προσλαμβάνουν, έχουν ως σημείο αναφοράς
το μεταπολεμικό επίπεδο ευημερίας των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Το επίπεδο αυτό
οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με τη δημιουργία των
καταναλωτικών μεσοστρωμάτων, δηλαδή στις διευκολύνσεις, όπως λέει ο Χ.
Χατζηιωσήφ, που η ένωση παρέχει στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Ακόμη και σήμερα
παραμένουν ανοικτές αρκετές εκτονωτικές δικλείδες ασφαλείας όπως, για να
αναφερθούμε στην περίπτωση της Ελλάδας, η μετανάστευση στο εσωτερικό της ένωσης
του ειδικευμένου νεολαιίστικου δυναμικού, επιτείνοντας βέβαια μακροπρόθεσμα την
προβληματική και δέσμια θέση των αδύνατων χωρών. Η περιστασιακή ευημερία των
τελευταίων δεκαετιών, που υπήρξε η συγκολλητική ουσία κοινωνιών όπως η
ελληνική, έχει τώρα σαν υποκατάστατο την ανασφάλεια –τον φόβο- που γεννά η
αβεβαιότητα των πολιτικών της παγκοσμιοποίησης. Μια τέτοια ιδεολογία, όμως, δεν
είναι σχέδιο κοινωνικής επιβίωσης είτε στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε
στο ευμετάβλητο τοπίο της πλανητικής πολιτικής.
Μπέττυ Ζέρβα,
Τα παιχνίδια μου, 2017, λούτρινα
παιχνίδια, έπιπλα, ήχος, διαστάσεις μεταβλητές
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου