11/9/17

Μεταξύ αισθητικής και ποιητικής, φιλοσοφίας και έντεχνου λόγου

ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΩΣΤΙΟΥ

Σιρίν Νεσάτ, Passage [Πέρασμα], 2001, εγκατάσταση έγχρωμου βίντεο με ήχο, ταινία 35 χιλ. με μεταφορά σε DVD, διάρκεια 11΄:30΄΄, Ιδιωτική συλλογή


ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ, Το κόκκινο της φωτιάς, Μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας, εκδόσεις Γαβριηλίδη, σελ. 282

«Μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας» χαρακτηρίζει η συγγραφέας το βιβλίο, παρά το γεγονός ότι στις 282 σελίδες του διερευνώνται συστηματικά μείζονα ζητήματα για την πράξη της συγγραφής και όσα τέμνουν το πεδίο της λογοτεχνικής δημιουργίας και της κριτικής της. «Έριξα το βάρος στην πεζογραφία και στο  δοκίμιο γιατί δείχνει με τρόπο απτό και συνεκτικό ότι η ελευθερία που αποκρυσταλλώνει η τέχνη καθορίζεται από τη συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων και λόγου υπό την οποία ζουν οι συγγραφείς, οι χαρακτήρες που πλάθουν και οι αναγνώστες των έργων τους» παρατηρεί η συγγραφέας. Και συνεχίζει: «Αλλά προστρέχουμε στον έντεχνο πεζό λόγο γιατί μας βοηθά να έχουμε συγκεκριμένη εικόνα όχι μόνο της δύναμης των πραγμάτων να μας καθορίζουν και να μας περιορίζουν, αλλά και της δικής μας δύναμης να τα καθορίζουμε, με ανοίγματα της φαντασίας, του νου, της συνείδησης· πράγμα που μια κοινωνία χρεωμένη και παραπαίουσα αδυνατεί να κάνει με μόνο στήριγμα την ιδεολογία ή τις πολιτικές πρακτικές».
Στο παραπάνω απόσπασμα από τον «Πρόλογο» του βιβλίου αποτυπώνεται η μπαχτινική ετερογλωσσία που υποστασιώνει τη σκέψη της συγγραφέως, η διαλεκτική σύλληψη των εννοιών μέσα από τις οποίες διερευνά τη φύση του έντεχνου λόγου και την πρόσληψή του, η αναγωγή στο συλλογικό διαχρονικό και στο πολιτικό στην οποία υπόκειται ο σύνθετος στοχασμός της.

Η φύση του έντεχνου λόγου, η συγγραφή, η συνομιλία συγγραφέα-αναγνώστη-κριτικού επιχειρείται μέσα από μια διαλεκτική της σκέψης, που αποτυπώνεται και στη δομή των δοκιμίων που στεγάζονται στον τόμο. «Η διαλεκτική που κινεί το πεζογράφημα είναι αποτέλεσμα διήθησης της βιωματικής εμπειρίας που ανοίγει έναν δρόμο διαλόγου με τις ασύνταχτες φωνές της Βαβέλ γύρω μας», παρατηρεί η Δεληγιώργη υποδεικνύοντας η ίδια την οφειλή της σκέψης της στον Μπαχτίν, σ’ αυτό το βιβλίο του οποίου ο τίτλος παραπέμπει στο μυθιστόρημα Le Bleu du ciel (1935) του Ζορζ Μπατάιγ, στο οποίο αντιστρέφεται η φρόνιμη κοινόχρηστη ηθική, για να μετασχηματίσει την απώλεια σε γνώση και να αποκαλύψει τον ουρανό στα χαμηλά.
Καθώς κάθε ένα από τα 27 κεφάλαια του βιβλίου θα απαιτούσε μια αυτόνομη παρουσίαση, πράγμα ανέφικτο σε μια συνολική παρουσίαση,  θα περιοριστώ στον κοινό παρονομαστή των δοκιμίων, όπως εγγράφονται  στην πυκνή «Εισαγωγή» και στο εξαιρετικό «επιμύθιο» του βιβλίου, όπου συνυφαίνονται τα νήματα που ξετυλίγονται στο κυρίως σώμα και αναδύεται ο άξονας του στοχασμού στον οποίο οφείλει τη γέννησή του. Προσλαμβάνω τη εισαγωγή του βιβλίου σαν ένα όψιμο μανιφέστο ή απολογισμό της μεταμοντέρνας συνθήκης ως διαμορφωτικού παράγοντα της λογοτεχνικής παραγωγής και της πρόσληψής της. Με ευθύβολη κριτική σκέψη και ακρίβεια στον λόγο η Δεληγιώργη συνοψίζει  σε 8,5 σελίδες την απώλεια της εσωτερικής εμπειρίας, και το πέρασμα από τον εξανθρωπισμό των μαζών όπου στόχευε ο μοντερνισμός στη μαζική κουλτούρα που τον διαχέχθηκε, με τις συνακόλουθες επιπτώσεις στις ανθρωπιστικές επιστήμες και στον χώρο της παιδείας και του πολιτισμικού γίγνεσθαι, γενικότερα. «Με έμβλημα τον εξορθολογισμό και τον εκσυγχρονισμό που επιτρέπει η τεχνική, υποθηκεύουμε το παρελθόν, θέτοντας σε κίνδυνο και το μέλλον», παρατηρεί η συγγραφέας επισημαίνοντας το πέρασμα «από την επανάσταση στο κονφόρμ, από τις πρωτοπορίες στον ακαδημαϊσμό, από την ποιητική σε μια σημειολογική υλική αισθητική, από τον λόγο στη γλώσσα, από την επιστήμη στην τεχνική, από τη γνώση στην πληροφορία, από την καλλιτεχνική αναζήτηση της τρίτης διάστασης των πραγμάτων, που είναι το βάθος τους, στην πολιτική της αφήγησης της πλοκής, από το ωραίο και το υψηλό, στη διαφήμιση και στα θρίλερ, από την παιδεία στη μαζική κουλτούρα».
Με επαγωγική σκέψη και ακολουθώντας αντίστροφρα τον 20ό αιώνα από το τέλος του προς την αρχή, παρακολουθεί την απομάκρυνση της λογοτεχνίας από «έναν ριζικό αξιακό ανθρωπισμό, που διαυγάζει αυτό που είναι, μπορεί και αξίζει να γίνει ο άνθρωπος». Σύμφωνα με την πειστική προσέγγισή της η σημαντικότερη παράμετρος που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά, με τεράστιες επιπτώσεις στην τέχνη και συνακόλουθα στην παιδεία, στα ήθη, στη συνείδηση και στην πολιτική, είναι η απομυθοποίηση της Ιστορίας και η απογύμνωση του παρόντος από το παρελθόν και το μέλλον. Διαθέτοντας μια δυσθεώτητη σκευή φιλοσοφικής σκέψης και θεωρίας της λογοτεχνίας και, παράλληλα, ικανότητα αναγωγής του συγχρονικού στη διαχρονία η Δεληγιώργη ερμηνεύει «τις φαουστικές βλέψεις για άπειρη συσσώρευση και ισχύ που καθορίζουν όσο ποτέ άλλοτε το χρηματοπιστωτικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς», επισημαίνοντας την μετατόπιση του υψηλού από την τέχνη στην οικονομία και ό,τι αυτό συνεπάγεται: την ιλιγγιώδη αναζήτηση της ψυχικής πληρότητας στην ικανοποίηση αναγκών απύθμενης ματαιότητας, την ακύρωση της δημιουργικής φαντασίας, την προσαρμογή του ψυχισμού και του πνεύματος στη νέα βαρβαρότητα των καιρών μας. Αρρωγός αυτή της εκφυλιστικής μηχανής που δρα και τρέφεται στο κενό της ιστορικότητας η τεχνολογία διευκολύνει τον επικοινωνιακό θόρυβο που επιβάλλει το ασήμαντο και το εφήμερο ως πρωτοποριακό, καταξιώνοντάς το σε ένα κοινό που θαυμάζει όχι το ίδιο το έργο, αλλά την επιτυχία του.
Παράγωγο αυτής της προϊούσας αντικατάστασης της στοχαστικής κατανόησης του κόσμου, με την οποία είναι επιφορτισμένη η λογοτεχνία, από τις εγκεφαλικές διεργασίες των αφηγηματικών δομών και της ιστορικότητας της συνείδησης από το θολό παρόν του μεταμοντέρνου ανθρώπου, η θεωρία της λογοτεχνίας και η σημειολογική προσέγγιση του λογοτεχνικού έργου περιορίζουν «τον έντεχνο λόγο στη γλώσσα, τη γλώσσα στη γραφή, τη γραφή στην κειμενικότητα». Παρακολουθώντας το πέρασμα από τον δομισμό στον μεταδομισμό και την παράλληλη απομάκρυνση των ανθρωπιστικών επιστημών από τη διεπιστημονικότητα που έχει τη δυνατότητα να συλλάβει και να ερευνήσει την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου φαινομένου, αλλά και, παράλληλα, να οξύνει την κριτική ικανότητα που είναι η πηγή της δημιουργίας, η συγγραφέας αντιπαραβάλλει στον μεταμοντέρνο χυλό που αποθεώνει το εφήμερο και το κάλπικο, τους συντελεστές της λογοτεχνικής δημιουργίας στους οποίους οφείλει τη διαχρονική της αξία και των οποίων κοινός παρονομαστής είναι η αξεχώριστη συνύφανση της γλώσσας με τη σκέψη που την παρήγαγε ή την προσλαμβάνει.
Από την αισθητική της πρόσληψης στην ποιητική της συγγραφής, η Δεληγιώργη με στέρεα γνώση της εξέλιξης του λογοτεχνικού φαινομένου στη διαχρονία και του φιλοσοφικού στοχασμού με τον οποίο ως εκ της φύσης του συμπορεύεται, διερευνά και στοχάζεται θέτοντας γόνιμα ερωτήματα για ζητήματα ουσιώδους σημασίας για το λογοτεχνικό φαινόμενο. Στόχος της, όπως η ίδια σημειώνει, να δείξει «τον ρόλο που έπαιξε και μπορεί ακόμη να παίξει [η λογοτεχνία] σε ό,τι θετικό προσέφερε ή ακόμη μπορεί να προσφέρει ένας πολιτισμός σε τροχιά καταστροφικής περιδίνησης».
Τι καθιστά Το κόκκινο της φωτιάς πολύτιμο για τον αποδέκτη του; Για τον σύγχρονο «γραμματικό»--για να χρησιμοποιήσω όρο της ίδιας--, τον εξειδικευμένο αναγνώστη της λογοτεχνίας, που λυγίζει συχνά κάτω από το βάρος της έκπτωσης των ανθρωπιστικών επιστημών, συνιστά έναν εξαιρετικό πλοηγό για ζητήματα της λογοτεχνίας, ο οποίος όχι μόνο του δίνει το απαραίτητο γνωσιακό υλικό αλλά, κυρίως, γονιμοποιεί τη σκέψη του και ακονίζει τη συνδυαστική του ικανότητα, ώστε να κατανοήσει και να αξιοποιήσει στο έπακρο την αναγνωστική εμπειρία· για τον μη ειδικό, αλλά μυημένο στα μυστικά του έντεχνου λόγου αναγνώστη της λογοτεχνίας, συνιστά ένα εάκρως διαφωτιστικό κείμενο που τον προσανατολίζει στα σωστά ερωτήματα και τον βοηθά να αυτοπροσδιορίζεται μέσα στο χάος της σύγχρονης σκέψης.
Βασική αρετή αυτού του βιβλίου το οποίο θεμελιώνεται σε μια ουσιαστική εκπαίδευση και κτίζεται πάνω σε μια πλούσια παιδεία πολλών χρόνων, και το οποίο προεξαγγέλλεται από προηγούμενα έργα της πολυγραφότατης Δεληγιώργη είναι πως συγκεράζει στην καταγωγική του συνθήκη αυτό που υπερασπίζεται: τον φιλοσοφικό στοχασμό, που ανατέμνει τα όρια και τις δυνατότητες συγγραφέα, αναγνώστη και κριτικού, με το πάθος του έντεχνου λόγου. Ακριβώς σ’ αυτή τη διπλή υπόσταση της συγγραφέως, της συστηματικής φιλοσοφικής παιδείας και της ουσιαστικής της διαδρομής στον λαβύρινθο του έντεχνου λόγου, που αλληλοτροφοδοτούνται εδώ και περίπου 40 χρόνια, οφείλεται και η δυσεύρετη συνθήκη που καθορίζει τα όρια της πρόσληψης του εγχειρήματός της: το γεγονός ότι ακόμη και η πιο δύσληπτη και πολύπλοκη φιλοσοφική σκέψη μετουσιώνεται με εύληπτο και γόνιμο τρόπο σε σύγχρονο προβληματισμό που μας αφορά όλους μαζί αλλά και τον κάθε έναν χωριστά, αφού τα οφέλη καθορίζονται και από την προσληπτική δυνατότητα του αναγνώστη. Από αυτή την άποψη θεωρώ πως Το κόκκινο της φωτιάς συνιστά ένα σύγχρονο εγχειρίδιο λογοτεχνίας που θα αποβεί κλασικό.

Η Κατερίνα Κωστίου διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Πατρών

Δεν υπάρχουν σχόλια: